ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Ένας άνθρωπος (Διήγημα)

 Ένα σπουργίτι πέρασε μπροστά από το βλέμμα του καθώς αγνάντευε πέρα το δενδροφυτευμένο με ελιές, ήπιας ομορφιάς και μέτριας κλίσης βουνό. 

Πήγε και κρύφτηκε μέσα στην βαριά φυλλωσιά μια ελιάς και κάθισε πάνω σε ένα κλαρί της. Αναρωτήθηκε πόσο τυχερός ήταν που είχε πνοή για να απολαμβάνει όλο αυτό το θαύμα της φύσης. «Τι ζωή άραγε να έχει ένα τέτοιο πουλάκι;» σκέφτηκε. Πόσο θα ήθελε να κουρνιάσει στη δική του αγκαλιά και να νιώθει την καρδούλα του να πάλλεται ρυθμικά!

Τελικά τι είναι ο άνθρωπος, η φύση, τα ζώα; Ήξερε πια πως τίποτε δεν του ανήκει αλλά και όλα είναι δικά του. Τίποτα δεν είναι κτήμα του ακόμα και αυτά που με μόχθο απόκτησε. Τα πάντα είναι

προσωρινά για αυτό είχε αρχίσει να απολαμβάνει την επαφή του με οτιδήποτε ζωντανό ή υλικό το οποίο μέσα του κουβαλούσε ανθρώπινα χαρακτηριστικά σαν να ήτανε η πρώτη και τελευταία φορά που θα μοίραζε κάποιες στιγμές μαζί του.

Σήκωσε το βλέμμα του ώσπου συνάντησε το βουνό που είχε πάρει χρώμα πορφυρό και γινόταν πιο εύκολα αισθητό από το γκρίζο σύννεφο που είχε κάτσει στοργικά από πάνω του. Μια περίεργη τροπή του καιρού έδινε λίγο αλάτι στη στιγμή.

Εισέπνευσε με δύναμη και βαθιά μέχρις ότου εισπράξει ότι πρόφταινε. Κράτησε την αναπνοή του για κάποια δευτερόλεπτα και μετά την άφησε να ακολουθήσει το ρυθμό της. Από μέσα από το σπίτι άρχισε να ακούγεται η σαγηνευτική φωνή της Julie London που λικνιζόταν στους ρυθμούς της jazz και του Cole Porter και ταυτίστηκε με τη διάθεση της στιγμής.

Μπήκε για λίγο μέσα, άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια μπύρα. Γέμισε ένα ποτήρι και επέστρεψε πάλι στο μπαλκόνι. Το σώμα του άρχισε να κουνιέται στα κελεύσματα της ερμηνεύτριας, του τσέλου και του πιάνου. Το μυαλό του ξεκίνησε να γεννά σκέψεις. Διερευνητικές εικόνες ζύγωσαν σαν ιδέες και το δημιουργικό του δαιμόνιο αναζητούσε να πάρει υπόσταση.

Κάθισε δίπλα στο τζάκι, που από το πρωί έκαιγε, στο σημείο που φαινόταν καλά η όμορφη θέα έξω. Πήρε στα χέρια του την παλιά γραφομηχανή του παππού του και πάτησε ένα πλήκτρο απλά για να ακούσει τον ήχο. Ένιωθε να ξεσκονίζει το μηχάνημα που χρόνια είχε να δουλέψει και τα δάκτυλά του να ζεσταίνονται από την περίτεχνη δραστηριότητά τους.

Μια ήταν η διψασμένη του ανάγκη για σήμερα. Ο νους του να χαλαρώσει και να αποβάλει όλο το αρνητικό βαρόμετρο από πάνω του. Ύστερα από χρόνια ξανάπιανε στα χέρια του την παλιά γραφομηχανή του παππού, να ξεσκουριάσει κι ο ίδιος από την άκαμπτη στάση που έπαιρνε καθημερινά στην καρέκλα του γραφείου του. Και καθώς άρχισε να γράφει, άθελα του οι λέξεις πήραν να μιλάνε για κείνον τον αγαπημένο άνθρωπο.

Πάνω στο γαϊδουράκι τον σκέφτηκε που από μακριά ερχόταν κατεβαίνοντας το βουνό. Είχε ανταλλάξει τις σκέψεις του με το χωραφάκι που συντηρούσε εδώ και καιρό στην πέμπτη στροφή πέρα από το νεκροταφείο, εκεί όπου το χωριό φαινόταν να παίρνει σχήμα και έβλεπες τα όριά του, είχε περιποιηθεί τα κλήματά του που κάθε χρόνο τον τροφοδοτούσαν με τους ευλογημένους χυμούς τους και γαληνεμένος από την καθιερωμένη καθημερινή επαφή του ζύγωνε στο ζεστό του σπίτι.

Άνθρωπος σκαλισμένος στο πρόσωπο από τον αγώνα για επιβίωση μακριά από την τσιμεντένια πόλη και δίπλα στη φύση. Ένα μουστάκι χώριζε τα ανοιχτά ρουθούνια του από το αφυδατωμένο στόμα του. Ελαφρώς κιτρινισμένο από το τσιγάρο που μόνιμα σύχναζε στα λημέρια των χειλιών του. Γυαλιά για όλες τις χρήσεις και μέτωπο καθαρό. Λιγοστά μαλλιά που είχαν μείνει, όλα τους κρατούσανε γερά στην άκρη του μετώπου δίχως να παραδίδουν το τελευταίο προπύργιο της ήττας τους. Η μπριγιαντίνη ήτανε πάντα στρωμένη με τέχνη και κάπου-κάπου γυάλιζε για να υπενθυμίζει την ύπαρξή της.

Αυτός ήταν ο παππούς του. Άνθρωπος του βιβλίου που τρελό τον ανεβάζανε, τρελό τον κατεβάζανε στο μικρό χωριό. Τρελός γιατί το φτωχό μυαλό των χωριανών δεν μπορούσε να πάει ένα βήμα παραπέρα, να καταλάβουν αυτή τη διαφορετικότητα ετούτου του ανθρώπου και οτιδήποτε ακατανόητο για αυτούς έπαιρνε την ταμπέλα του ξεμωραμένου.

Του έλειπε. Επιθύμησε τα βράδια που περνάγανε παρέα, με τα ποτήρια τους μισογεμάτα από εκλεκτό ποτό, εκεί όπου τα χνώτα τους σαν απολήξεις της σκέψεις τους συμπλέκονταν και δημιουργούσαν ατμόσφαιρα μυσταγωγική. Τον είχε σαν εγγονό του παρ’ ότι το αίμα τους δεν κυλούσε ίδιο στις φλέβες τους. Ήταν συγγενείς ψυχής όμως. Εκείνος τον ένιωθε εγγονό, ίσως και παιδί του, αυτός σαν παππού ίσως και αδελφό του. Υπήρχε πάντοτε μια στοργή ανάμεσά τους. Οι κουβέντες τους παίρνανε ζωή μέσα από την εμπειρία της ζωής και την ζωηράδα της νιότης και σμίγανε με κοινό παρανομαστή την όμοια πλεύση. Η επιθυμία της γνώσης ήταν αυτό που τους οδηγούσε, η παρατήρηση, η εξέταση και η αναζήτηση της αλήθειας.

Καθώς τα δάκτυλά του χόρευαν ευδιάθετα πάνω στα πλήκτρα της παλιάς γραφομηχανής του ερχόντουσαν μνήμες από τις συναντήσεις τους. Θυμήθηκε εκείνη τη μέρα που σε ένα χαρτάκι που εκείνη τη στιγμή έσκισε από το ημερολόγιό του έγραψε πάνω το όνομα και το τηλέφωνό του για να τον καλεί ο Γιάννης από την Αθήνα. Πότε δεν κατάφερε να το χρησιμοποιήσει εκείνο το σημείωμα γιατί τους πρόλαβε ο θάνατος. Το είχε όμως από τότε σαν φύλακα άγγελο μέσα στο πορτοφόλι του και το κουβαλούσε παντού.

Με τη σκέψη του αυτή η διάθεσή του κόπηκε απότομα και άφησε τη γραφομηχανή στο πλάι. Άνοιξε μια ακόμα μπύρα και κάθισε να την πίνει ακίνητος, κοιτώντας το μικρό χώρο της κουζίνας.

«Ωραία» σκέφτηκε παρ’ ότι δύσθυμος. Άλλωστε τι άλλο θα μπορούσε να δηλώσει στον εαυτό του μετά από μια ψυχοθεραπεία ανέξοδη και αποτελεσματική. Ο κακοδιάθετος εαυτός του είχε βρει το δρόμο της επιστροφής και είχε επανέλθει γεμάτος ενθουσιασμό…

Γιάννης Καραγεώργος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου