ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (75η συνέχεια, Το ξεχασμένο φυλακτό)

 Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Οι μέρες κύλησαν με τη Μαρία να έχει πέσει με τα μούτρα στην προετοιμασία της καλοκαιρινής κολεξιόν. Καμιά άλλη κουβέντα πάνω στο θέμα δεν ξανάκανε με την μάνα. Οι μοναδικές συζητήσεις τους περιστρέφονταν γύρω από το παιδί και το σπίτι. Ο Αλέξανδρος απέφευγε να έρχεται συχνά και όταν το έκανε φρόντιζε να είναι και οι δυο τους εκεί. Από τη στιγμή που η Μαρία έμαθε τα πάντα, ντρεπόταν να την δει μόνη. Αλλά και η ίδια δεν έδειχνε διάθεση να τον συναντήσει. Αφού τελικά δεν ήταν πατέρας της, έπαψε το ενδιαφέρον της γι αυτόν. Το μόνο κέρδος από αυτή την ιστορία ήταν το παιδί της που λάτρευε. Το μοναδικό πλάσμα που αγαπούσε πια! 

 Ο Ερρίκος μπήκε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά! 

 “Ψάξε για καινούργιο χώρο.”, της είπε ενθουσιασμένος.” Έχουμε τόσες παραγγελίες, που στο τέλος θα αφήνουμε τα ρούχα στο δρόμο!” 

 “Αν πάει κι αυτή η σεζόν το ίδιο καλά, σκέφτομαι να αγοράσω το κτίριο και τα γύρω οικόπεδα.”, του απάντησε. “Είναι περίπου πέντε στρέμματα. Τα λεφτά όμως δεν φτάνουν, οπότε θα αναγκαστώ να πάρω δάνειο.” 

 “'Όλοι παίρνουν Μαρία. Αν περίμεναν μόνο από τα δικά τους κεφάλαια, θα έμεναν στη μιζέρια!” Έκανε το σήμα της νίκης με τα δάχτυλα και έκανε να φύγει. Γύρισε αμέσως χτυπώντας το μέτωπο με το χέρι. 

“Τι να πάρω της μάνας σου;”, ρώτησε. “Αύριο δεν γιορτάζει;” 

 Ούτε που είχε περάσει από το μυαλό της. Οτιδήποτε αφορούσε τη θρησκεία την άφηνε παγερά αδιάφορη. Και ειδικά η συγκεκριμένη γιορτή της έφερνε άσχημες αναμνήσεις, κάθε φορά που ερχόταν! 'Ότι θέλεις πάρε”, του είπε άχρωμα. “Διάλεξε και κάτι για μένα. Βαριέμαι και που σκέφτομαι τη διαδικασία.” 

 Έξω είχε ήδη νυχτώσει. Κοίταξε το ρολόι. Εννιά παρά δέκα. Τακτοποίησε τα χαρτιά της και τα έκλεισε στο φοριαμό. Το κεφάλι της πονούσε τρομερά εδώ και λίγη ώρα. Έβαλε ένα αναβράζον παυσίπονο στο νερό. Κάτι έπρεπε να κάνει με αυτούς τους πονοκεφάλους που τη βασάνιζαν τελευταία. Οι εξετάσεις που έκανε δεν έδειχναν κάτι παθολογικό, αλλά μάλλον οφείλονταν στο στρες, όπως της είπαν οι γιατροί. Όμως και ο ύπνος της ήταν ανήσυχος και διακοπτόμενος. Ξυπνούσε περισσότερο κουρασμένη από πριν κοιμηθεί. Και αυτοί οι εφιάλτες! Κάθε βράδυ και χειρότεροι. Ανεξήγητοι, τρομακτικοί, που τη γέμιζαν φόβο. Ο Ερρίκος που του είχε εκμυστηρευτεί όλα αυτά, της συνέστησε να επισκεφτεί ψυχολόγο, και μάλλον θα το έκανε σύντομα. Όταν γύρισε σπίτι βρήκε τη μάνα στην κουζίνα. Υπέροχες μυρωδιές ξεχασμένες από χρόνια γέμισαν τη Μαρία με νοσταλγία. Ένας υπέροχος μπακλαβάς, με λάδι αντί για βούτυρο, ρόδιζε στον φούρνο.

Αυτό το γλυκό έφτιαχνε κάθε χρόνο τέτοια μέρα η Βαγγελιώ, λόγω νηστείας., και τράταρε τους καλεσμένους της. 

 ”Ήρθες κόρη μου.”, την καλωσόρισε. “Έχει γεμιστά, να σου βάλω;” 

 “Έφαγα λίγη πίτσα στο γραφείο. Δεν πεινάω.”. 

 “Δεν κρατάς πια τη νηστεία.”, της παραπονέθηκε.”Παλιά ούτε λάδι δεν έτρωγες όλη τη βδομάδα!” “Παλιά όλα ήταν αλλιώς! Όλοι είμαστε αλλιώς τότε!”, της απάντησε ψυχρά και ανέβηκε στο δωμάτιο του μωρού. Κοιμόταν μακάρια και αφού το φίλησε γλυκά πήγε κατευθείαν για ύπνο, που τόσο της έλειπε τελευταία. Οι απαίσιοι εφιάλτες δεν έλειψαν ούτε αυτή τη νύχτα. Όταν άνοιξε τα μάτια η ώρα ήταν ακόμη τέσσερις παρά τέταρτο. Νύσταζε τρομερά, αλλά η προοπτική ενός ακόμα εφιάλτη την ανάγκασε να σηκωθεί. Έφτιαξε καφέ και βγήκε στην βεράντα. Έφερε στο νου το τελευταίο όνειρο που ήταν η αφορμή να ξυπνήσει. Την κυνηγούσαν λέει, κάτι παράξενα όντα με ανθρώπινες μορφές. Σαν τα τέρατα της μυθολογίας, μόνο πολύ πιο τρομακτικά. Άκουγε τις φωνές τους που την καλούσαν να πάει μαζί τους, άλλοτε με υποσχέσεις και άλλοτε με απειλές. Κάτι τα εμπόδιζε να την πάρουν με τη βία. Ήταν σίγουρη πως στο όνειρο ήξερε ποιο ήταν αυτό το εμπόδιο, όμως τώρα δεν μπορούσε να το θυμηθεί. Κάτι της έλεγε πως αν κατάφερνε να το βρει, θα ήταν η λύση στα προβλήματα της. Όσο όμως κι αν έστυβε το μυαλό της ήταν αδύνατο να θυμηθεί οτιδήποτε. Ώσπου ξαφνικά μέσα στην ησυχία της νύχτας, άκουσε πεντακάθαρα τη φωνή της παράξενης γριάς του λατομείου:”Θα σου δώσω εγώ κάτι που θα σε προστατεύει στη ζωή σου”!

Αυτό ήταν! Το φυλαχτό που είχε ξεχάσει παραπεταμένο σε κάποιο συρτάρι, θα την έβγαζε από τα αδιέξοδα και θα την προστάτευε. Σηκώθηκε γρήγορα και έτρεξε στο δωμάτιο της. Της πήρε αρκετή ώρα να το ανακαλύψει, κάτω από διάφορα άχρηστα μικροαντικείμενα που θα έπρεπε από καιρό να είχε πετάξει. Το κράτησε δίπλα στο φως του πορτατίφ. Ένα απλό μικρό τριγωνικό κομμάτι μαύρο πανί με ένα περίεργο σύμβολο κεντημένο πάνω του. Κάτι σαν αστέρι με μια δυσδιάκριτη μορφή στο κέντρο του. Το πίεσε με τα δάχτυλα και ένιωσε κάτι σκληρό να κρύβει μέσα του. Μεθαύριο που θα άνοιγαν τα μαγαζιά θα το πήγαινε να το βάλουν σε μια ασημένια θήκη. Το έβαλε στην τσάντα της και κατέβηκε στο σαλόνι. Καλημέρισε τη Βαγγελιώ που μόλις είχε ξυπνήσει, της πέταξε ένα τυπικό “χρόνια πολλά”, και έφυγε. Η πρώτη της σκέψη μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο, ήτα να πάει στη βιοτεχνία, αλλά το μετάνιωσε γρήγορα. Όλοι θα έλειπαν λόγω της αργίας και η ίδια δεν είχε κάτι σπουδαίο να κάνει εκεί. Ένας καφές στην πλατεία της φάνηκε υπέροχη ιδέα. Τα πιτσιρίκια που μαζεύονταν για την καθιερωμένη παρέλαση, της έφεραν στο νου, τις δικές της ανέμελες παρόμοιες στιγμές στο νησί.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου