ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

Ο δικός μου αειθαλής Μίμης ( Διήγημα)

Το κελάρι του Μίμη είναι γνωστό εδώ και χρόνια για την εκλεκτή ποικιλία του στα κρασιά. Κρασιά κάθε λογής, όλων των αποχρώσεων και όλα από βαρέλι διαλεκτό. Αυτό το κελάρι υπάρχει πολύ καιρό ίσως και πριν ακόμα γεννηθώ. Το θυμάμαι παιδιόθεν μέσα στις κουβέντες των μεγάλων, σε γιορτές και σε βράδια γλεντιού, να αναφέρεται.

-Πήγαινε, Βασίλη, να φέρεις ένα δίλιτρο από το καλό του Μίμη, θυμάμαι τον πατέρα να λέει στο μεγάλο μου αδελφό.

-Τι θα μας φιλέψετε, άλλες φορές ρώταγε λιγούρικα ο θείος Πέτρος και έτρεχε η μητέρα να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Πάω στο Μίμη και επιστρέφω, φώναζε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω της.

-Αυτό το καλό κρασί, τού πώς τον λένε, ρώταγε ο φίλος του πατέρα μου Αντώνης και απαντούσε υπερήφανος ο πατέρας μου λες και αναφερότανε στους δικούς του καρπούς, του Μίμη!

Κάποιες άλλες στιγμές στέρευαν τα λόγια αλλά το κρασί του Μίμη βρισκότανε ακόμα στο τραπέζι, ανεξάντλητο, λες και είχε προικιστεί από θείο χέρι. Τα στομάχια ήταν χορτάτα, τα αυτιά μπουχτισμένα από την οχλαγωγία, τα χείλη δυσκολεύονταν να ανοιγοκλείσουν για να δώσουν τη χαρά στις σκέψεις να αποδράσουν αλλά οι γευστικοί κάλυκες παρέμεναν ανικανοποίητοι και ακούραστοι, αχόρταγοι μπροστά στο νέκταρ που τους σερβίρονταν τόσο απλόχερα.

Τα μικρά παιδιά, όπως και εγώ, καθόμασταν ως ισάξιοι μαζί με τους μεγάλους. Ποτέ δε μας απαγορεύτηκε να δοκιμάσουμε και εμείς από αυτό το ποτό. Τί περίεργη όμως είναι η εξέλιξη του ανθρώπου; Πολλά που ξινίζουν στα νιάτα, γλυκαίνουν στην ωρίμανση. Όπως το καλό κρασί. Τότε, όμως, σίγουρα δεν ήμασταν έτοιμοι να απολαύσουμε τους ζυμωμένους χυμούς του σταφυλιού, όπως και τώρα που δε θα μπορούσα να διανοηθώ μια ιδιαίτερη στιγμή χωρίς τα αρώματά του, τη γεύση του, τη γλυκιά ζάλη που ανοίγει τους ασκούς για δημιουργία, ευφράδεια και αλησμόνητες νύχτες.

Ο Μίμης πλέον είναι ένας εξηνταπεντάρης, κάπου κοντά στην ηλικία του πατέρα μου δηλαδή. Παρά τα περιττά κιλά του και την έλλειψη πυκνού συνωστισμού στο τριχωτό της κεφαλής του, παραμένει νεανικός. Κάτι μέσα του τον παρακινεί να συνεχίσει να δρα και να συμπεριφέρεται κόντρα στο χρόνο που αυξάνει τη βαρύτητα πάνω στο σώμα και φθείρει την ύλη. Η ανήσυχη ψυχή του κρατά ακόμα γερά το τιμόνι στο πολύπειρο καράβι του.

Μικρός τον φανταζόμουν σαν το δρυΐδη από το χωριό των Γαλατών που παρασκεύαζε αυτό το θαυματουργό φίλτρο, τον μαγικό ζωμό. Σχεδόν σε όλα ταίριαζε το παρουσιαστικό του εκτός από τα άσπρα μαλλιά και τα γένια καθώς και το εκτόπισμά του. Πέραν αυτών όμως στα παιδικά μου μάτια διέθετε όλες τις ικανότητες ενός έμπειρου μάγου. Το θαυματουργό ποτό που έφτιαχνε έφερνε ευδιαθεσία στους ανθρώπους, έσβηνε κάθε ίχνος πόνου είτε ψυχικού είτε σωματικού, έκανε θαρραλέους τους δειλούς και άτρωτους τους γενναίους, έδινε δύναμη που ισοδύναμή της δεν έβρισκες πουθενά και σθένος άσβεστο στις ψυχές όσων είχαν την τύχη να το γεύονται. Κοντολογίς, για μένα ο Μίμης αποτελούσε μια μορφή που σαγήνευε.

Περάσανε χρόνια για να εξηγήσω στην άλλοτε παιδική μου ψυχή ότι ο Μίμης δεν ήταν παρά ένας παραγωγός και έμπορος κρασιού και ουδεμία σχέση είχε με παραμυθένια χωριά και μαγικές δυνάμεις. Αυτή η μετάβαση από την παιδική φαντασία στην πραγματικότητα των ενηλίκων, όσο και να με δυσκόλεψε, γρήγορα ήρθε να ριζώσει ομαλά στο λογικό μου. Και ο καιρός πέρασε, ώσπου ήρθε η ώρα οι γενιές να προχωρήσουν και κάποιοι σαν και εμένα που κάποτε συνοφρυώνονταν και μόνο στην ιδέα να ακουμπήσουν στα χείλη τους αυτό το γλυκό ποτό, τώρα το λάτρευαν. Και ο Μίμης τον γονιών μου έγινε ο δικός μου Μίμης που πάντα θα κούρνιαζα προς το μέρος του να φέρω αυτό το πολύτιμο υγρό για τις προσωπικές στιγμές ή τις οικογενειακές ή φιλικές μαζώξεις.

Σήμερα το μαγαζί του Μίμη στέκει στην οδό Καρύστου περίπου στο σημείο όπου ενώνεται με την οδό Καποδιστρίου, όπως από όταν το γνώριζα άλλωστε, με τη μόνη διαφορά ότι έχει αλλάξει ντεκόρ και στο κελάρι συνήθως παρευρίσκονται οι δυο γιοί του. Πιστοί στους κανόνες της παρασκευής του σωστού κρασιού δεν είναι τυχαίο πως όχι μόνο έχουν διατηρήσει την πελατεία του πατέρα τους αλλά και την έχουν αυξήσει. Το παλιό κελάρι από το μωσαϊκό και τα πολλά βαρέλια έχει πάρει τη μορφή της κάβας με μια σχετική ελάττωση στον αριθμό των βαρελιών καθώς και του χώρου, μιας και έχει δοθεί παραπανήσιος χώρος και για άλλα ποτά καθώς και για μια μεγάλη αποθήκη που εξυπηρετεί σε περιπτώσεις υπερκατανάλωσης. Εκεί μέσα συνήθως συντηρούνται κάποια αποθέματα, ώστε το μαγαζί να μη στερεύει ποτέ σε προμήθειες και οι πελάτες του να μη φεύγουν απογοητευμένοι και με στεγνό το λαρύγγι.


Ο Μίμης ο νεότερος είναι ο πρωτότοκος υιός και ο Νίκος ο μικρός. Εγώ συνήθως τυχαίνει να έρχομαι σε επαφή με το Μίμη μιας και τις ώρες και μέρες που πηγαίνω να προμηθευτώ αυτό το πολύτιμο νέκταρ σε υπηρεσία είναι ο μεγαλύτερος. Και τα δυο αδέρφια είναι άξιοι συνεχιστές του πατέρα τους. Έχουν διατηρήσει το ύφος του. Ο εκμοντερνισμός του κελαριού σε κάβα τίποτα δε χάλασε στα αρώματα και στις γεύσεις που ο πελάτης αδημονεί να εισπράξει από ένα τέτοιο ιστορικό σημείο. Ο μεγάλος γιος έχει πάρει τις χάρες του πατέρα του στη συμπεριφορά του, πρόσχαρος και δραστήριος, στην εμφάνισή του όμως είναι λεπτός και κοντός, ενώ ο μικρός έχει κληρονομήσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του γεννήτορά του, χοντρός και ψιλός αλλά νωχελικός στις κινήσεις του και διόλου επιχειρηματίας. Έτσι άλλωστε ήταν και ο Μίμης. Ένα συνονθύλευμα αγνότητας, προσήνειας αλλά και βραδυπορίας και παντελής έλλειψης επιχειρηματικού πνεύματος.

Κάπου κάπου συναντώ τον μπάρμπα Γιάννη. Είναι μεγαλύτερος του πατέρα μου και του Μίμη αλλά πάντα πιστός στην αδυναμία του, το κρασί. Εκεί συμβαίνει να γίνομαι αυτήκοος μάρτυρας των διαλόγων του Μίμη και του μπάρμπα Γιάννη.

-Από το καλό βάλε μου.

-Από το καλό θα σου βάλω, μπάρμπα Γιάννη.

-Όπως παλιά. Εκείνο με το πορφυρένιο χρώμα. Όπως το έφτιαχνε ο πατέρας σας.

-Να μην έχεις αμφιβολίες. Ίδιο και απαράλλαχτο. Η συνταγή παραμένει η ίδια. Μόνο η εμφάνιση άλλαξε στο κατάστημα, του απαντάει χαριτολογώντας ο Μίμης.

-Αλήθεια ο πατέρας σου τι κάνει; Καιρό έχω να τον δω.

-Καλά είναι . Έρχεται τα πρωινά. Τα χρόνια δε χαρίζουν. Μεγάλωσε και αυτός, απαντάει ο Μίμης για να αποφύγει τις περαιτέρω ερωτήσεις.

-Τι μεγάλωσε βρε; Του ρίχνω ίσα με δέκα χρόνια και ακόμα με βλέπεις τα βράδια εδώ.

-Ε, ίδια η κράση η δικιά σου, ίδια του πατέρα μου; Εσύ έχεις βγάλει και έναν εμφύλιο. Ο πατέρας μου δεν πρόκαμε. Το σκαρί το δικό σου είναι γερό, του λέει ο Μίμης και εκείνος παινεύεται.

-Ε, είναι αλήθεια αυτό. Ο οργανισμός είναι όπως τον μάθεις. Ο πατέρας του τί κατάλαβε από κακουχίες; Τυχερός άνθρωπος. Μια ζωή μέσα σε αυτό το θείο δώρο. Αχ, την τύχη του να είχα μόνο και ας μου στερούσε ο θεός λίγα χρόνια.

Αφού φεύγει ο μπάρμπα Γιάννης έρχεται η σειρά μου για την προμήθεια.

-Τι λέει ο μπάρμπα Γιάννης; Παραπονείται;

-Χα. Δεν το ξέρεις Άκη; Ο γέροι δυσκολεύονται στις αλλαγές. Χάνουν όμως την εξέλιξη. Δεν καταλαβαίνουν πως και η παράδοση είναι μέρος της αλλαγής. Οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι παραμένουμε οι ίδιοι. Γνωστό ρητό.

Κοινότυπη φράση αλλά αληθινή.

-Έτσι είναι, συμφωνώ με το Μίμη. Ώρες ώρες αντιλαμβάνεσαι πως η σοφία δεν είναι αποκλειστικό χάρισμα των μεγάλων. Προϋποθέτει και ευελιξία.

Ανάβω τσιγάρο στριφτό. Γεμίζει το μαγαζί καπνό.

-Ευτυχώς δεν είστε κανένα καφέ να έχετε προβλήματα με το δήμο.

-Αυτό μας έλειπε. Έχουμε που έχουμε μπουχτίσει στις αυξήσεις του φπα και των φόρων κατανάλωσης, να μας ρίξουν και πρόστιμο πάει πολύ. Τι έγινε; Αρχίσαμε το τσιγάρο;

-Μπα. Περαστικές ατασθαλίες.

Μου άρεσε αραιά και που να ξεφεύγω. Να προκαλώ τον εαυτό μου στους εθισμούς. Και πόση γλύκα ένιωθα όταν ρούφαγα την πρώτη τζούρα και άφηνα τον καπνό να φύγει σιγά σιγά από τα πνευμόνια μου! Και εκείνο το απόθεμα που έφευγε ισχνό και τελευταίο, σαν τους καπνούς που έβλεπα σε ταινίες στη Νέα Υόρκη να βγαίνουν μέσα από τους υπονόμους, ήταν το κάτι άλλο. Περίεργοι συνειρμοί.


Το μαγαζί του Μίμη έχει κρατήσει μέρος από το παλιό κελάρι αλλά έχει πάρει χάρες και από τα νέα μυαλά των παιδιών του. Μια γωνιά με εκλεπτυσμένα πούρα, όπως τα μόντε κρίστο που φιγουράρουν πρώτα πρώτα με μια επιπλέον αίσθηση κομψότητας από το θερμόμετρο και υγρόμετρο που καταγράφει τις αλλαγές μέσα στον αεροστεγώς κλεισμένο χώρο που τα φιλοξενεί. Δίπλα ένα έκθεμα από συλλεκτικά κρασιά. Ακριβά για τα γούστα μου αλλά πάντα αποτελούν δέλεαρ για να τα δοκιμάσω και πάντα φεύγω με το γλυκόγευστο όνειρο πως θα έρθει η στιγμή που θα τα γευτώ. Στην είσοδο αριστερά μόλις μπαίνεις στην κάβα βρίσκονται κάποιες μπύρες ανωτέρας ποιότητας και από τα δεξιά υπάρχει μια γωνιά αφιερωμένη στα τσίπουρα και τα διάφορα ηδύποτα. Πίσω από το ταμείο σε σημείο που το εκλεπτυσμένο γούστο των ιδιοκτητών έχει προσδώσει μια ξεχωριστή αύρα βρίσκονται κινεζικά και γιαπωνέζικα ουίσκι, πραγματικά φιλοσοφημένα, όπως μου είχε πει μια φορά ο Νίκος και δεξιά από το ταμείο υπάρχουν τα ιρλανδέζικα και τα σκοτσέζικα ουίσκι. Ακόμα και ο πιο φειδωλός πότης θα ήθελε να τα καταπιεί με μιας. Δίχως δεύτερη σκέψη. Τέλος, κάπου στη μέση του εσωτερικού χώρου της κάβας και από τα δεξιά βρίσκονται τα βαρέλια με τα κρασιά. Λευκά, κόκκινα, γλυκά, στυφά, ημίγλυκα, για κάθε γούστο. Με άλλα λόγια το μέρος αποτελεί ένα επιστέγασμα των προσδοκιών σου. Οπτική απόλαυση, αρωματική σαγήνη και ύστερα από όλα αυτά γευστική πληρότητα.

Κάθε φορά που παίρνω τη διαδρομή για το προκαθορισμένο ραντεβού μου είναι σα να την κάνω για πρώτη φορά. Η προσμονή να φτάσω, η διάθεσή μου που βήμα το βήμα βελτιώνεται, οι πολυκατοικίες και το ψυχρό τσιμέντο που παρατηρώ και ξάφνου παίρνουν μια πρόσχαρη όψη στη ματιά μου, οι γειτονιές όπως μου αρέσει να τις αποκαλώ παρότι καμιά σχέση δεν έχουν με τις παλιές γειτονιές, και τέλος η συνάντησή μου με το παλιό κελάρι που τώρα είναι κάβα. Και παρόλο που ο χρόνος κίνησε και πέρασε γοργά και επήλθαν αλλαγές παρασέρνοντας οι εποχές τους ανθρώπους σε νέους στολισμούς και εμφανίσεις, τα περισσότερα πράγματα στη βάση τους παραμένουν τα ίδια. Η αντίληψη είναι αυτή που κάνει τη διαφορά.



Ένα τσιγάρο δρόμο λέγανε οι παλιοί. Και δεν είχαν και πολύ άδικο σε ότι είχε να κάνει με τη γειτονιά. Όλα τα μαγαζιά ακόμα και σήμερα, αν δε θες να ψωνίσεις σε πολυκαταστήματα, βρίσκονται μια ανάσα.

Έτσι και εχθές, μια βροχερή βραδιά στον κλεινόν άστυ, κίνησα να γεμίσω τις μπαταρίες μου, περισσότερο από την προσμονή και λιγότερο από την μετέπειτα οινοποσία, γιατί τις περισσότερες φορές οι στιγμές φαντάζουν συναρπαστικές κυρίως από την κινητήρια δύναμη του μυαλού. Εκείνο είναι που δημιουργεί, εκείνο είναι που μαγεύει, εκείνο είναι που πλάθει, αναπλάθει και δίνει οσμή σε ό,τι μας περιστοιχίζει. Οι στιγμές είναι μόνο στιγμές. Δίχως την κατάλληλη προετοιμασία παραμένουν απλά στιγμές.

Μπήκα στην πλέον κάβα του Μίμη. Στο πόστο βρισκόταν ο Νίκος, ένας συγκερασμός χαρακτηριστικών. Αντάλλαξα δυο κουβέντες, πριν μου γεμίσει το μπουκάλι με το κρασί. Παρέμεινα όρθιος, περιστοιχισμένος από αυτήν την ομορφιά που είμαι σίγουρος πως συχνά θα εύρισκε θαυμαστές, και σεργιάνισα σε κάθε ράφι με τα πολυπόθητα αγαθά του. Συνειρμικά πήγε ο νους μου στο τότε με το τώρα και κατανόησα με θέρμη την αλλαγή που μεν δεν ήρθε άκοπα αλλά δε πολύ κομψά. Χάρηκα το γούστο που εμπνεύστηκε από το μοντέρνο και κάπου εκεί μέσα αισθάνθηκα να περιτριγυρίζομαι από ένα υγιές ανακάτεμα του παλιού με του νέου.

Χαιρετιστήκαμε με το Νίκο σαν δυο παλιοί γνωστοί, όπου τίποτα δεν μας έδενε τόσο έντονα ώστε να ανοιχθούμε περισσότερο ο ένας στον άλλον και βγήκα. Το βρόχινο πέπλο είχε απλωθεί γύρω στην πρωτεύουσα, η μάχη των σύννεφων είχε επικρατήσει στον ουρανό και ανοίγοντας την ομπρέλα μου πήρα το δρόμο του γυρισμού. Για μένα, τα τερτίπια του καιρού πάντα αποτελούσαν μια ευκαιρία να γνωρίσω τη γειτονιά μου από μια άλλη οπτική γωνία με πρόφαση τον ευλογημένο οίνο.

Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πόσες πτυχές της ζωής μπορεί να εντοπίσει ο άνθρωπος δρασκελώντας χωρίς όρια στα πιο απόκρυφα σημεία της.

Αυτός είναι ο Μίμης που κρατά ζεστό το δρόμο της Καρύστου. Σε άλλους γεμίζοντας τα σωθικά τους ευλογημένο αλκοόλ και σε άλλους χορταίνοντας τις καρδιές τους. Ένα κελάρι που μεταμορφώθηκε σε μια μικρή κάβα, που παραμένει ένας χώρος ζεστού συναπαντήματος ανθρώπων.

Μπορεί όμως και να μην είναι έτσι. Μου αρέσει να ομορφαίνω τις στιγμές. Να δίνω χρώμα ακόμα και εκεί που δεν υπάρχει. Το άοσμο να το βαπτίζω μυρωδάτο και το άγευστο πληθωρικό από γευστικές αισθήσεις. Ίσως ο Μίμης να είναι ο Μίμης που θα ήθελα εγώ να συναντώ για να μου ομορφαίνει τους περιπάτους μου, να έχω ένα κίνητρο να δίνω όνομα στις Παρασκευές μου και σαν τελετουργία να ακολουθώ απαρέγκλιτα τη γνώριμη διαδρομή από το σπίτι μου στην κάβα του Μίμη και από εκεί πάλι πίσω.

Γιάννης Καραγεώργος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου