Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Ο Πετρής πάρκαρε την Μερσεντές μπροστά στην είσοδο του πλοίου, αγνοώντας τις υποδείξεις των λιμενικών, κατέβηκε, άνοιξε του Αλέξη, και γρήγορα έτρεξε από την άλλη ανοίγοντας την πόρτα της Βασιλικής. Προθυμοποιήθηκε να ανεβάσει αυτός το μικρό σακ βουαγιάζ του ζεύγους, όμως τα επίμονα σφυρίγματα του λιμενοφύλακα τον ανάγκασαν να αλλάξει γνώμη. Τον χαιρέτησε στρατιωτικά χαμογελώντας ειρωνικά και έβαλε μπρος.
“Καλά να περάσετε!”, ευχήθηκε στο ζευγάρι που ανέβαινε τις σκάλες.
Βγήκε από το λιμάνι και τράβηξε για τη Ζέα. Είχε νοσταλγήσει το νησί και η θάλασσα ήταν ένα καλό υποκατάστατο για τις αναμνήσεις. Όχι ότι είχε και πολλές καλές από τα χρόνια του εκεί, αλλά όπως και να το κάνεις του άρεσε να επιστρέφει που και που, έστω και με τη σκέψη.
Άφησε το αυτοκίνητο σε ένα παράδρομο και περπάτησε κατά μήκος το λιμάνι με τα κότερα και τις ψαρόβαρκες. “Παράξενο ταίριασμα”, συλλογίστηκε. Πλούτος και φτώχεια σε αρμονική συμβίωση! Στη ζωή όμως όλα είναι πολύ διαφορετικά!”
Κάθισε σε ένα παγκάκι και έκλεισε τα μάτια. Πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα ήρθαν εικόνες από το μέλλον. Αντιφατικές εικόνες! Από τη μία έβλεπε τον εαυτό του πανίσχυρο επιχειρηματία με αστραφτερά αυτοκίνητα και βίλα στα βόρεια προάστια, και την αμέσως επόμενη στιγμή, να φοράει χειροπέδες και να τον οδηγούν στις φυλακές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτά τα διλήμματα τον απασχολούσαν. Βάδιζε σε τεντωμένο σκοινί και οι δύο πιθανότητες είχαν το ίδιο βάρος. Το προς τα που θα έγερνε η πραγματικότητα εξαρτιόταν από τις δικές του κινήσεις.
Η πλειοψηφία των μετοχών της εταιρίας έπρεπε να έλθει στα χέρια του, και αυτό περνούσε μέσα από ένα από τα δύο αδέλφια. Τρόπο να τις πάρει από τον μεγαλύτερο δεν έβρισκε, οπότε απέμενε ο Αλέξης. Αν έβγαινε από τη μέση, οι μετοχές θα περνούσαν στην Βασιλική, και μετά στον ίδιο. Είχε τον τρόπο να την πείσει μιας και ο έρωτας της γι αυτόν ήταν πολύ δυνατός. Μόνο που δεν είναι σίγουρο πως θα κρατούσε για πάντα και έτσι έπρεπε να βιαστεί να σιγουρέψει την κατάσταση. Ο μόνος τρόπος να το πετύχει ήταν ο γάμος, αυτό όμως προϋπέθετε είτε τον χωρισμό τους, είτε τον γρήγορο θάνατο του Αλέξη. Κανένα από τα δύο δεν ήταν καλή ιδέα. Η πρώτη εκδοχή το πολύ πολύ θα επέφερε στη Βασιλική μια καλή αποζημίωση και τίποτα παραπάνω. Όσο για τη δεύτερη απαιτούσε το τέλειο έγκλημα, πράγμα που δεν ήταν σε θέση να φέρει εις πέρας. Μπορεί να στάθηκε τυχερός τις προηγούμενες φορές, εδώ όμως είχε να κάνει με άνθρωπο της πιάτσας με πολλά αφοσιωμένα πρόσωπα δίπλα του.
Σίγουρα θα έβρισκε τρόπο να τον ξεφορτωθεί, αλλά χρειαζόταν χρόνο, σχέδιο και οργάνωση. Τίποτα δεν έπρεπε να αφεθεί στην τύχη, γιατί μετά τον θάνατο θα ακολουθούσε ο γάμος με την Βασιλική και αυτό θα δημιουργούσε υποψίες. Το σχέδιο λοιπόν έπρεπε να τον βγάζει από το κάδρο χωρίς την παραμικρή υπόνοια συμμετοχής του στο έγκλημα. Υπήρχε βέβαια και το πρόβλημα με τους μικρομετόχους του 10%. Είχε επικοινωνήσει μαζί τους μέσω δικηγόρου και ήταν διατεθειμένοι να πουλήσουν. Είχε όμως θέμα το πως θα δικαιολογούσε την αγορά στα δυο αδέλφια.
Τη λύση του την έδωσε ο ίδιος δικηγόρος. Υπήρχαν κυκλώματα που πουλούσαν κερδισμένα λαχεία, με το αζημίωτο φυσικά, και έτσι θα φαινόταν πως απέκτησε αυτό το ποσό με νόμιμο τρόπο. Τώρα περίμενε απλώς τους πρόθυμους κερδισμένους.
”Μια μικρή βοήθεια σε παρακαλώ!”, τον έβγαλε από τις σκέψεις του ο ηλικιωμένος ζητιάνος που στάθηκε μπροστά του.
Σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε. Γύρω στα πενήντα αν και έδειχνε πολύ μεγαλύτερος έτσι που του έλειπαν όλα σχεδόν τα δόντια. Τα ρούχα του σχετικά καθαρά αλλά ασιδέρωτα και κρατούσε μια μεγάλη πλαστική σακούλα, που είχε μέσα προφανώς όλα του τα υπάρχοντα.
”Πεινάς;”, τον ρώτησε απορώντας και ο ίδιος για το ενδιαφέρον που έδειξε.
Ίσως τα μάτια του που είχαν μια παράξενη ζωντάνια σε σχέση με το χάλι του και ένα φως μέσα τους, που έλειπε από την υπόλοιπη εικόνα του, να ήταν η αιτία που του τράβηξε την προσοχή.
Η απάντηση του ζητιάνου τον ξάφνιασε.
”Αν πεινάω γιε μου; Χρόνια πεινασμένο με θυμάμαι. Και όχι μόνο για φαγητό! Πεινάω για λίγη αγάπη, λίγη ζεστασιά, ένα μαλακό στρώμα. Πράγματα που τα είχα κάποτε!”.
Ο Πετρής έβγαλε δυο κατοστάρικα και του τα πρόσφερε.
”Κάτσε λίγο να τα πούμε”, τον προέτρεψε δείχνοντας του τη θέση πλάι του“.
“Θα είμαστε αταίριαστο ζευγάρι άρχοντα! Όπως οι βάρκες με τα κότερα απέναντι! Πάντως σε ευχαριστώ πολύ για τα λεφτά!”.
Το ενδιαφέρον του Πετρή μεγάλωσε με αυτά τα λόγια. Τα ίδια που είχε σκεφτεί κι αυτός πριν από λίγο. “Αυτός ο άνθρωπος δεν μπήκε τυχαία στη ζωή μου”, σκέφτηκε και τον ανάγκασε να κάτσει δίπλα του, σχεδόν με τη βία.
“Που μένεις;”, τον ρώτησε μαλακά, καθώς διέκρινε τη δυσφορία του.
“Εδώ στη γη!”, απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο. “Πάντα υπάρχει λίγος χώρος και για μένα”.
“Εννοείς πως κοιμάσαι στο δρόμο; Γιατί; δεν έχεις δικούς σου ανθρώπους, γονείς, παιδιά;”.
“Εγώ τους έχω, αυτοί δεν με έχουν!”, απάντησε χαμογελώντας. “Μα δεν τους αδικώ να σου πω την αλήθεια. Άμα δεν δίνεις αγάπη, μην περιμένεις να πάρεις. Νόμος φίλε μου και κανόνας απαράβατος!”
¨Συνέχισε!”, τον παρότρυνε ο Πετρής βλέποντας τον διστακτικό.
“Μεγάλη ιστορία γιε μου. Κάποτε έφτασα ψηλά. Πολύ ψηλά! Λίγο με τις ικανότητες μου και πολύ περισσότερο πατώντας επί πτωμάτων. Μην φανταστείς επιχειρήσεις και τέτοια. Λεφτά δάνειζα και έπαιρνα ψυχές. Τοκογλύφος, αν δεν κατάλαβες! Είχα και ένα μικρό καφενεδάκι στο Πέραμα για τα μάτια του κόσμου, και όλα πήγαιναν ρολόι. Είχα φτάσει να καθαρίζω μέχρι διακόσιες χιλιάδες το μήνα, χώρια τα ακίνητα που ήρθαν στα χέρια μου, από φουκαράδες που δεν είχαν να πληρώσουν”.
“Και πως κατέληξες στο δρόμο;”, ρώτησε ανυπόμονα ο Πετρής, που τα πολλά λόγια τον κούραζαν.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου