Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Ο Πετρής κανόνισε τις τελευταίες λεπτομέρειες για το βραδινό πάρτι και κατέβηκε για λίγο στο λιμάνι. Πάντα ανάγκαζε τους καλεσμένους του να τον περιμένουν, όπως αρμόζει σε προσωπικότητες σαν την δική του. Την υποδοχή τους και όλα αυτά τα τυπικά τα είχε αναθέσει στον καπετάνιο του.
Περιπλανήθηκε αρκετή ώρα στα γραφικά σοκάκια και τελικά κατέληξε σε ένα απόμακρο καφενεδάκι, που ήταν πνιγμένο στα γεράνια και τους βασιλικούς. Δυο τρία τσιπουράκια ήταν ότι πρέπει για να επαναφέρουν το κέφι του που ξαφνικά τον είχε εγκαταλείψει. Μια περίεργη δυσθυμία χωρίς εμφανή λόγο βάρυνε από το μεσημέρι την ψυχή του. Ένα ανεξήγητο σφίξιμο στο στομάχι και μια αίσθηση απουσίας οποιουδήποτε ενδιαφέροντος τον βασάνιζαν. Τι του έλειπε αλήθεια; Όλα τα όνειρα και οι φιλοδοξίες του είχαν είτε εκπληρωθεί, είτε βρίσκονταν στον δρόμο της ολοκλήρωσης. Κοίταξε απέναντι του το μικρό κάτασπρο εκκλησάκι και για μια στιγμή πέρασε απ το μυαλό του να μπει να ανάψει ένα κερί. Είχε πάνω από εικοσιπέντε χρόνια να μπει σε εκκλησία, με εξαίρεση τους γάμους και τις κηδείες.
“Και τι μπορεί να μου προσφέρει ο Θεός, που δεν μπορεί να μου το προσφέρει το τσίπουρο;”, ρώτησε τον νεαρό σερβιτόρο, που τον κοίταξε απορημένος.
“Την γαλήνη ίσως;”, του έδωσε την απάντηση με τη μορφή ερώτησης.
“Δεν έχω ανάγκη τη γαλήνη Του, μικρέ! Η ένταση με τρέφει και το ανέβασμα σε απάτητες κορυφές! Εκεί που λίγοι κατόρθωσαν να ανέβουν και τους έγραψε η ιστορία”.
Ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε χωρίς να πει κάτι άλλο, και ο Πετρής ήπιε μονορούφι το δεύτερο διπλό τσίπουρο. Κοίταξε το ρολόι του και υπέθεσε πως οι καλεσμένοι θα είχαν ήδη επιβιβαστεί. Εξάλλου ήθελε κανένα δεκάλεπτο να φτάσει στο λιμάνι και έτσι οι όποιοι καθυστερημένοι θα είχαν φτάσει πριν απ αυτόν.
Περπάτησε με αργά βήματα προς το λιμάνι. Ηλιοκαμένοι τουρίστες απολάμβαναν την αύρα που μαλάκωνε την κάψα της Αυγουστιάτικης ζέστης. Ένα ζευγάρι, Άγγλων μάλλον, ήταν ξαπλωμένο σε ένα μικρό παρτέρι με τριανταφυλλιές. Δίπλα τους μπουκάλια μπύρας. Πάνω από δέκα και όλα άδεια. Ο άντρας προσπαθούσε τραυλίζοντας να τραγουδήσει κάτι που θύμιζε Μπιτλς, αλλά η κοπέλα δεν έδειχνε καμιά τέτοια διάθεση. Κίτρινη σαν το λεμόνι φαινόταν πως όπου νάναι θα άδειαζε το περιεχόμενο του στομαχιού της.
Ο Πετρής απομακρύνθηκε αηδιασμένος και άναψε τσιγάρο. Λίγα μέτρα μπροστά διέκρινε στο μισοσκόταδο την φιγούρα του Ορφέα. Στα δεξιά του είχε την Νίκη και στα αριστερά του έναν άγνωστο άντρα, που όμως κάτι του θύμιζε. Τους ακολούθησε διατηρώντας απόσταση ασφαλείας και κάτω από τα φώτα μιας ταβέρνας αναγνώρισε στο πρόσωπο του άγνωστου άντρα, τον Δήμο.
”Αδύνατον!”, συλλογίστηκε παραξενεμένος. “Από που κι ως που ο Ορφέας παρέα με τον Δήμο; Έχει γούστο!”. Η ιδέα να εκδικηθεί τα αδέλφια του δεν είχε φύγει ποτέ από το μυαλό του. Και αν η ανάγκη να πλησιάσει τον Αργύρη, παραμέριζε προς το παρόν την τιμωρία του, με τον Δήμο δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Το μυαλό του έπαιρνε χιλιάδες στροφές για να καταστρώσει το σχέδιο που θα παγίδευε τον αδελφό του. Δεν ήξερε τη σχέση του με τον Ορφέα και τη Νίκη, αλλά μπορούσε εύκολα να μαντέψει τις προθέσεις του Δελή. Σίγουρα του είχε γυαλίσει ο Δήμος και αυτός ήταν ο σκοπός της προσέγγισης του. Αν είχε δίκιο, και ήταν σίγουρος πως είχε, η εκδίκηση ήταν θέμα χρόνου και θα ήταν αμείλικτη!
Τους άφησε να ανέβουν τη σκάλα του σκάφους και αφού έφτασαν στο φωτισμένο κατάστρωμα ανέβηκε κι αυτός.
“'Ήρθαν όλοι;”, ρώτησε τον καπετάνιο που είχε τον κατάλογο των καλεσμένων.
“Και καναδυό παραπάνω αλλά έπρεπε να τους αφήσω να ανέβουν. Ήλθαν με καλούς σας φίλους”. “Καλά έκανες”, του απάντησε κοφτά. “Σαλπάρουμε αμέσως!”.
Ο Δήμος κοίταξε με απορία τον Ορφέα.
“Δεν ήξερα πως το πάρτι θα γίνει εν πλω!”
“Μήπως το ήξερα εγώ!”, του απάντησε με την ίδια απορία. “Πάντα απρόβλεπτος αυτός ο Οικονόμου!”.
“Ο ποιος;”, ρώτησε έκπληκτος ο Δήμος νιώθοντας να ανακατεύεται το στομάχι του.
Δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση καθώς ο Πετρής φάνηκε στην άκρη της σκάλας. Με ένα πλατύ χαμόγελο χαιρέτησε έναν έναν όλους τους καλεσμένους του. Τελευταίους άφησε τον Ορφέα με την παρέα του.
“Καλησπέρα”, τους είπε με πρόσωπο που έδειχνε την χαρά που τους έβλεπε.
“Να σας συστήσω”, προθυμοποιήθηκε ο Ορφέας.
“Δεν χρειάζεται φίλε μου”, του απάντησε διακόπτοντας τον. “Γνωριζόμαστε με τον Δήμο από παλιά!”, και λέγοντας αυτά τον τράβηξε από το χέρι και του ψιθύρισε στο αυτί:” Μην αποκαλύψεις πως είμαστε αδέλφια. Θα τους φανεί τουλάχιστον περίεργη τέτοια σύμπτωση”.
Και ύστερα γυρνώντας προς τον Ορφέα:” Διασκέδασε τον φίλο μας απόψε, όπως μόνο εσύ ξέρεις!” Του έριξε ένα χαϊδευτικό μπατσάκι και σκύβοντας για να μην ακουστεί από τον Δήμο συνέχισε. “Και χωρίς καμία προφύλαξη!”.
“Μα ξέρεις!”, προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο Ορφέας.
“Επειδή ξέρω, και δεν θέλεις να το μάθει αύριο όλη η Ελλάδα, κάνε αυτό που σου είπα!”.
Τους χαιρέτισε με μια κίνηση του χεριού και έψαξε τη Νίκη. Την είδε να μιλάει με έναν σκηνοθέτη της κακιάς ώρας, τον Κόλια, που οι μόνες επιτυχίες της σταδιοδρομίας του ήταν πέντε- έξι βιντεοκασέτες με ατάλαντους ηθοποιούς και σενάρια για ανεγκέφαλους.
“Θα σου την στερήσω για λίγο κύριε Κόλια”, είπε πλησιάζοντας τους και εκείνος απομακρύνθηκε αφού πρώτα έκανε μια υπόκλιση.
Δείτε επίσης: Πάρτε 100 σε κουπόνι & 50% έκπτωση στην πρώτη σας παραγγελία με την εφαρμογή μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου