Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Στο άκουσμα του ονόματος του νεκρού, μια πνιχτή κραυγή βγήκε από το στόμα της Αρχοντούλας, ικανή όμως για να ακουστεί από τους άλλους.
Γύρισαν ξαφνιασμένοι προς το μέρος της και την κοίταξαν με απορία.
«Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με καλοδέχθηκε όταν ήρθα στον Πειραιά!», απολογήθηκε. «Και όχι, δεν πιστεύω πως αυτοκτόνησε. Εγώ γνώρισα έναν άνθρωπο κουρασμένο ίσως αλλά όχι απογοητευμένο!».
« Η Αρχοντούλα.», τη σύστησε ο Γιώργος στον ιερέα. « Άλλη μια δυστυχισμένη ύπαρξη!», πρόσθεσε με χαμηλότερη φωνή.
Έσκυψε να του φιλήσει το χέρι όμως εκείνος το τράβηξε αμέσως.
«Για τους περισσότερους δεν είμαι καν ιερέας!», της είπε με ένα πικρό χαμόγελο. «Είμαι παλαιοημερολογίτης ξέρετε!».
Η Αρχοντούλα ούτε ήξερε, ούτε ήθελε να μάθει τι πάει να πει αυτό. Εκείνη έβλεπε ένα ρασοφόρο που του όφειλε σεβασμό.
«Όλοι οι παπάδες το Θεό υπηρετούνε, εγώ αυτό ξέρω!», του απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια. Όμορφα γαλάζια μάτια, με πολύ θλίψη μέσα τους, όπως μπόρεσε να διακρίνει.
Ο ιερέας της έπιασε το χέρι με τρυφερότητα. Τα βασανισμένα χαρακτηριστικά της, του θύμιζαν έντονα τη μητέρα του στα τελευταία της, όταν ο καρκίνος την είχε πια καταβάλει. Την αγαπούσε πολύ τη μητέρα του, σε αντίθεση με τον πατέρα που απλά τον ανέχονταν. Του φόρτωνε πολλές από τις αδυναμίες που βάραιναν την ψυχή του. Αυταρχικός, κακότροπος και κακοποιητικός και προς εκείνη και προς τον ίδιο και την αδελφή του. Στη ζωή του τα κατάφερε αρκετά καλά. Έστησε μια βιοτεχνία κονσερβοποίησης ντομάτας, που στην πορεία εξελίχθηκε σε βιομηχανία, η οποία μετά τον αιφνίδιο θάνατο του από εγκεφαλικό, πέρασε στη γυναίκα και τα παιδιά.
Ο ίδιος δεν είχε καμία διάθεση να ασχοληθεί, γιατί είχε λάβει την κλήση από το Θεό, να μονάσει. Έτσι ακολούθησε το δρόμο του, αρκούμενος στο καθόλου ευκαταφρόνητο μηνιαίο επίδομα που του χορηγούσαν η μητέρα και η αδελφή του.
Ο νεωκόρος σαν να το σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή έκανε την πρόταση. «Μια γυναίκα θα σου χρειάζεται φαντάζομαι παπά Διονύση. Η Αρχοντούλα και άξια είναι και όσο την έχω γνωρίσει τίμια και εμπιστοσύνης άνθρωπος. Στο καμαράκι της εκκλησίας σου δε θα μπορούσε να μείνει;».
« Μα αν το θέλει και η ίδια, όχι στο καμαράκι, στο σπίτι μου μπορεί να έλθει! Μήπως φάω και κανένα μαγειρεμένο φαγητό! Η ηλικία της δεν θα επιτρέψει περίεργα σχόλια και υπαινιγμούς!».
Με δάκρυα ανακούφισης και ευγνωμοσύνης υποδέχθηκε την πρόταση η Αρχοντούλα. «Όχι μόνο το χέρι, τα πόδια θα πρέπει να σου φιλήσω παιδί μου. Αλήθεια είναι αμαρτία να σε λέω παιδί μου, παπά άνθρωπο;»
«Όχι αδελφή μου!», της απάντησε χαμογελώντας πλατιά. «Θα μπορούσες άλλωστε να είσαι μάνα μου.».
Ο νεωκόρος ανακουφισμένος με την εξέλιξη έφυγε για να φέρει τα πράγματα της.
«Τι λες Αρχοντούλα, να πάρουμε ταξί ή θα πάμε με τα πόδια; Είναι κάνα δυο χιλιόμετρα το σπίτι. Δραπετσώνα μεριά».
«Με τα πόδια» αποκρίθηκε. «Κρατάνε τα πόδια μου και μια βόλτα είναι ότι πρέπει.».
Η μέρα που ξημέρωσε προβλεπόταν πολύ δύσκολη για τον Αντώνη. Δύο νεκροτομές το πρωί και άλλες τόσες ιατροδικαστικές εκθέσεις που έπρεπε να συντάξει. Η μία ειδικά παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον καθώς από το πόρισμα του εξαρτιόταν αν πρόκειται για δολοφονία ή για θάνατο από παθολογικά αίτια. Ένας φουκαράς άστεγος βρέθηκε νεκρός μέσα στη θάλασσα μπροστά στον σταθμό του ηλεκτρικού. Οι πρώτες ενδείξεις που είχαν οι αστυνομικοί έδειχναν αυτοκτονία, αλλά η τελική απόφαση θα ήταν δική του.
Η Δανάη δεν είχε γυρίσει ακόμα από τη βάρδια της και έτσι της άφησε σημείωμα με το απαραίτητο σ΄αγαπώ όπως κάθε φορά που χρειαζόταν αυτού του είδους η επικοινωνία.
Η πρώτη νεκροτομή δεν κράτησε πολύ. Μια απλή διεκπεραίωση αιφνίδιου θανάτου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, μιας ηλικιωμένης που ζούσε μόνη και την βρήκε νεκρή η γυναίκα που πήγαινε κάθε πρωί να καθαρίσει και να της μαγειρέψει
Μέχρι να πάρουν το πτώμα οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών, βγήκε για ένα τσιγάρο. Στο πεζούλι διέκρινε καθισμένους δυο άντρες που η εμφάνιση τους πρόδιδε πως ήταν φίλοι του νεκρού που θα εξέταζε σε λίγο. Προφανώς άστεγοι με εμφανή τα σημάδια στα ρούχα και τα πρόσωπα τους.
Τους πλησίασε αν και δεν το συνήθιζε να έχει επαφές με γνωστούς των νεκρών που νεκροτομούσε, από το φόβο μήπως επηρεαστεί η δουλειά του από τις γνώμες τους
Άνοιξε το πακέτο και τους πρόσφερε τσιγάρο που το δέχτηκαν με ανακούφιση.
«Για το νεκρό άστεγο ήρθατε;», τους ρώτησε αν και ήταν σίγουρος για την απάντηση.
Οι δυο άντρες κούνησαν ταυτόχρονα καταφατικά τα κεφάλια τους.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου