Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
ΝΟΕΜΒΡΗΣ 1973
Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφάσισαν αποχή από τα μαθήματα στις 14 Νοέμβρη και ξεκίνησαν διαδηλώσεις εναντίον της χούντας. Οι φοιτητές οχυρώθηκαν μέσα στο κτίριο της σχολής επί της οδού Πατησίων και ξεκίνησαν τη λειτουργία του ανεξάρτητου ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Ο πομπός κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες ώρες στα εργαστήρια της σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών από τον Γιώργο Κυρλάκη. Τα μηνύματα με τις φωνές της Μαρίας Δαμανάκη, του Δημήτρη Παπαχρήστου και του Μίλτου Χαραλαμπίδη ξεσήκωναν με τον αγωνιστικό τους παλμό τους φοιτητές όλων των σχολών αλλά και τους υπόλοιπους καταπιεσμένους πολίτες.
Ο Αργύρης από τις πρώτες ώρες βρέθηκε μαζί με τους αγωνιζόμενους συναδέλφους του. Συμμετείχε σε όλες τις δράσεις, πότε οργανώνοντας χώρους καταλυμάτων και πότε βοηθώντας στη σύνταξη κειμένων και ανακοινώσεων. Στο πλευρό του και η Ελπίδα, πρωτοετής ήδη στη σχολή Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών. Καθόταν μαζί του ως αργά το απόγευμα οπότε και επέστρεφε σπίτι υπακούοντας στις αυστηρές εντολές του πατέρα της, να μην διανυκτερεύει εκεί.
Ο πολύπειρος πρώην βουλευτής είχε τις ανησυχίες του σχετικά με την εξέλιξη των γεγονότων και η νύχτα είναι πάντα κακός σύμβουλος.
Η κατάσταση μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο από το πρωί της Παρασκευής16 Νοέμβρη ήταν τεταμένη. Χιλιάδες κόσμου μπαινόβγαινε στο ίδρυμα κουβαλώντας τρόφιμα και φάρμακα στους “ελεύθερους πολιορκημένους”, όπως αυτοαποκαλούνταν οι έγκλειστοι. Όσο προχωρούσε η ημέρα το καθεστώς και οι παρακρατικοί, έδειχναν να χάνουν την ψυχραιμία τους. Γύρω στις 4,30 το απόγευμα άρχισαν οι συγκρούσεις στους δρόμους κοντά στο ίδρυμα. Οι τραυματισμένοι μεταφέρονταν μέσα στο Πολυτεχνείο για τις πρώτες βοήθειες και ο σταθμός έκανε διαρκώς εκκλήσεις για γιατρούς, ασθενοφόρα και φάρμακα.
Ο Αργύρης διαβλέποντας πως τα πράγματα θα πάρουν ανεξέλεγκτη τροπή παρότρυνε την Ελπίδα να φύγει.
“Δεν μιλάς σοβαρά!”, τον αποπήρε αναψοκοκκινισμένη από την ένταση των στιγμών. “Τώρα που αρχίζει το πανηγύρι να φύγω!” Προσπάθησε μάταια να την λογικέψει. Έτσι αδύναμη και εύθραυστη, αν έπεφτε στα χέρια των δημίων ήταν καταδικασμένη! Οι φήμες για σοβαρά τραυματίες ακόμα και νεκρούς κυκλοφορούσαν παντού, αν και δεν υπήρχε τρόπος να διασταυρωθούν.
Από τις οκτώ το βράδυ τα δακρυγόνα που έπεφταν βροχηδόν παντού, έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ο Βασίλης με τη Λένα, οι δυο κολλητοί που έκανε ο Αργύρης αυτές τις τρεις ημέρες, αποφάσισαν να φύγουν.
“Θέλω να μείνω”, απολογήθηκε ο Βασίλης, “όμως η Λένα αισθάνεται χάλια. Αν μπορέσω και μου
το επιτρέψουν θα έρθω πάλι”.
Ο Αργύρης άρπαξε την ευκαιρία.
“Θα πας μαζί τους”, διέταξε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις την Ελπίδα. “Έχω ευθύνη απέναντι στους γονείς σου, δεν το καταλαβαίνεις;”
“Και εσύ;”, τον ρώτησε διστακτικά.
“Θα μείνω λίγο και αν δω ότι δυσκολεύουν τα πράγματα, θα φύγω. Μόνος θα μπορώ να κινηθώ πιο άνετα.”.
”Να προσέχεις!”,του είπε με ένα βλέμμα που πρόδιδε την αγωνία και την αβεβαιότητα της για την έκβαση της ιστορίας.
Το φιλί που του έδωσε έμοιαζε αποχαιρετιστήριο. “Σε αγαπάω!”, του είπε με πόνο. “Να το θυμάσαι πάντα αυτό!”.
”Και εγώ σε αγαπάω ψυχή μου!”, απάντησε δακρυσμένος κι αυτός. “Αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα, θα δεις!”.
Το πίστευε όταν της το έλεγε, αλλά γιατί αυτό το άσχημο προαίσθημα δεν τον άφηνε να το δείχνει; Για λίγο σκέφτηκε να αλλάξει γνώμη και να την κρατήσει κοντά του. Την χρειαζόταν. Κάτι παραπάνω, του ήταν απαραίτητη! Αδυνατούσε να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς την παρουσία της. Έσφιξε δόντια και καρδιά, και την παρέδωσε στους καλούς του φίλους. Σε λίγο η αγαπημένη του θα ήταν ασφαλής στην αγκαλιά των γονιών της. Αν μπορούσε να μαντέψει την συνέχεια, θα έδινε και την ζωή του για να το αποτρέψει!
Ο Βασίλης κρατώντας αγκαλιά τις δυο κοπέλες, προσπάθησε να διαφύγει από την πόρτα της Τοσίτσα. Εκεί θεωρούσε πως θα ήταν πιο ασφαλής η έξοδος. Την ίδια σκέψη έκαναν δυστυχώς και οι παρακρατικοί. Δεκάδες από δαύτους περίμεναν λιμασμένοι σαν όρνια, να κατασπαράξουν τα αθώα θύματα τους. Το πρώτο κτύπημα το δέχτηκε στο χέρι, και τον έκανε να ουρλιάξει από τον πόνο. Το δεύτερο δεν του άφησε περιθώρια να το αξιολογήσει, καθώς έπεσε αναίσθητος. Η Λένα, συγκρατώντας την κραυγή που ήταν έτοιμη να πεταχτεί από τα χείλη της, προσπάθησε να προστατέψει την Ελπίδα από την μανία των πραιτοριανών. Μια δυο φορές το κατάφερε, η τρίτη όμως απέβη μοιραία για την άτυχη φίλη της. Ένα ανατριχιαστικό κρακ, πρόλαβε να ακούσει, και έναν πίδακα αίματος να τη λούζει πρόλαβε να δει, πριν κάποιος την αρπάξει και τη σύρει λίγο μακρύτερα. Έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεφύγει από τον άγνωστο νεαρό με το μαντήλι στο πρόσωπο, για να ξαναγυρίσει κοντά στην αιμόφυρτη Ελπίδα και τον Βασίλη, που από εκεί που στεκόταν δεν τον έβλεπε. Ο νεαρός την κράτησε ακόμα πιο σφικτά και με έντονη φωνή την προειδοποίησε.
“Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα εκεί. Το πολύ πολύ να σε σκοτώσουν και σένα, ή αν είσαι τυχερή απλώς να σε μπαγλαρώσουν” . Η Λένα δάγκωσε με μανία το μαντήλι της για να μην ουρλιάξει.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου