Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Οπότε αν φύγουν από τον δικό μας, τίποτα δεν μπορεί να τον συνδέσει με την κόκα.”
“Ακριβώς! Η δουλειά πρέπει να γίνει πριν φτάσει το φορτηγό στον Μάρκο ή το πολύ όταν μπει στο χώρο του.”
“Και τι ακριβώς πιστεύεις πως θα πρέπει να ακούσω;”
“Μακάρι να ήξερα! Ίσως κάποιο συνθηματικό του τύπου: “Έρχεται το φορτίο με τις παραγγελίες για κάπου” ή “Φορτώστε και για τον τάδε”, κάτι τέτοιο φαντάζομαι.”
Η Ρηνιώ έμεινε για λίγο συλλογισμένη.
“Κι αν κάνουμε λάθος και δεν είναι το συνθηματικό;”, του είπε διστακτικά.
“Τότε την πατήσαμε οριστικά! Εγώ παραιτούμαι και εσύ εξαφανίζεσαι αμέσως από τη βίλα! Πας κατευθείαν Σαλαμίνα στη μάνα μου, που είναι σχετικά ασφαλές μέρος και ύστερα βλέπουμε. Όμως γιατί πρέπει να πάρουμε το κακό σενάριο;”
“Έχεις δίκιο! Θετική σκέψη πάνω απ΄όλα!”
Της χαμογέλασε επιδοκιμαστικά και ύστερα άλλαξε την κουβέντα για να καθησυχάσει τους φόβους της.
“Τι κάνεις αύριο;”
“Θα βγω με δυο φίλες από το χωριό. Γιορτάζει η μια και θα μας κάνει το τραπέζι.”
“Δερβενοχώρια να πάτε! Έχει φανταστικά μαγαζιά και στη Στεφάνη και στα Σκούρτα!”
“Θα δούμε. Εσύ;”
“Μια βόλτα στην υπηρεσία και ύστερα ύπνος μέχρι το απόγευμα! Μου λείπει αρκετός τελευταία! Σου χρωστάω μια μεγάλη κρουαζιέρα, όταν τελειώσουν όλα! Εσύ διαλέγεις μόνο το που!”
“Μου αρκεί που θα είμαστε μαζί!”, του απάντησε γλυκά. Συζήτησαν ανέμελα αρκετή ώρα ακόμη και αφού φιλήθηκαν θερμά, τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.
Στο δρόμο για την Εκάλη η Ρηνιώ ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Η εμπιστοσύνη που της έδειχνε ο Αντώνης τη φόρτωνε με άγχος. Του χρωστούσε πολλά και δεν ήθελε με τίποτα να τον απογοητεύσει. Από την άλλη η αρχική συμπάθεια είχε μεταβληθεί σε αγάπη. Έρωτας; Δεν ήταν σίγουρη, όμως η άψογη συμπεριφορά του απέναντι της και το ότι δεν την πίεζε να προχωρήσουν, τον είχαν ανεβάσει πολύ στα μάτια της. “¨Μακάρι Θεέ μου να τελειώσουν όλα καλά”, προσευχήθηκε με αγωνία.
----------
Όμορφη μέρα ξημέρωσε τον Δεκαπενταύγουστο. Ένα ελαφρύ μελτεμάκι έσπαζε την αφόρητη ζέστη των προηγούμενων ημερών. Η Καλλιόπη σηκώθηκε χαράματα και ετοιμάστηκε για την εκκλησία. Πήρε τη θέση της στο ψαλτήρι, και συμμετείχε με κατάνυξη στη Θεία μυσταγωγία. Και Η Ρηνιώ νωρίς νωρίς πήγε στον ναό. Μόνο η Μαριγώ, αν και ξύπνησε κι αυτή πρωί, ακολούθησε άλλη διαδρομή! Προτίμησε έναν καφέ στην πλατεία Ελευθερίας, που ήταν σχεδόν άδεια λόγω αργίας και καλοκαιριού. Ο μόνος πελάτης εκτός από εκείνη ήταν ένας νεαρός με περίεργο ντύσιμο. Δεν έδειχνε να της δίνει καμία σημασία. Πρόσεξε πως τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά καθώς άναβε τσιγάρο.
Εκείνη τη στιγμή τρεις άντρες τον πλησίασαν και αφού έδειξαν αστυνομικές ταυτότητες του πέρασαν χειροπέδες. Προσπάθησε να αντιδράσει αλλά δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί. Φαινόταν άρρωστος ή κάτι άλλο που η Μαριγώ δεν μπορούσε να προσδιορίσει.
“Κύριε Αλέξιου”, φώναξε ένας μπάτσος από το περιπολικό που κατέφθασε και ο πιο μεγάλος από τους τρεις γύρισε προς το μέρος του. Με ένα νεύμα διέταξε τους άλλους δυο να βάλουν τον νέο στο αυτοκίνητο. Ο ίδιος παρέμεινε για λίγο εκεί και ύστερα μπήκε στο δικό του και έφυγε προς Πειραιά.
Ο σερβιτόρος που ήρθε να μαζέψει το τραπέζι που καθόταν ο νεαρός κοίταξε με νόημα τη Ρηνιώ. “Καθημερινό φαινόμενο η πρέζα πια”, της είπε κουνώντας με αποδοκιμασία το κεφάλι.
“Ερχόταν συχνά εδώ”, ρώτησε η Μαριγώ.
“Η δεύτερη φορά που τον βλέπω. Πάντως ο υπαστυνόμος είναι γνωστός! Τριγυρίζει στα μέρη μας συνέχεια.”
“Αυτός ο.. πως τον είπαν αλήθεια;”
“Αλεξίου. Δυνατός αξιωματικός! Θα πάει ψηλά.”
“Και κούκλος”, σκέφτηκε η Μαριγώ, και ύστερα μεγαλόφωνα “Μήπως έχεις ώρα;”
“Δέκα και είκοσι”, της απάντησε και η Μαριγώ σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε να ετοιμαστεί για την έξοδο..
Στο δωμάτιο της στάθηκε αναποφάσιστη, μπροστά στα λιγοστά ρούχα που είχε μαζί της. “Το δίχως άλλο αύριο πρέπει να αγοράσω καινούργια”, μονολόγησε. Τελικά διάλεξε ένα στενό τζιν και ένα μπλουζάκι ροζ αρκετά αποκαλυπτικό. Ποτέ δεν το φορούσε μόνο του, πάντα σαν εσωτερικό το χρησιμοποιούσε, όμως αυτά όταν ήταν η παλιά Μαριγώ! “Θα τρελαθούν οι άλλες”, σκέφτηκε χαιρέκακα. “Σίγουρα θα περιμένουν να με δουν με μαύρα σαν πενθούσα κόρη!” Δεν είχε άδικο! Ειδικά η Ρηνιώ δεν πίστευε στα μάτια της όταν την αντίκρισε. Η Καλλιόπη μάλλον ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Δεν της είπαν τίποτα. Απλά της ευχήθηκαν τα χρόνια πολλά δίχως πολύ ενθουσιασμό. “Λοιπόν που λέτε να πάμε;” τις ρώτησε. “Εσείς είσαστε λίγο καιρό εδώ και ξέρετε καλύτερα.”
“Τι λέτε για Δερβενοχώρια”, πρότεινε η Ρηνιώ. “Είναι λίγο μακριά, αλλά είναι πανέμορφα!”
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου