ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (76η συνέχεια, Οι φρικτοί πονοκέφαλοι)

 Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Ένας νεαρός την πλησίασε δειλά. 

 “Σας ξέρω από κάπου;”, τη ρώτησε συνεσταλμένος. 

 Η Μαρία γέλασε με το τόσο κοινότυπο πλησίασμα. Άλλος ένας από τους ενοχλητικούς τύπους που δεν έχαναν ευκαιρία όταν έβλεπαν μοναχική κοπέλα! Γύρισε και τον κοίταξε έτοιμη να του κόψει τη φόρα, όμως στη ματιά του είδε μιαν αθωότητα που την έκανε να αλλάξει γνώμη. Ήταν γύρω στα τριάντα, ίσως και λίγο μικρότερος με όμορφα χαρακτηριστικά, και το ευγενικό του παρουσιαστικό του προσέδιδε επιπλέον γοητεία. “Δεν νομίζω”, του αποκρίθηκε τελικά. “Εκτός αν ασχολείστε με τη μόδα!” 

 “Και όμως.”, επέμεινε εκείνος. “Είμαι σίγουρος πως έχουμε συναντηθεί κάπου!” 

 Τον κοίταξε πάλι προσεκτικά και αυτή τη φορά κάτι της θύμισε. 

 “Στο ξενοδοχείο στον Κορυδαλλό!”, του είπε ξαφνικά, καθώς τον αναγνώρισε. “Στη ρεσεψιόν, αν δεν κάνω λάθος.” “Επιτέλους!” αναφώνησε ανακουφισμένος.” Φοβόμουν πως θα παρεξηγήσετε την επιμονή μου!” 

Τον προσκάλεσε να καθίσει μαζί της. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο μετά τον Αλέξανδρο. 

 “Με τι ασχολείσαι τώρα;”, τον ρώτησε. 

 “Είμαι συντηρητής έργων τέχνης της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Δουλεύω στην αρχαιολογική υπηρεσία. Εκείνο τον καιρό συμπλήρωνα τα λίγα χρήματα που έστελναν οι γονείς μου για τις σπουδές, δουλεύοντας τα ρεπό του ρεσεψιονίστ.” 

 “Ενδιαφέρουσα δουλειά ακούγεται.”, απάντησε εντυπωσιασμένη. 

 “Ασφαλώς! Η επαφή με την ιστορία του τόπου μας, η ανάδειξη της αξίας των δημιουργών του παρελθόντος, είναι υπέροχη! Το να ξέρεις ότι συνέβαλες να περάσουν στις επόμενες γενιές αυτά τα αριστουργήματα, σε γεμίζει ευτυχία” 

 “Αλλά η υλική ανταμοιβή, φαντάζομαι δεν είναι αντάξια του έργου σου!” 

 “Και βέβαια όχι! Όμως δεν είναι αυτό το σπουδαιότερο, έτσι δεν είναι;”, τη ρώτησε και αν περίμενε καταφατική απάντηση μάλλον λάθεψε. 

 “Έχουν και τα χρήματα την αξία τους”, απάντησε με αλαζονεία. “Εγώ για παράδειγμα αν και είμαι αρκετά μικρότερη σου, βγάζω τουλάχιστον τα δεκαπλάσια!”

 “Με νόμιμο τρόπο ελπίζω!”, της είπε χαμογελώντας. 

“Είμαι ιδιοκτήτρια μιας μεγάλης μονάδας κατασκευής και εμπορίας γυναικείων ενδυμάτων”, τόνισε φανερά ενοχλημένη από τον άκομψο τρόπο της παρατήρησης του. 

 “Συγγνώμη!”, απολογήθηκε μετανιωμένος. “Δεν ήθελα να σε θίξω. Ένα χαζό αστείο ήταν που νόμιζα πως είναι έξυπνο!” 

 Του έγνεψε με μια χειρονομία κάτι σαν δεν πειράζει και του έδωσε την κάρτα της. 

 “Εδώ θα με βρεις, αν θελήσεις να τα ξαναπούμε”, του είπε και σηκώθηκε να φύγει.

“Το συντομότερο! Να είσαι σίγουρη. Δεν έχω ξέρεις μεγάλο κύκλο γνωριμιών και η παρέα σου θα μου είναι πολύτιμη”. 

 Τον χαιρέτησε και έφυγε για το σπίτι. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασαν οικογενειακά, κατά κάποιον τρόπο. Ο Αλέξανδρος, ο Ερρίκος με τον φίλο του τον Χρήστο και οι δυο τους. Έφαγαν μπακαλιάρο πλακί και τηγανιτό που είχε ετοιμάσει η Βαγγελιώ και κουβέντιασαν ανώδυνα θέματα, κυρίως γύρω από τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Όταν αργά το βράδυ έφυγαν οι επισκέπτες και η Μαρία τάισε το μωρό, κάτι που δεν είχε την ευκαιρία να κάνει συχνά, η Βαγγελιώ την πλησίασε διστακτικά. 

 “Την άλλη βδομάδα σαραντίζεις. Πρέπει να πας το παιδί στην εκκλησία για την ευχή.” 

“Μάλιστα!”, απάντησε με έναν τρόπο που δεν φανέρωνε τα αισθήματα της. 

 “Δεν ξέρω πως γίνεται εδώ στην Αθήνα. Φαντάζομαι πρέπει να ενημερώσεις πρώτα τον παπά". 

“Εντάξει, θα δούμε”, σταμάτησε εκεί τη συζήτηση η Μαρία και ανέβηκε στο δωμάτιο της.

Το πρωί ξύπνησε πάλι με τον καταραμένο πονοκέφαλο. Ένιωθε το βουητό στα αυτιά της και το αίμα στις φλέβες της να χτυπάει δυνατά. Μέτρησε την πίεση. Κανονική, 11 με 7. Πήρε πάλι παυσίπονο και τηλεφώνησε του Ερρίκου. 

 “Κλείσε μου ένα ραντεβού με τον ψυχολόγο που είπες. Και σήμερα αν γίνεται!” 

 Μπήκε στο παιδικό δωμάτιο την ώρα που η Βαγγελιώ άλλαζε το μωρό. 

 “Χλωμή μου φαίνεσαι Μαριγώ μου! Δεν κοιμήθηκες καλά;”, τη ρώτησε με αγωνία η μάνα. 

 “Όχι!”, ούρλιαξε σχεδόν και το μωρό έβαλε τρομαγμένο τα κλάματα. “Και σου έχω πει χίλιες φορές να με φωνάζεις Μαρία!”. 

 Έφυγε χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Τα νεύρα της ήταν τόσο τεντωμένα που μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια τη διαδρομή τους. Αυτό το πρωινό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να θυμηθεί στη ζωή της. Διάθεση κάτω από το μηδέν, φρικτά προαισθήματα δίχως συγκεκριμένη αιτία, πονοκέφαλος, ναυτία. Με πολύ κόπο κατάφερε να φτάσει στη βιοτεχνία, σταματώντας τουλάχιστον έξι φορές στο δρόμο, να συνεφέρει λίγο. Ούτε το δυνατό παυσίπονο έκανε αυτή τη φορά τη δουλειά του, καθώς ο πονοκέφαλος έγινε πια ανυπόφορος. Ο Ερρίκος τρόμαξε στη θέα της! 

“Τα χάλια σου έχεις!”, διαπίστωσε. “Είχες πάλι τους φοβερούς εφιάλτες;” 

 “Μόνιμη συντροφιά μου.”, ψέλλισε κουρασμένη. “Έκλεισες ραντεβού;” 

 “Στις πέντε το απόγευμα. Ελπίζω να σε βοηθήσει, έχει πολύ καλή φήμη.” 

 Τον έδιωξε με μια χειρονομία και προσπάθησε να ξεκινήσει τη δουλειά. Αδύνατον! Όλα γύριζαν σαν να βρισκόταν σε τρικυμία. Μια τρικυμία που δεν ήταν απλά σχήμα λόγου. Ένας ωκεανός σε θύελλα έμοιαζε το μυαλό της. Σκέψεις η μια πίσω από την άλλη σαν πελώρια κύματα ταρακουνούσαν όλο της το είναι.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου