Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Με πιάσατε στα πράσα!”, απολογήθηκε. “Δεν πρόλαβα να βγάλω αυτή την απαίσια ποδιά που μου επέβαλε η Αγνή! Ευτυχώς που δεν είστε, και εύχομαι να μην γίνεται ποτέ, πελάτες μου. Άντε να εμπιστευτείς δικηγόρο με τέτοια κωμική αμφίεση!”.
Γέλασαν όλοι με την επιτυχημένη διαπίστωση και επιτέλους ο Τέρζόγλου απαλλάχτηκε από την αστεία ποδιά, μένοντας με το λευκό μακό μπλουζάκι και την γαλάζια βερμούδα με τους φοίνικες. Επίσης αστεία κι αυτή, αλλά κανείς δεν την σχολίασε.
Η Ράνια με ένα δίσκο στα χέρια γεμάτο ορεκτικά πλησίασε και τον ακούμπησε στο τραπέζι. Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω της. Άλλα με θαυμασμό,΄όπως του Δήμου και του Αργύρη, και άλλα με κρυφή ζήλια όπως της Φροσούλας. Και δεν είχαν άδικο. Το λευκό κοντό σορτσάκι που αποκάλυπτε τα μακρυά της πόδια και το πορτοκαλί μπλουζάκι με το βαθύ ντεκολτέ, που αναδείκνυαν το υπέροχο σοκολατί χρώμα που απέκτησε στις διακοπές, έκοβαν την ανάσα. Τους χαιρέτησε με θέρμη, και ιδιαίτερα τον Αργύρη, που ένιωσε τα μάγουλα του να κοκκινίζουν.
“Είστε υπέροχη!”, της είπε με ειλικρίνεια η Φροσούλα, ξεπερνώντας τους δικαιολογημένους φόβους της. “Ευτυχώς που ο καλός μου δεν έχει μάτια για άλλη, και έτσι δεν κινδυνεύω!”.
Η Ράνια χαμογέλασε πλατιά αφήνοντας να φανεί η κατάλευκη οδοντοστοιχία της, τόσο ταιριαστά αντίθετη με το μαύρισμα της.
“Μα θα ήταν χαζός να κοιτάζει άλλες, όταν έχει δίπλα του μια κούκλα σαν και σένα!”, ανταπέδωσε την φιλοφρόνηση.
Ο Κίμωνας έφερε δυο καραφάκια και ένα μπολ με παγάκια.
“Μπαγάσα!”, φώναξε του Αργύρη και του έδωσε μια αδύναμη γροθιά στο στομάχι σαν χάδι. “Όλοι για σένα μιλάνε εδώ μέσα! Βαρέθηκα να τους ακούω!”
“Πολλά λες!”, τον αποπήρε η αδελφή του και εκείνος έφυγε γελώντας.
Τα καραφάκια άδειασαν σε χρόνο μηδέν και μέχρι να ετοιμαστεί το τραπέζι πρόλαβαν να καταναλώσουν δυο ακόμα. Γερό ποτήρι ο Τερζόγλου, παρέσυρε τα αδέλφια στο ρυθμό του, ανεβάζοντας το κέφι και την διάθεση στα ύψη.
Τυχαία ή όχι η Ράνια επέλεξε να καθίσει δίπλα στον Αργύρη. Όλοι πρόσεξαν με πόση επιμέλεια φρόντιζε να γεμίζει πότε το ποτήρι και πότε το πιάτο του, χωρίς καν να τον ρωτήσει.
“Θα τον πνίξεις τον άνθρωπο!”, την επέπληξε τρυφερά η Αγνή. “Άφησε τον να πάρει μιαν ανάσα!”. “Μα είναι ντροπαλός ο καημένος, και αν δεν του βάζω εγώ θα μείνει νηστικός!”, απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια Ο Αργύρης καταντράπηκε με την απροκάλυπτη ερωτική επίθεση μπροστά στους γονείς της. Αλλά αφού εκείνοι δεν έδειχναν να ενοχλούνται ηρέμησε και άρχισε να απολαμβάνει το παιχνίδι.
Το ενδιαφέρον του αντρόγυνου είχε επικεντρωθεί τώρα στην Φροσούλα. Ερωτήσεις επί ερωτήσεων για τη ζωή της στο νησί, τις ετοιμασίες του γάμου, τη γνωριμία της με τον Δήμο. Απαντούσε σε όλες με ειλικρίνεια αν και αρκετές από αυτές τις θεωρούσε αδιάκριτες. “Συνηθίζεται φαίνεται”, συλλογίστηκε “τέτοιου είδους κουτσομπολιό σε αυτούς τους κύκλους”.
Στην αρχή ο Δήμος παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τόσο τη συζήτηση όσο και το πέσιμο της Ράνιας στον αδελφό του. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δύσκολα θα γινόταν μέρος της παράταιρης σύναξης και προτίμησε να ξαναγυρίσει στις σκέψεις του. Σκέψεις που τον τελευταίο καιρό τριγύριζαν στο μυαλό του, άλλοτε σαν λαμπρές εικόνες από το μέλλον, και άλλοτε σαν προειδοποιήσεις μιας κατάστασης που θα ξέφευγε από τον έλεγχο του.
Την εξάρτηση από την ομοφυλοφιλική εμμονή την είχε ξεπεράσει. Μόνο κάποιες λίγες στιγμές επανερχόταν σαν όνειρο, σαν φαντασίωση, αλλά αρκετά επιφανειακά και αυτό συνήθως όταν ταξίδευε και βρισκόταν μακρυά από τη Φροσούλα.
Αυτό που τον φόβιζε κάπως ήταν οι μεγάλες ευθύνες που θα αναλάμβανε μετά τον γάμο. Ο Κωσταντής δήλωσε πως σκόπευε να αποσυρθεί και να χαρεί λίγο την ήρεμη ζωή που του είχε λείψει όλα αυτά τα χρόνια. Θα μπορούσε άραγε να τον διαδεχθεί επάξια σε αυτό τον δύσκολο ρόλο; Το να κουμαντάρει το σκάφος το είχε μάθει καλά δίπλα στο θαλασσόλυκο πεθερό του. Όπως και όλες τις τεχνικές ψαρέματος, που άλλωστε είχαν γίνει πιο εύκολες τελευταία με τα ραντάρ και τα σόναρ.
Το δύσκολο που φοβόταν ήταν η διαχείριση του ανομοιογενούς τσούρμου. Από τους παλιούς δυο είχαν απομείνει και οι υπόλοιποι είχαν αντικατασταθεί από νέους χωρίς πείρα. Μάλιστα μόνο ένας από αυτούς ήταν Έλληνας. Τρεις Αιγύπτιοι και δυο Πακιστανοί συμπλήρωναν τα πόστα. Καλά παιδιά αλλά με μεγάλη δυσκολία στη γλώσσα, όπως είναι φυσικό. Προσπάθησε να πείσει τον Νικολή να ξαναγυρίσει έστω για λίγα ψαρέματα στην αρχή, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Από τότε που μπήκε συνέταιρος στο καφενείο του Στραβολαίμη, ούτε να ακούσει πια για θάλασσα!
Σήκωσε το ποτήρι να τσουγκρίσει με τους υπόλοιπους.
Είχε αρκετή ώρα που έμεινε αμέτοχος και με κάποιο τρόπο έπρεπε να ξαναμπεί στην κουβέντα. Ευτυχώς ο Τερζόγλου με τη γυναίκα του είχαν εξαντλήσει όλα τα πιθανά και απίθανα θέματα(όπως και τη Φροσούλα!), και βρήκαν χρόνο να ασχοληθούν μαζί του. Ο Αργύρης με τη Ράνια πάλι όχι! Αυτοί είχαν τα δικά τους θέματα που δεν μπορούσαν να περιμένουν, ούτε να κρυφτούν!
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου