ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ(Ραψωδία Β)

 Ομήρου Οδύσσεια  σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!

Εδώ τα προηγούμενα


 Ραψωδία Β

Σαν ρόδισε το χάραμα το νυχτοθροφισμένο

σηκώθηκε ο Τηλέμαχος απ’ τ’ όμορφο κρεβάτι,

περνά στον ώμο το σπαθί το λεπτοακονισμένο

βγαίνοντας απ’ το δώμα του, κατέβη απ’ το χαγιάτι


ομοιόθεος, στα πόδια του φορώντας τα σανδάλια.

Τους Αχαιούς που πολεμούν λαμπρά, για να συνάξει,

κήρυκες στέλνει ορθόφωνους σε πόλεις κι ακρογιάλια

να κράξουν το συμβούλιο που έχει διατάξει.


Το διαλαλήσαν, κι έφτανε κόσμος αντάμα-αντάμα

κι αφού γερόντια γέμισαν της σύναξης οι χώροι                              10

προτού να ξεκινήσουνε, ήρθε κι αυτός συνάμα

κρατώντας στο ’να χέρι του χαλκοφτιαγμένο δόρυ.


Ακολουθούσαν πίσω του οι δυό λευκοί του σκύλοι.

Με ουράνιο φως η Αθηνά τον θεϊκό τον γόνο

λούζει,και όλοι θαύμαζαν τη λάμψη  που ’χε στείλει,

κι οι γέροι σαν πλησίασε, τον πατρικό τον θρόνο


ορθοί τον υποδέχτηκαν, καθώς τον λόγο παίρνει,

ο Αιγύπτιος , πολεμιστής, που της ζωής τα νέφη

αν και σοφός, τα γηρατειά τον έκαναν να γέρνει.

Στην Τροία, ο ακριβός του γιος, που άλογα χρόνια θρέφει,            20


ο Άντιφος πήγε μαζί, στου Οδυσσέα το πλάϊ

με τα βαθειά πλεούμενα, μα χάθηκε η λαλιά του,

         ο ανθρωποφάγος Κύκλωπας τον έκανε προσφάϊ

θερίζοντας τα νειάτα του στην τρομερή σπηλιά του.


Τρεις άλλους είχε ο γέροντας.Ο Ευρύνομος, μνηστήρας,

στο γλενοκόπι το ’ριξε, οι άλλοι δυό αγρότες,

θυμόταν και τον έκλαιγε για τα κακά της μοίρας

με δάκρυα στα μάτια του, κι αυτά τους είπε τότες:


«Θιακιώτες συντοπίτες μου, που ήρθατε εδώ πέρα,

τέτοια μεγάλη σύναξη δεν έχει ματαγίνει                                         30

απ’ του Οδυσσέα τη φυγή, την αποφράδα μέρα,

ποιος τάχα την προκάλεσε, σε ποιών καημών τη δίνη


πέσαν οι γεροντότεροι ή τάχα μου τα νειάτα;

Μήπως γυρνά το στράτευμα, γνωρίζει νους ανθρώπου

και σ’ όλους μας προτού το πει, μες στο μυαλό του κράτα

ή θέλει κάτι να μας πει για το καλό του τόπου;


Άριστος θα ’ναι άνθρωπος και του εύχομαι, μακάρι

ο Δίας όλα τα καλά να στείλει κύμα –κύμα».

Αυτά είπε, ο κι ο Τηλέμαχος, κρυφή ένοιωσε χάρη

που οι οιωνοί ήταν καλοί, κι ανέβηκε στο βήμα.                             40



Στη μέση ολόρθος στάθηκε, ο κράχτης να του δώσει

σκήπτρο στο χέρι να κρατά, στους γέροντες μιλώντας,

ο κήρυκας  Πεισίνορας, άντρας τρανός με γνώση.

Και ν’ αγορεύει άρχισε τον γέροντα κοιτώντας:                              44

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου