ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ (20η συνέχεια. Το μυστικό και οι εφιάλτες)

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο 


 Αυτή τη φορά έγραψε μόνο «Θέλω, αλλά μπορώ;». Όποιος το διάβαζε δεν θα είχε και πολλά να καταλάβει. Για τον ίδιο όμως ήταν ερώτηση ζωής Την ερχόμενη Τετάρτη θα συνεδρίαζε η ιερά σύνοδος της παράταξής τους για να εκλέξει νέο Μητροπολίτη Πειραιώς και νήσων, στη θέση του μακαριστού Γαβριήλ που κοιμήθηκε τον περασμένο μήνα. Οι πληροφορίες τον ήθελαν ως τον επικρατέστερο υποψήφιο.

Αυτό το νόημα είχε η φράση. Τα τυπικά προσόντα σίγουρα τα είχε. Πτυχιούχος θεολογίας και με πολύ καλή γνώση Αγγλικών και Γαλλικών. Τα ουσιαστικά όμως; 

Ευφράδεια λόγου είχε. Το εκκλησίασμα κρεμόταν απ τα χείλη του, αλλά αυτά ήταν λόγια. Τις περισσότερες φορές απλά φλυαρούσε, χρησιμοποιώντας βαρύγδουπες εκφράσεις για να εντυπωσιάσει.

Και ύστερα υπήρχαν και τα προσωπικά του πάθη. Τα πολεμούσε με σθένος, αλλά ήταν αυτό αρκετό; Ο πνευματικός του τού έλεγε πως είναι, αυτός όμως είχε τις αμφιβολίες του. Αν αποκτούσε εξουσία ως δεσπότης, μήπως υπέκυπτε σ΄αυτά; 

Άφησε αυτούς τους προβληματισμούς που δεν οδηγούσαν πουθενά και αφού προσευχήθηκε θερμά ξάπλωσε να κοιμηθεί. Σε λίγο απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο σπίτι. Μόνο το ελαφρύ ροχαλητό της Αρχοντούλας έσπαζε τη μονοτονία!

Η σειρήνα ενός περιπολικού ξύπνησε την Αρχοντούλα. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο και η ώρα ήταν μόλις δυο και δέκα. Έκανε κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να κοιμηθεί και πάλι, όμως μάταια. Σηκώθηκε και έφτιαξε καφέ. Μέχρι τις πεντέμισι που της είπε ο παπάς πως θα φύγουν είχε ακόμα αρκετή νύχτα. Μπήκε στο καθιστικό με όση περισσότερη προσοχή μπορούσε και κάθισε στο γραφείο. Με το φως του καντηλιού είδε το ανοικτό τετράδιο. Λίγο η περιέργεια, λίγο η βαρεμάρα την έκαναν να του ρίξει μια ματιά. Έφερε πιο κοντά το καντήλι και άρχισε το διάβασμα. Λίγα πράγματα βρήκε ενδιαφέροντα. Πολύ γραμματιζούμενα της φάνηκαν τα περισσότερα. Μόνο δυο τρεις αναφορές στην οικογένεια του της τράβηξαν την προσοχή. Ειδικά αυτή που αφορούσε τη μητέρα του της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: «Καλό Παράδεισο μητέρα! Το έγκλημα σου το εξομολογήθηκες και θέλω να πιστεύω πως ο Κύριος σε συγχώρεσε! Άλλωστε από ένα σημείο και μετά, προσπάθησες να το αποτρέψεις. Μόνο να μπορούσα να βρω αυτή τη γυναίκα να της ζητήσω να σε συγχωρήσει και εκείνη. Θα ήταν το καλύτερο μνημόσυνο!».

Η Αρχοντούλα αποσβολωμένη το διάβασε και το ξαναδιάβασε. Ποιο έγκλημα να είχε άραγε διαπράξει εκείνη η γυναίκα, που βασάνιζε την ψυχή του παπά; Και τι κακό έκανε στη γυναίκα που αναφέρεται στο κείμενο; Και κυρίως γιατί εμφανιζόταν συχνά στα όνειρα της, αν βέβαια ήταν αυτή και δεν έκανε λάθος; 

Αισθάνθηκε την ανάγκη για καθαρό αέρα. Με αργά βήματα βγήκε στη βεράντα. Ένας δυνατός πονοκέφαλος άρχισε να τη βασανίζει. Είχε καιρό, δεκαετίες ίσως να αισθανθεί κάτι τέτοιο. Παλιά βέβαια είχε πολλές τέτοιες εμπειρίες, όμως τα τελευταία χρόνια δεν έκαναν την εμφάνιση τους. Κάθισε εξουθενωμένη στην πλαστική καρέκλα και έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι, λες και αυτό θα ανακούφιζε τον πονοκέφαλο.

Στο απέναντι πεζοδρόμιο τρεις μεθυσμένοι νεαροί τραγουδούσαν παράφωνα το «Άπονη ζωή», περπατώντας ταυτόχρονα τρεκλίζοντας. Αυτό δυνάμωνε την ημικρανία της τόσο που νόμιζε πως θα εκραγεί το μυαλό της. «Βοήθεια», προσπάθησε να φωνάξει με την ελπίδα να την ακούσει ο παπάς, όμως μόλις ένας ψίθυρος βγήκε από το στόμα της. Ξαφνικά μια μυρωδιά πλημύρισε τα ρουθούνια της Μια μυρωδιά όχι δυσάρεστη το αντίθετο γλυκιά και μάλλον γνώριμη. Σαν φάρμακο επέδρασε πάνω της και ο πονοκέφαλος άρχισε να υποχωρεί ενώ μια χαλάρωση ένοιωσε στα μέλη της. 

Οι φωνές των μεθυσμένων ξεμάκραιναν και ο ύπνος ήρθε και τη βύθισε στην αγκαλιά του.

Ο παπά Διονύσης ξύπνησε στις πέντε και ανησύχησε που δεν βρήκε την Αρχοντούλα, ούτε στο δωμάτιο της, ούτε πουθενά αλλού. Μόνο όταν είδε την μπαλκονόπορτα ανοικτή κατάλαβε πως είχε βγει στο μπαλκόνι. Την είδε να κοιμάται και ταλαντεύτηκε αν έπρεπε να την ξυπνήσει ή όχι. Την ακούμπησε μαλακά στον ώμο και εκείνη τινάχτηκε τρομαγμένη.

«Δεν είχα σκοπό να τρομάξω καλή μου!», της είπε τρυφερά. «Ήθελα μόνο να σιγουρευτώ πως είσαι καλά!»

«Δεν με τρόμαξες εσύ παπά μου, αλλά αυτός ο καταραμένος εφιάλτης», του απάντησε ενώ τα χέρια της έτρεμαν.

«Θέλεις να το μοιραστείς μαζί μου», τη ρώτησε και η Αρχοντούλα άρχισε να του διηγείται την εμπειρία της με τον πονοκέφαλο και την περίεργη μυρωδιά που τη βύθισε στον βαθύ ύπνο. Όταν έφτασε στο όνειρο που έπρεπε να περιγράψει σταμάτησε να μιλάει. Φοβόταν να αναπαραστήσει τις τρομερές σκηνές που περιείχε.

«Ήμουνα λέει στη αυλή μιας υπέροχης μονοκατοικίας», ξανάρχισε τελικά αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Φορούσα ένα κόκκινο φόρεμα που πραγματικά το έχω, και δίπλα μου ήταν ένα παιδικό καροτσάκι. Δεν είδα αν υπήρχε μωρό μέσα, ούτε ακούστηκε κάποιο κλάμα. Εκείνη τη στιγμή, μια άγνωστη μου γυναίκα με πλησίασε και με άγριο τόνο μου φώναξε: Αυτή είναι η τελευταία μέρα της ζωής σου!


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου