ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Ομήρου Οδύσσεια: Ραψωδία Β (330-450)

Ομήρου Οδύσσεια  σε απόδοση του πολύ καλού φίλου Θανάση Στούπη. Μια επική προσπάθεια που αξίζει να αναγνωριστεί!

Εδώ τα προηγούμενα


Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος έτσι του απαντάει:

«Αντίνοε, μαζί αν βγω θα είναι καταισχύνη

να πίνω με ξεφάντωμα δίπλα σας, πλάϊ-πλάϊ.

Δεν σας αρκεί που για το βιος, σείς έχετε ευθύνη,


απ’ τις χρονιές που ήμουνα σχεδόν μικρό παιδάκι;

Μα τώρα που άντρας έγινα, μα μου το είπαν κι άλλοι                   330

καθώς μαθαίνω τις ντροπές, κι ανάβει το σαράκι

σίγουροι να ’στε, συμφορά , θα βρείτε εσείς μεγάλη


ή στην Ιθάκη μένοντας είτε στην Πύλο πάω.

Μα το ταξίδι θα γινεί, ποτέ δεν θα τ’ αφήσω,

κύρης δεν είμαι καραβιού, κι ούτε λαμνοκοπάω

σαν ταξιδιώτης συντροφιά με ναύτες θα κινήσω,


μα το δικό σας όφελος στη σκέψη πάντα παίζει».

Είπε κι απότομα τραβά του Αντίνοου το χέρι.

Τότε οι μνηστήρες στρώσανε το πλούσιο τραπέζι

και του πετούσανε μπηχτές, που κόβαν σαν μαχαίρι                        340


και υπερόπτης ένας νιος πετά κουβέντα σκάρτη:

«Ακάθεκτα ο Τηλέμαχος ζητά να μας κλαδέψει

μέσα απ’ την Πύλο φέρνοντας βοηθούς, κι από την Σπάρτη

γιατί τον σπρώχνει ο πόθος του για μας να ταξιδέψει


Μπορεί στην Έφυρα να βγεί και φαρμακοβοτάνι

να φέρει απ’ τη χώρα αυτή που ομορφοκαρπίζει

να στάξει στα ποτήρια μας όλους να μας ξεκάνει»

και τότε υπεροπτικά δεύτερος νιος αρχίζει:


«Με το βαθύ πλεούμενο, ποιός ξέρει πριν γυρίσει,

όπως ο κύρης του κι αυτός, στα ξένα δεν βουλιάξει                       350

και κόπους πιότερους σε μας, αυτός κληρονομήσει

να διαχωρίσουμε το βιος, όπως σ’ εμάς ταιριάξει,


το σπίτι θα το δώσουμε στην μάνα, με όποιον πάρει».

Τελειώσαν κι ο Τηλέμαχος στην απόθήκη μπήκε

που έκρυβε χρυσαφικά, με λάδι κεχριμπάρι,

σεντούκια με το ρουχισμό που στον καθένα ανήκε,


και πλάκες είχαν με χαλκό, πιθάρια γεμισμένα

στις άκρες, με παλιό κρασί, που έσπαγε τη μύτη,

ανέρωτα γλυκά κρασιά και αρωματισμένα

σαν ο Οδυσσέας κάποτε ξανάφτανε στο σπίτι.                                360


Το δώμα ψηλοτάβανο, πόρτες με δύο φύλα,

με δούλα φύλακα πιστό, έρημο να μη μείνει,

του Ώπου η κόρη η πιστή με αγάπη το εφύλα

η Ευρύκλεια, σαν έφτασε   διαταγή της δίνει:


«Γλυκειά μου βάβω διάλεξε κρασί που το γνωρίζεις,

σε στάμνες πες σε κάποιονε, δίκαια να μοιράσει

να είναι το πιο νόστιμο ,αυτό που προορίζεις

άμα σωθεί ο κύρης μου με αυτό να ξεδιψάσει


σταμνιά βούλωσε δώδεκα, γλυκόπιοτο γεμάτα

κριθάλευρο βάλε  σ’ ασκί ψιλοκοσκινισμένο

μα θα το ξέρεις μόνο εσύ, το μυστικό μου κράτα,

κι αλεύρι μέτρα είκοσι, να ’ναι ψιλοαλεσμένο.                               370


Ο ίδιος θάρθω την νυχτιά, ούτε άλλονε θα στείλω

όταν στης μάνας τη ματιά, ο ύπνος το μερτικό του

πάρει. Στη Σπάρτη να διαβώ στην αμμουδάτη Πύλο

να μάθω για τον κύρη μου και για τον ερχομό του»


Της τα ’πε, και της βάβως του τα μάτια κοκινήσαν

και με κουβέντες τρυφερές τον τριβελλίζει ώρες

«Γιόκα μου τι έβαλες στο νου, ποιοι σε παρακινήσαν

μοναχοπαίδι κι άγουρος να βγεις σε ξένες χώρες


μακριά απ’την πατρίδα σου και τρισαλαργεμένος

με απόντα τον πατέρα σου, ποτέ δεν θα διστάσουν                         380

αυτοί πίσω απ’ την πλάτη σου με μπαμπεσιά και μένος

να σε χαλάσουν ύπουλα το βιος σου να μοιράσουν,


κάτσε γλυκιέ μου φρόνιμα στα σπιτικά σου ελέη

στα πέλαγα θα παιδευτείς και θα σε φάει η αλμύρα».

Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της λέει:

«Βάβω μου την απόφαση μονάχος μου δεν πήρα


βούληση είναι θεϊκή, μα ορκίσου μου εδώ πέρα

πριν δώδεκα μερόνυχτα ο χρόνος να κυλίσει,

στη μάνα λέξη δεν θα πεις γι αυτήν εδώ τη μέρα

αν μόνη της δεν βουληθεί  εμένα να ζητήσει,                                 390


το δάκρυ της να μη χαλά τ’ όμορφο πρόσωπό της»

Έτσι της είπε, κι αυτηνής πικρό κυλά το δάκρυ

στα μάτια, κι αφού έδωσε τον όρκο τον πιστό της

γέμισε τα σταμνιά κρασί και τα ’βαλε στην άκρη


Και σε καλόραφτο ασκό, κριθάλευρο του βάζει.

Έπειτα ο Τηλέμαχος στους άφρονες γυρίζει.

Μα της Παλλάδας το μυαλό ιδέα κατεβάζει.

Με τον Τηλέμαχο όμοια, στην χώρα τριγυρίζει


παρακινώντας νεαρούς στα στέκια όλου του δήμου

να πάνε βράδυ στο γιαλό , αυτοί που ο νους ορίζει.                        400

Κι από το γιο του Φρόνιου, του γνωστικού Νοήμου

γοργόπλοο πλεούμενο με μιας εξασφαλίζει.


Αφού η νύχτα έπεφτε στων δρόμων τη διχάλα

και το καράβι στο γιαλό το ’ριξε να προκάνει

τον χρόνο, στο πλεούμενο, σαν τα καράβια τ’ άλλα,

τ’ άρμενα βάζει, κι ύστερα το δένει στο λιμάνι


Σαν συναχτήκανε λοιπόν οι σύντροφοί του όλοι

η Αθηνά τους γκάρδιωνε χτυπώντας τους στην πλάτη.

Κι ύστερα η λιοπερίχυτη θεά κινά στην πόλη

για να βρεθεί γοργόφτερα στο αρχοντικό παλάτι.                            410


Κει, στους μνηστήρες έριχνε ύπνο γλυκό στα μάτια

τους θόλωνε με το κρασί, στο πάτωμα πετούσαν

τις κούπες που τους πέφτανε, κι απ’ τα ψηλά παλάτια

στην χώρα τρέχαν γρήγορα γιατί άλλο δεν μπορούσαν


ορθοί και ξύπνιοι να’ τανε, η νύστα τους μεγάλη.

    Φωνάζει τον Τηλέμαχο η όμορφη Παλλάδα

ολόϊδια του Μέντορα, στο σώμα, στο κεφάλι,

απ’ το λαμπρό το ανάκτορο, και λάμπει απ’ ομορφάδα:


«Τ’ άλμπουρα πιάσαν, τα κουπιά, Τηλέμαχε, δεν μένει

παρά να ξεκινήσουμε, οι φίλοι ’ναι στο κύμα.                                420

Γρήγορα , το καράβι μας άλλο δεν περιμένει»

Του φώναξε η λιόφωτη και άνοιξε το βήμα


Και κείνος πίσω ερχότανε απ’ τα δικά της χνάρια.

Σαν φτάσαν στο βαθύ γιαλό που το νερό κυλάει

βρήκαν τους φίλους έτοιμους μαζί κι όχι ανάρια,

κι ο θεϊκός Τηλέμαχος αρχίζει να μιλάει


«Πάμε συντρόφοι γρήγορα στο έρημο παλάτι

να φέρομαι στο πλοίο μας το αλεύρι κι άλλα ελέη,

η μάνα μου κι οι σκλάβες της πριν ψυλλιαστούνε κάτι,

γνωστό σε μια είν’ απ’ αυτές» με φρονιμάδα λέει.                     430


Αφού συνάχτηκε το βιος, και μπήκε στο καράβι

όπως ορίσαν εξ’αρχής του Τηλεμάχου οι όροι

στην πρύμνη πήγε η Αθηνά την θέση της να λάβει

και δίπλα της θρονιάστηκε του Οδυσσέα τ’ αγόρι


τα παλαμάρια λύσανε οι ναύτες και πηδήσαν

στου πλοίου το κατάστρωμα, με βιαστικό το βήμα

και σαν πουλιά, με διαταγή ουράνια κυμματίσαν

βοηθώντας να γλυστρίσουνε στο απαλό το κύμα


με τον Τηλέμαχο μπροστά, τα άρμενα σηκώσαν

κι ακούγανε τις διαταγές για να δεθεί το ξάρτι                                                                                                                                     

έπειτα δέσαν το πανί και στα ψηλά τ’ ορθώσαν

αφού στο τρύπιο της δοκού σφηνώσαν το κατάρτι


φούσκωνε ο αέρας το πανί, και τα λουριά δεθήκαν

με της καρίνας τις στριγγλιές στο λαξευτό το κύμα

καθώς η ώρα πέρναγε βαθύτερα βρεθήκαν

με το μαβί καράβι τους, λαμνοκοπώντας πρίμα


ποτήρια πήραν με κρασί, που φέρνει τη ζαλάδα,

το στάζανε για τους θεούς και η θυσία ανάβει

η πρώτη-πρώτη δέηση για την θεά Παλλάδα

κι ως την αυγή αρμένιζε, στη νύχτα , το καράβι.  !!!!!                          450

 

        ΤΕΛΟΣ Β! ΡΑΨΩΔΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου