Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Ούτε τα αδέσποτα εμφανίστηκαν, παρ όλους τους φόβους του Ήφαιστου. Σηκώθηκε και μάζεψε τα πράγματα της. Όπου νάναι θα άρχιζε η Λειτουργία και δεν ήθελε να τη δουν εκεί.
Τράβηξε προς την Αγία Τριάδα. Σίγουρα εκεί κάποιος θα της έδινε λίγο νερό κι αν ήταν τυχερή ίσως έπινε και καφέ. Ανέβηκε τα σκαλιά και περίμενε απ έξω. Δίσταζε να μπει γιατί δεν έβρισκε σωστό να μην ανάψει ένα κερί. Και δυστυχώς ούτε γι αυτό είχε χρήματα. Μάλλον αυτή την ημέρα δεν θα λειτουργούσε ο ναός, γιατί καμία κίνηση δεν φαινόταν που να το μαρτυρεί. ¨Έριξε το βλέμμα της στο δωμάτιο των ιερέων. Η πόρτα ήταν κλειστή, όμως υπήρχε φως μέσα. Υπερνικώντας τους δισταγμούς της, κτύπησε δειλά την πόρτα. Της άνοιξε ένας σαραντάρης περίπου άντρας, με χοντρά μυωπικά γυαλιά. Απέπνεε ένα αέρα ευγένειας και καλοσύνης, που την ενθάρρυνε να τον παρακαλέσει για ένα ποτήρι νερό.
«Περάστε παρακαλώ!», της είπε ευγενικά, παραμερίζοντας ταυτόχρονα για να της δώσει χώρο. «Καθίστε και σας φέρνω αμέσως! Υποψιάζομαι πως και ένας καφές θα ήταν χρήσιμος, έτσι δεν είναι;. Μάλιστα αν τον πίνετε με λίγη ζάχαρη όπως εγώ, δεν θα χρειαστεί να περιμένετε. Μόλις κατέβασα το μπρίκι απ τη φωτιά!»..
Η Αρχοντούλα δεν έβρισκε λόγια να τον ευχαριστήσει. Καλά της είχε πει ο Ήφαιστος πως ήταν ξεχωριστός άνθρωπος.
«Ευχαριστώ!», κατάφερε να ψελλίσει, καταπίνοντας ένα λυγμό. «Ο Θεός να σας έχει καλά!».
Οι ερωτήσεις πολλές, όμως ο νεωκόρος με διακριτικότητα δεν τις έκανε. Περίμενε εκείνη, αν το ήθελε να του ανοίξει την καρδιά της.
Και η Αρχοντούλα δεν τον διέψευσε. Βρήκε την ευκαιρία να εξομολογηθεί την τραγική της ζωή, πράγμα που δεν είχε κάνει μέχρι τώρα, παρά μόνο στον Μπάρμπα Νίκο. Ακόμα κι αυτού όμως είχε κρύψει πράγματα, όπως για παράδειγμα κάποιες εικόνες που της ερχόντουσαν κατά καιρούς και δεν μπορούσε να τις εξηγήσει. Ο φόβος μήπως το μυαλό της, πέρα από την αμνησία, άρχισε να σαλεύει την απέτρεπε μέχρι τώρα. Όμως η εμπιστοσύνη και η καλή διάθεση που της έδειχνε αυτός ο άγνωστος ξεκλείδωσε την ψυχή της.
Πόση ώρα κράτησε αυτή η εξομολόγηση, κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα. Απορροφημένη εκείνη στην εξιστόρηση, απορροφημένος κι ο νεωκόρος από τα όσα άκουγε, έμειναν αρκετό χρόνο καθισμένοι απέναντι ο ένας στον άλλο, ώσπου αν και η Αρχοντούλα σταμάτησε την αφήγηση, κανείς τους δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ούτε καν για να κλείσει το φως, παρόλο που ο ήλιος πλημύριζε το μικρό δωμάτιο.
Κι αν δεν εμφανιζόταν ο εφημέριος του ναού, ίσως κάθονταν για πολύ ώρα αμίλητοι στην ίδια στάση.
Ο νεωκόρος, σηκώθηκε και του φίλησε το χέρι. Πήγε να κάνει το ίδιο και η Αρχοτούλα, αλλά ο ιερέας την ακούμπησε απαλά στον ώμο, για να την αναγκάσει να μη σηκωθεί απ την καρέκλα.
«Άθελα μου άκουσα μερικά από αυτά που έλεγες στο νεωκόρο>», της είπε. «Φαίνεσαι βασανισμένη ψυχή. Εδώ θα βρεις τη βοήθεια που χρειάζεσαι. Δυστυχώς οι δυνατότητες μας για φιλοξενία είναι πολύ περιορισμένες! Μόνο για λίγο διάστημα αν το θες, μπορείς να μείνεις στο κελί που φυλάμε τα εκκλησιαστικά σκεύη. Θα βάλουμε ένα μικρό ράντζο, αλλά άλλες ανέσεις δεν θα έχει. Μόνο την τουαλέτα του ναού θα μπορείς να χρησιμοποιείς. Ελπίζω για λίγες μέρες να λύσουμε το πρόβλημα. Μετά έχει ο Θεός!».
Έτσι η Αρχοντούλα βρήκε για λίγες μέρες κάπου να ακουμπήσει. Ήξερε πως αυτό δεν θα κρατούσε πολύ, και ήταν προετοιμασμένη πως θα γύριζε πάλι στο δρόμο σε λίγο.
Οι μέρες περνούσαν και τίποτα δεν άλλαζε. Η Αρχοντούλα βοηθούσε το νεωκόρο στην καθαριότητα, όχι από υποχρέωση, αλλά γιατί αισθανόταν την ανάγκη να ανταποδώσει το καλό που της έκανε.
Δυο μέρες πριν το γεννέσιο της Θεοτόκου, έγινε κάτι που θα άλλαζε τη ζωή της.
Εκείνο το πρωινό σκούπιζε το προαύλιο του ναού, όταν εμφανίστηκε ένας νεαρός ιερέας, φανερά αναστατωμένος. Χωρίς να της δώσει σημασία μπήκε στην εκκλησία. Η Αρχοντούλα τον ακολούθησε από περιέργεια. Ο ιερέας άναψε το κερί του, και έψαξε το νεωκόρο. Εντύπωση της έκανε πως δεν προσκύνησε τις εικόνες.
«Γιώργο», τον άκουσε να καλεί το νεωκόρο, και εκείνος βγήκε από το ιερό και τον πλησίασε. Την κουβέντα τους δεν μπόρεσε να την ακούσει, όμως είδε την ίδια αναστάτωση και στα μάτια του Γιώργου.
Πλησίασε όσο μπορούσε φροντίζοντας να μένει μακριά από το οπτικό τους πεδίο.
«Ναι σου λέω!», άκουσε τη φωνή του παπά. Τον βρήκαν τα χαράματα οι λιμενικοί πεθαμένο μέσα στη θάλασσα!».
«Κρίμα τον άνθρωπο παπά μου!», ακούστηκε ο νεωκόρος. «Καλό παλληκάρι, ποτέ δεν πείραξε άνθρωπο! Τι λένε από τι πέθανε;».
«Τώρα τον πηγαίνουν για νεκροψία. Πάντως μάλλον για αυτοκτονία μιλάνε».
«Α ρε φουκαρά Ήφαιστε. Δεν σου άξιζε τέτοιο τέλος!», αναστέναξε ο Γιώργος.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου