Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Πάντως όχι με τον καλό σου!”, την ειρωνεύτηκε. “Εκείνος ήταν πολύ νεώτερος.”
“Και πολύ πιο φτωχός!”, έδωσε με τον τρόπο της την απάντηση.
Η συζήτηση συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο, μέχρι που έφτασε η σειρά τους να παραγγείλουν. Σε αυτά τα δέκα λεπτά ο Αργύρης έμαθε όσα ήθελε. Η Βασιλική, όπως έμαθε πως την λένε, μπορεί να έδινε έξυπνες απαντήσεις, όμως ήταν εξαιρετικά αφελής. Του έδωσε λεπτομερή αναφορά για την εξωσυζυγική της σχέση με τον Πετρή, για τις δουλειές του άντρα της και τη συμμετοχή του αδελφού του σ΄αυτές. Δεν χρειαζόταν περισσότερα ο Αργύρης για να καταλάβει τι έπαιζε.
Ο Πετρής, το ίδιο αδίστακτος όπως παλιά, έβαλε στο μάτι την περιουσία του άντρα της, και της πουλούσε έρωτα για να το καταφέρει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να την προειδοποιήσει σχετικά με το ποιόν του αδελφού του, αλλά τελικά αποφάσισε πως δεν ήταν δική του δουλειά. Άλλωστε ο άντρας της έδειχνε περπατημένος και δεν θα γινόταν εύκολο θύμα, ακόμα και του Πετρή!
Την αποχαιρέτησε, και φρόντισε να εξαφανιστεί, γιατί ήδη αισθανόταν αιχμάλωτος στη γοητεία της, και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε επ΄ουδενί να συμβεί!
Μετά από ένα ιδιαίτερα βασανιστικό για την Ελπίδα ταξίδι, το πλοίο έδεσε επιτέλους στο λιμάνι της Τήνου. Δεκάδες άντρες και γυναίκες στην προκυμαία διαφήμιζαν στους επισκέπτες τα ενοικιαζόμενα δωμάτια τους. Συχνά με φορτικό τρόπο και ο Αργύρης αισθάνθηκε άβολα για τη γνώμη που θα σχημάτιζαν για τους συμπατριώτες του.
Ο Απόστολος, ο πατέρας της Ελπίδας δεν έδειξε να ενοχλείται, αντίθετα το βρήκε γραφικό και φολκλόρ! Παζάρεψε για λίγα λεπτά την τιμή με μια μεσόκοπη κυρία, που ο Αργύρης δεν γνώριζε, και κατέληξαν να διανυκτερεύσουν σε ένα από τα δωμάτια της, στην Παλλάδα.
”Δεν κάνετε καλά”, παραπονέθηκε ο Αργύρης. “Οι δικοί μου θα σας φιλοξενούσαν με χαρά!” “Είναι νωρίς αγόρι μου για επισημοποιήσεις! Έναν καφέ βέβαια θα τον πιούμε μαζί κάποια στιγμή!”.
Αφού τακτοποιήθηκαν στο δωμάτιο βγήκαν για φαγητό. Ο Αργύρης τους οδήγησε σε ένα εστιατόριο εκεί κοντά, από τα καλύτερα του νησιού. Έφαγαν όλοι με όρεξη, εκτός από την Ελπίδα που δεν ακούμπησε σχεδόν τίποτα. Δεν είχε συνέλθει ακόμα από την ταλαιπωρία του ταξιδιού.
Ο Αργύρης της πρότεινε μια βόλτα για να την ξεναγήσει στις ομορφιές της πόλης. Δέχτηκε αν και θα προτιμούσε να ακολουθήσει τους γονείς της και να ρίξει έναν καλό ύπνο!
Την οδήγησε στον παλιό δρόμο που οδηγεί στο ναό της Μεγαλόχαρης, με τους δεκάδες πάγκους και στις δυο πλευρές του, που πωλούν σουβενίρ και εκκλησιαστικά είδη. Η Ελπίδα σιγά σιγά ξεπερνούσε την αδιαθεσία της και σταματούσε σε όλους τους πάγκους χαζεύοντας τα εκθέματα. Σχεδόν από όλους αγόραζε και κάτι.
“Θα μείνω άφραγκη εδώ που με έφερες!”, παραπονέθηκε τάχα, ενώ η φωνή της έδειχνε ενθουσιασμό περισσότερο.
”Φρόντισε να σου μείνουν αρκετά, γιατί σε λίγο φτάνουμε στο μαγαζί του γαμπρού μου, και εκεί δεν σε φτάνει δυο μηνών χαρτζιλίκι απ τον μπαμπά σου!”
“Έπρεπε να μου το πεις νωρίτερα!”, φώναξε θυμωμένη. “Κάτι λίγα μου έμειναν!”.
Χαμογέλασε και την αγκάλιασε από τη μέση δίχως να της απαντήσει. Τα ψώνια ήταν το μεγάλο της ελάττωμα. Μπορούσε να ξοδέψει και την τελευταία της δεκάρα για να αγοράσει πράγματα που τις περισσότερες φορές θα έμεναν στην συσκευασία τους!
Ο Αργύρης δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την αντίφαση στο χαρακτήρα της. Οι ιδέες της πλησίαζαν πολύ τις θέσεις της αριστεράς, αλλά αυτή η καταναλωτική μανία πόρρω απείχε από τη φιλοσοφία του Μαρξισμού. Στην πραγματικότητα δεν διέφερε από τους περισσότερους που βαυκαλίζονται με την ιδέα πως υπηρετούν την αριστερή ιδεολογία, ενώ οι καθημερινές τους πρακτικές είναι εντελώς ασυμβίβαστες με αυτήν!
Ο γαμπρός του ο Γιώργος, είχε γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος τους, εξυπηρετώντας ένα ζευγάρι με το παιδάκι του, και δεν τους αντιλήφθηκε. Ο Αργύρης τον άγγιξε απαλά στον ώμο για να μην τον τρομάξει, και εκείνος γύρισε και η έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.
”Δεν σε περίμενα αδελφέ!”, του είπε αγκαλιάζοντας τον θερμά. “Με ξάφνιασες!”.
“Ευχάριστα ελπίζω”, του απάντησε αλλά το βλέμμα του είχε κολλήσει στο ζευγάρι και το πανέμορφο κοριτσάκι του.
Η Ελπίδα πλησίασε και χάιδεψε το κεφαλάκι του κοριτσιού
“Τι κουκλί είναι αυτό! Να σας ζήσει!”, ευχήθηκε στους γονείς που καμάρωναν.
Ο Αργύρης εξακολουθούσε να τους κοιτάζει σαν υπνωτισμένος. Κάτι του θύμιζαν τα πρόσωπα τους, αλλά όσο κι αν έσπαγε το κεφάλι του, αδύνατον να θυμηθεί από που. Και ύστερα ήταν κι αυτή η εκπληκτική ομοιότητα του μωρού με την Αναστασία, που τον εντυπωσίασε. Απορούσε μάλιστα πως δεν την παρατήρησε ο Γιώργος.
Το ζευγάρι κατέληξε σε τρία διακοσμητικά πιάτα και ένα κηροπήγιο, πλήρωσαν και συνέχισαν την ανηφόρα προς την εκκλησία
“Λοιπόν”, είπε ο Γιώργος επιστρέφοντας κοντά τους. “Δεν θα μου συστήσεις την υπέροχη συνοδό σου;”. Ο Αργύρης απολογήθηκε για την παράλειψη του και αφού αντάλλαξαν τις απαραίτητες φιλοφρονήσεις μεταξύ τους, τον ρώτησε με τη σειρά του.
”Τους γνωρίζεις αυτούς που έφυγαν;Μου μοιάζουν γνωστοί”.
“Πρώτη φορά τους είδα, αν και με τόσο κόσμο που περνάει από εδώ, δεν παίρνω και όρκο.”, και συνέχισε αλλάζοντας την κουβέντα. “Η Αναστασία τώρα με την εγκυμοσύνη δεν πολυέρχεται, θα χαρεί πολύ όμως να σας δει!”
“Θα περάσουμε αργότερα”, συμφώνησε ο Αργύρης. “Το απογευματάκι για καφέ”.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου