ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ (14η συνέχεια. Ο περίεργος "Ήφαιστος"))

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


 «Θύμιο με φωνάζανε παλιά, όμως τώρα όλοι με ξέρουν σαν Ήφαιστο. Μη ρωτήσεις γιατί, ένας θεοπάλαβος γέρος μου το κόλλησε κι από τότε έμεινε!».

«Οικογένεια δεν έχεις;»,

Ο άστεγος προσπάθησε να χαμογελάσει και πάλι αλλά αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε.

«Είχα κάποτε και οικογένεια και δουλειά. Καλή μάλιστα! Ήμουνα επιστάτης στα χτήματα ενός λεφτά. Όχι πως είχε ανάγκη από τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα που έβγαζε. Για να τρώνε πιο υγιεινά έλεγε. Ζούσαμε με τη γυναίκα μου σε ένα μικρό σπιτάκι, αποθήκη πες καλύτερα, όμως δεν είχαμε παράπονο. Και καλά τρώγαμε και καλά πληρωνόμουνα. Την κόρη μου την είχε υπηρέτρια στο σπίτι του, και έτσι μια χαρά βολευόμαστε. Μέχρι που έγινε το κακό», κατέληξε και τα μάτια του σκοτείνιασαν..

.Σταμάτησε για λίγο και ζήτησε τσιγάρο από ένα ναύτη του λιμενικού, και εκείνος που τον ήξερε προφανώς του πέταξε ολόκληρο το πακέτο. Ο άστεγος τον χαιρέτησε στρατιωτικά  άναψε ένα και αφού τράβηξε δυο τρεις βαθιές ρουφηξιές συνέχισε..«Ένα πρωί που σηκώθηκα για δουλειά, βρήκα τη γυναίκα μου νεκρή στην καρέκλα της κουζίνας. Ανακοπή είπαν. Και ήταν μόλις σαράντα δύο χρονών! Από τότε το έριξα στο ποτό. Κουβάδες κατέβαζα, ώσπου το αφεντικό με έδιωξε. Ευτυχώς κράτησε την κόρη μου στη δούλεψη του. Τα υπόλοιπα τα βλέπεις μπροστά σου!», τελείωσε τα λόγια του, δείχνοντας με το χέρι τα χάλια του.

«Γιατί δε σταμάτησες αυτό τον κατήφορο; Δε σκέφτηκες πως πληγώνεις το παιδί σου με αυτό τον τρόπο;».

«Σταμάτησα!», απολογήθηκε. «Στο χρόνο επάνω το έκοψα μαχαίρι! Μόνος χωρίς καμιά βοήθεια. 

Ήταν αργά όμως. Ποτέ δε με συγχώρησαν ούτε το αφεντικό, ούτε η κόρη μου. Μου απαγόρεψαν να πηγαίνω σπίτι να βλέπω την κόρη μου, γιατί λέει ήμουν κακή επιρροή. Ευτυχώς το κορίτσι μου όποτε ξεκλέβει χρόνο κατεβαίνει στον Πειραιά, αραιά και που, δυο τρεις φορές το χρόνο. Κάτι είναι κι αυτό!».

«Είμαι σίγουρη πως αν της ανοίξεις την καρδιά σου θα καταλάβει και θα σε συγχωρήσει. Έκανες ποτέ μια τέτοια προσπάθεια;».

«Όχι», ομολόγησε. «Κατέστρεψα τη ζωή μου, γιατί να καταστρέψω και τη δική της; Καλά είναι εκεί. Την προσέχουν και την αγαπάνε. Μαζί μου τι θα κέρδιζε;»

Η Αρχοντούλα αναγνώρισε πως είχε τα δίκια του κι αυτός. Η κατάσταση του μόνο τρόμο μπορούσε να προκαλέσει, όχι εμπιστοσύνη.

«Και πως τη βγάζεις τόσο καιρό στο δρόμο;», τον ρώτησε τελικά, με σκοπό να πάρει απαντήσεις και για τη δική της πορεία.

‘Όπως είδες και προηγουμένως όλο και κάποιος βοηθάει. Άλλος τσιγάρα, άλλος κανένα παλιόρουχο, κι από φαγητό υπάρχει η Αγία Τριάδα. Δυο καλοί παπάδες και ο νεωκόρος κι αυτός καλό παλληκάρι, όλο και μας δίνουν ένα πιάτο φαί. Είμαστε καμιά δεκαριά εδώ γύρω ξέρεις!» 

Και με αυτά τα λόγια σηκώθηκε. «Ώρα να πηγαίνω.», της είπε. «Μην πάει κανένας άλλος και μου πάρει το κρεβάτι! Αλήθεια που λες να τη βγάλεις απόψε;».

Ανασήκωσε τους ώμους αναποφάσιστη. Αλήθεια που θα πήγαινε;

«Εκεί στο πλάι το Αη Σπυρίδωνα είναι καλό μέρος. Δεν πάει κανείς άλλος γιατί τους ενοχλούν οι καμπάνες που χτυπάνε πρωί πρωί. Μόνο το νου σου στα κοπρόσκυλα! Είσαι καινούργια και θα έχεις τις επισκέψεις τους. Συνήθως είναι ήρεμα, αλλά πρόσεχε για καλό και για κακό!»

Όταν έφυγε ο Ήφαιστος, σηκώθηκε κι η Αρχοντούλα. Ήταν μέρα ακόμη και δεν μπορούσε να πάει εκεί που της υπέδειξε για ύπνο γιατί κόσμος ανεβοκατέβαινε τα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Έτσι ξεκίνησε πάλι το άσκοπο περπάτημα γύρω απ το λιμάνι. Ένας νεαρός τουρίστας περιμένοντας το πλοίο του καθόταν στο πεζούλι με ένα σάντουιτς στο χέρι, που δεν έδειχνε μεγάλη όρεξη να το φάει. Μετά τη δεύτερη μπουκιά το παράτησε στο πλάι και προτίμησε να πιεί τη μπύρα του. Τότε συνειδητοποίησε η Αρχοντούλα πως είχε να φάει από χθες το βράδυ! Όσα της επεφύλαξε η ημέρα την έκαναν να ξεχάσει την πείνα της, που στη θέα όμως του μισοφαγωμένου σάντουιτς επανήλθε βασανιστική.

Το κοιτούσε με λαχτάρα και ο τουρίστας το πρόσεξε. Με περισσή ευγένεια της το πρόσφερε και εκείνη έσκυψε σαν υπόκλιση από ευγνωμοσύνη. Απομακρύνθηκε βιαστικά και το δάγκωσε με βουλιμία. Αυτό το ταπεινό σάντουιτς της φάνηκε σαν το καλύτερο γεύμα που έφαγε ποτέ!

Περιπλανήθηκε για λίγο ακόμα και όταν σουρούπωσε γύρισε στον Άγιο Σπυρίδωνα και αφού βρήκε μια απόμερη γωνιά ξάπλωσε να κοιμηθεί. Σε λίγο ένας ήρεμος ύπνος ήλθε να βάλει τέλος σε μια κουραστική και απρόβλεπτη ημέρα. 

Το ξημέρωμα τη βρήκε ακόμα ξαπλωμένη αλλά ξύπνια. Τίποτα δεν τάραξε το γαλήνιο ύπνο της μέχρι λίγο πριν χαράξει, όταν η θαλάσσια αύρα της έφερε ρίγος. Κατά τα άλλα είχε ένα συνεχόμενο ήρεμο ύπνο που τις έλειπε χρόνια εξ αιτίας των κραυγών της μικρής.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου