Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Στη διαδρομή προς το θεραπευτήριο, έφερε στο μυαλό της την πρώτη εκείνη συνάντηση με τη γρια στο λατομείο. Την απίστευτη ιστορία που της διηγήθηκε, τις νεράιδες, τις αγγελούδες. Χάιδεψε το φυλαχτό με την ασημένια θήκη, που φορούσε στον λαιμό. “Πραγματικά δουλεύει”, σκέφτηκε. “Όλα πάνε από το καλό στο καλύτερο από τότε που το έχω!”. Έφτασε στο νοσοκομείο και αφού ενημερώθηκε στην ρεσεψιόν, ανέβηκε στο δωμάτιο της γριάς. Κτύπησε διακριτικά την πόρτα και αν και δεν πήρε απάντησε την άνοιξε και μπήκε. Ξαπλωμένη στο μοναδικό κρεββάτι η κυρία Καμβύση, ανέπνεε με δυσκολία φορώντας τη μάσκα οξυγόνου. Μόλις είδε τη Μαρία μια υποψία χαμόγελου σχηματίστηκε στα χείλη της. Έβγαλε τη μάσκα και τη χαιρέτησε.
“Ήρθες! Φοβόμουν πως δεν θα έπαιρνες στα σοβαρά την πρόσκληση μου.”
“Ξαφνιάστηκα είναι η αλήθεια”, της απάντησε. “Μετά από τόσα ψέματα που μου είπες, δεν φανταζόμουν πως υπήρχε κάτι άλλο να συζητήσουμε!”
“Έχεις δίκιο για τα ψέματα. Οι μόνες αλήθειες σε ότι σου εξιστόρησα τότε είναι πως ο πατέρας μου ήταν παπάς, όχι βέβαια στη Δονούσα αλλά εδώ στην Αθήνα, και ότι ο γιος μου ήταν πρέσβης. Τώρα είναι σύμβουλος του υπουργού εξωτερικών.”
Ξανάβαλε την μάσκα και πήρε μερικές ανάσες.
“Δεύτερο παιδί δεν έκανα ποτέ, μόνο τρεις αποβολές”, συνέχισε την εξομολόγηση της. “Με τον άντρα μου, μετά τη γέννηση του γιου μας και τις αποβολές, ζούσαμε συμβατικά μαζί για τα μάτια του κόσμου και για το παιδί . Στα τριάντα μου γνώρισα τον Απόστολο Ηλιάδη, πέντε χρόνια μικρότερο μου που μόλις είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο. Αγαπηθήκαμε με πάθος. Εγώ ήμουν ήδη λέκτορας στη Φιλοσοφική της Αθήνας και έψαχνα μέσα μου την αλήθεια, όπως κάθε φιλόσοφος που σέβεται τον εαυτό του!”
Σταμάτησε για δεύτερη φορά, καθώς ήταν φανερό πως κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να αναπνεύσει. Μετά από λίγα λεπτά στο οξυγόνο, συνέχισε την αφήγηση της.
“Ο Απόστολος είχε κι αυτός παρόμοιες μεταφυσικές ανησυχίες. Παράξενο πράγμα για κάποιον που ακολουθούσε τις θετικές επιστήμες, αλλά τις είχε. Εντρυφήσαμε μαζί σε αρχαίες δοξασίες, σε τεχνικές μαγείας που δύσκολα θα τολμούσε κάποιος. Το αγαπημένο μας ήταν να καλούμε πνεύματα από τον άλλο κόσμο. Παιχνίδια που τότε θεωρούσαμε ακίνδυνα. Δεν ήταν όμως! Τα χρόνια περνούσαν και εμείς βυθιζόμασταν όλο και πιο βαθιά σε κόσμους σκοτεινούς, σε δρόμους που μας οδηγούσαν να πιστέψουμε πως γινόμαστε θεοί! Παρακολουθούσαμε τις ζωές ανύποπτων ανθρώπων, και την κατάλληλη στιγμή, επεμβαίναμε προσπαθώντας να επηρεάσουμε την έκβαση τους. Στην αρχή δεν καταφέρναμε και πολλά, όμως στη συνέχεια βελτιώσαμε τις τεχνικές μας και είχαμε θεαματικά αποτελέσματα!”
Την σταμάτησε απότομα ένας δυνατός βήχας, και η Μαρία πίστεψε πως αυτό ήταν το τέλος της. Εκείνη όμως αφού έβαλε και πάλι το οξυγόνο έδειξε να συνέρχεται.
Αυτή τη φορά άργησε πολύ να συνεχίσει. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν και η προσπάθεια να μιλήσει γινόταν όλο και πιο οδυνηρή.
“Όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο, μόλις είχε έρθει από την Κύπρο”, ξανάρχισε με αδύναμη φωνή, που ίσα που ακουγόταν. “Εγώ τον βοήθησα με τις γνωριμίες μου να σταθεί στα πόδια του. Σιγά σιγά και με το ταλέντο του, έφτασε να γίνει αυτός που είναι σήμερα. Από εκείνον έμαθα την ιστορία με τη μητέρα σου, και έτσι σε επέλεξα για το επόμενο και σημαντικότερο πείραμα! Είχες όλες τις προδιαγραφές. Απλή αφελής χωριατοπούλα, δεμένη με την οικογένεια και τον περίγυρο σου, και με μια περίεργη σχέση αγάπης-μίσους με τον πατέρα σου. Άρχισα να σε παρακολουθώ, κατά τύχη, από τότε στο σπίτι της γιαγιάς σου, όταν βρήκες τη φωτογραφία του Αλέξανδρου. Σε είδα κρυμμένη πίσω από τη μάντρα του διπλανού χωραφιού να την κοιτάζεις παραξενεμένη, και τότε συνέλαβα την ιδέα! Θα σου έβαζα στο μυαλό να ερωτευτείς τον πατέρα σου και θα έπειθα τον Απόστολο που ήταν στα τελευταία του να γράψει την επιστολή, που τελικά σου έδωσε ο γιος του, με τη δήθεν αποκάλυψη για τον πραγματικό σου πατέρα.”
Η Μαρία την κοιτούσε αποσβολωμένη, καθώς σταμάτησε για ακόμη μια φορά για να βάλει τη μάσκα. Ήταν δυνατόν να είναι αλήθεια αυτές οι τερατολογίες ή μήπως αποτελούσαν παραλήρημα της ετοιμοθάνατης; Μπορεί πραγματικά κάποιος να παρέμβει με τέτοιο τρόπο στο μυαλό του ανθρώπου και να του υποβάλει σκέψεις και συναισθήματα; Η γρια σαν να διάβασε τις σκέψεις της με πολύ κόπο συνέχισε την αφήγηση. “Θα αναρωτιέσαι πως μπόρεσα να μπω στο μυαλό σου! Έχεις ακούσει φαντάζομαι για την τηλεπάθεια. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα, μόνο που πρέπει να την καλλιεργήσουν. Εγώ και ο Απόστολος το καταφέραμε με πολύ προσπάθεια, αλλά και τη βοήθεια άλλων μυημένων. Το μόνο εμπόδιο που αντιμετώπισα ήταν ο Σταυρός που φορούσες και με κάποιο τρόπο μπλόκαρε την προσπάθεια μου. Την ευκαιρία την βρήκα όταν Τον έβγαλες κάποια στιγμή. Δεν σε έβλεπα βέβαια, όμως ένιωσα πως εκείνη τη στιγμή ήσουν ευάλωτη. Σου επέβαλα να μην Τον ξαναφορέσεις και μετά όλα έγιναν πολύ εύκολα. Τη μέρα του Ευαγγελισμού ήμουν στην εκκλησία και εγώ. Δεν με πρόσεξες μέσα σε τόσο κόσμο, και εκεί την ώρα που συζητούσες με τις φίλες σου, έβαλα στο νου σου τον έρωτα για τον πατέρα σου!”
“Δηλαδή”, της φώναξε αγριεμένη, “εσύ τα ξεκίνησες όλα!”
“Θα έλεγα πως επίσπευσα κάποιες διαδικασίες. Είχες αρχίσει να βλέπεις με άλλο μάτι τον Βασίλη, αλλιώς δεν θα μπορούσα τόσο εύκολα να σε υποβάλω. Εξ άλλου την τιμωρία που είχες σκοπό να επιβάλεις στη μάνα σου και τον υποτιθέμενο πατέρα σου, μόνη σου την αποφάσισες. Εγώ δεν είχα καμία συμμετοχή σε αυτό. Όπως και για τους τρεις φόνους, πάλι δική σου επιλογή ήταν!”
Η Μαρία πάγωσε στο άκουσμα των τελευταίων λόγων της. Ώστε τα ήξερε όλα! Άραγε είχε μιλήσει σε κάποιον άλλο για αυτό; Η γρια έδειχνε πως δεν είχε πια κουράγιο να συνεχίσει.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου