Ήταν μέρες τώρα που σύχναζα στο καφενείο του Μπάμπη.
Μικρός χώρος, περιποιημένος, με λίγα τραπέζια και εκλεκτές παρέες. Εδώ μαζεύονταν καθημερινά θαμώνες, αναζητώντας διέξοδο απ’ την πολύβουη Αθήνα. Δίπλα στον πεζόδρομο του στενού Έρευνας, όπως είχε καθιερωθεί να λέγεται, μέσα στα πεύκα και την ησυχία της γειτονιάς, όλους τους μήνες του χρόνου, το μαγαζί του Μπάμπη έμενε ανοικτό για τους λάτρεις του. Ιδίως τους μήνες της άνοιξης και του θέρους, εξίταρε τους ανθρώπους αναζητητές χώρων γαλήνης κι εναρμόνισης με τη φύση.
Το στέκι μου, πλέον, ήταν απ’ τα ελάχιστα καφενεία, στα οποία μπορούσα να
πάρω την εφημερίδα μου και να αφιερωθώ στις ειδήσεις της. Κανένας δεν μου μίλαγε, σε κανέναν δεν απεύθυνα το λόγο. Υπήρχε μια μυστική συμφωνία μεταξύ των θαμώνων, για απόλυτη διακριτικότητα και σιωπή. Περνάγανε μέρες, με τον ήχο μόνο απ’ το ξεφύλλισμα των εφημερίδων ν’ ακούγεται και απ’ τα ποτήρια που σηκώνονταν και κάθονταν πάνω στα τραπέζια. Ένας ξερόβηχας, που και που, έδινε το παρόν του, για να μας υπενθυμίσει πως κάποιοι ήταν χρόνιοι καπνιστές και μιλιές αραιά και που ξεπηδούσαν για μια νέα παραγγελία.Εδώ, σε τούτο το καφενείο, γνώρισα τον κύριο Απόστολο. Ογδοντάρης, με αραιά μαλλιά, άσπρα, πάντα φρεσκοξυρισμένος. Κάθε φορά εμφανιζόταν με την αθλητική του ενδυμασία. Φόρμα πάνω και κάτω, παπούτσι σαν έτοιμος για ή προερχόμενος από τρέξιμο και την εφημερίδα του κρατημένη σφιχτά, κάτω απ’ την αριστερή του μασχάλη. Έμπαινε μέσα, σχεδόν αέρινος, παρά τα χρονάκια του, και καθόταν στο τραπέζι μπροστά απ’ το μπαρ. Συνήθως ανταμώναμε πρόσωπο με πρόσωπο, κι ένας χαιρετισμός, πια, είχε γίνει αναγκαίος.
Το δικό μου τραπέζι, σπάνια επέλεγα άλλο, βρισκόταν δίπλα στου κυρίου Απόστολου κι αντικριστά. Ο κύριος Απόστολος άπλωνε την εφημερίδα, να την χορταίνει η ματιά του, και περίμενε για το πρωινό του απεριτίφ. Ένα ουίσκι με πολύ πάγο. Αυτό το ποτό πάντα με αναστάτωνε. Μόλις άκουγα τα παγάκια να χτυπάνε στο γυαλί κι η σκέψη μου γύριζε στο υγρό του που θέρμαινε αλλά σερβίρονταν παγωμένο, ένας κόμπος μ’ έπιανε στο λαιμό, απ’ την λαιμαργία μου να γευτώ κι εγώ αυτό το θείο υγρό. Ο κύριος Απόστολος το άφηνε λίγο, λες για να κατακάτσει, και με απόλυτο αυτοέλεγχο, αργά και σταθερά, έπινε την πρώτη του δυνατή γουλιά.
Το περίεργο σ’ αυτή τη σκηνή ήταν, πως ενώ ποτέ μου δεν αγάπησα το αλκοόλ, αυτός εκεί ο κύριος, γεννούσε μέσα μου την ακατάσχετη ανάγκη για να γευτώ κι εγώ το ποτό του. Ήτανε άραγε ο άνθρωπος που μου δημιουργούσε αυτή την ανάγκη; Ήτανε ο τρόπος σερβιρίσματος; Ήτανε, ήτανε, ήτανε. Ακόμα και σήμερα δεν έχω καταλάβει.
Όλα κυλάγανε στον αργό, καθιερωμένο ρυθμό του καφενείου. Άνθρωποι έρχονταν να προστεθούν στην αμίλητη παρέα μας, άνθρωποι έφευγαν, κάποια στιγμή, για να πάρουν τη δόση τους απ’ την σχιζοφρένεια της πρωτεύουσας. Ξαπόσταιναν και ξαναγύριζαν. Κάποιοι θαμώνες, όμως, σταθεροί στο καθημερινό τους ραντεβού, απολάμβαναν τις υπηρεσίες του καφενείου του Μπάμπη. Μεταξύ μας γνωριζόμασταν, εννοώ ξέραμε ο ένας τον άλλον σαν φυσιογνωμία, χωρίς με μερικούς ουδέποτε να έχουμε ανταλλάξει κάποια κουβέντα, κι αυτό έκανε πιο οικείο το περιβάλλον για εμάς. Εμείς οι παλιοί και συνεπείς, κι οι άλλοι οι νέοι κι οι απρόβλεπτοι.
Τέτοιες σχέσεις της απολάμβανα, κι ένας απ’ τους λόγους της επίσκεψής μου σε τούτο το χώρο ήτανε κι αυτός. Έτσι, μια μέρα σαν όλες τις άλλες, ο κύριος Απόστολος τόλμησε να κάνει ένα βήμα παραπέρα και να προσπαθήσει να ξεκινήσει διάλογο μαζί μου.
-Όπως βλέπω Ιωάννη είστε ο αγαπητικός των βιβλίων, μου είχε αποτείνει το λόγο έξυπνα.
-Κι εσείς των εφημερίδων κύριε Απόστολε, του είχα απαντήσει κι εγώ στο ίδιο μήκος κύματος.
-Σαν να ανανεωθήκαμε αρκετά εδώ μέσα. Δεν σας φαίνεται; με είχε ρωτήσει.
-Σαν κάπως έτσι να είναι, του είχα απαντήσει συγκρατούμενος να μην μειδιάσω, απ’ τον τρόπο που μου μιλούσε. Φαινόταν, καθαρά, πως ήταν περιπαιχτικός ο λόγος του.
-Αλήθεια, κύριε Απόστολε. Σε ποιο ποτήρι σταματάτε το γέμισμα; πέρασα στην αντεπίθεση.
-Στο προτελευταίο, μου είχε πει αποστομώνοντάς με. Ποτέ δε μου άρεσε να καταλήγω στο τέλος. Πάντα βαστούσα τα μπόσικα.
Ο άνθρωπος ήταν καταπληκτικός! Ένα γεια, ποτέ δεν μου είχε δώσει να καταλάβω το πόσο έξυπνος ήτανε. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα βλακωδώς «βρε λες να είναι το μαγικό υγρό;» αλλά γρήγορα επανήλθα στην πραγματικότητα.
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, ο καθημερινός μας διάλογος, άλλοτε σύντομος κι άλλοτε μακροσκελής, ήταν γεγονός. Όλες μας οι κινήσεις και συμπεριφορές ήταν οι συνήθεις, έως την πρώτη γουλιά του κύριου Απόστολου απ’ το ποτήρι με το ουίσκι, κι από κει και πέρα ξεκινάγαμε τον αυτοσχεδιασμό.
Αλήθεια, ταίριαζε η χημεία μας. Στις κουβέντες μας βρίσκαμε την όαση για τη ψυχή και το πνεύμα μας. Εκείνος καπετάνιος αραγμένος πια στη στεριά, κι εγώ ένας γνήσιος εισοδηματίας, ταλαίπωρος απ’ τον άφθονο χρόνο ελευθερίας που με καταδίωκε. Οι εμπειρίες της θάλασσας έσμιγαν με κείνες της στεριάς και η αλχημεία που δημιουργούταν αποτελούσε διαμάντι.
Οικογενειάρχης, δίχως όμως φίλους ο κύριος Απόστολος, ερημοσπίτης εγώ. Σμίξαμε τους μοναχικούς μας δρόμους. Ο γέρος έπαιρνε νιάτα απ’ το νέο κι ο νέος ρούφαγε εμπειρία απ’ το γέρο. Ιστορίες ατέλειωτες ο κύριος Απόστολος, άφθονη ύλη για σκέψη εγώ. Είναι αλήθεια, πως ο ένας εκμεταλλευότανε τον άλλο. Ήτανε τόσο γνήσια όμως αυτή η ανταλλαγή, που κι δυο μας, πάντα, φεύγαμε απ’ το καφενείο ανανεωμένοι.
Περάσανε μήνες και δεν πέρασε μέρα που να μην ανταμώσουμε με τον κύριο Απόστολο. Ώσπου έφτασε η ώρα που ένα πρωί δεν εμφανίστηκε. Εκείνο το πρωινό καθόμουν στο τραπέζι μου, όταν ο χρόνος κύλισε αρκετά κι ο αέρινος ογδοντάρης δεν έκανε την είσοδό του στο καφενείο. Κοίταξα το ρολόι μου, σε διάστημα ενός τετάρτου, τρεις φορές κι αναρωτήθηκα. «Αυτός ο συνεπέστατος φίλος να καθυστερήσει τόσο πολύ; Δεν μπορεί. Κάτι θα του συνέβηκε»
Ένα ποτήρι ουίσκι είδα να γεμίζει ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ο Μπάμπης, και με μπόλικο πάγο μέσα να το φέρνει στο τραπέζι του κύριου Απόστολου. Ο πάγος, πάλι, ακουγότανε σαγηνευτικά, μέσα απ’ το παιχνίδι του με το γυαλί και το ουίσκι. Ο Μπάμπης το ακούμπησε στο τραπέζι και ξαναγύρισε στο πόστο του, πίσω απ’ το μπαρ. Πόσες παράξενες σκέψεις μου ήρθαν στο κεφάλι!
Κοίταζα και ξανακοίταζα το γεμάτο ποτήρι. Νόημα δεν έβγαζα. Τι ρόλο είχε ένα ποτήρι ουίσκι, σ’ ένα τραπέζι, δίχως πελάτη; Και πολύ περισσότερο στο τραπέζι του κύριου Απόστολου; Ο νους μου πήγε στο κακό. Έσφιξα τα δόντια και, με δειλά βήματα, πήγα στον Μπάμπη να τον ρωτήσω.
-Καλημέρα Μπάμπη, του είπα. Με συγχωρείς, αλλά μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;
-Καλημέρα Γιάννη! Όλα καλά; Λίγο χλωμό σε βρίσκω. Κάνε μου όποια θες. Μην διστάζεις, με προέτρεψε εκείνος.
-Έχω..δηλαδή..δεν..μάλλον…
-Τι;!
Είχε μπλοκάρει η γλώσσα μου:
-Θέλω να πω, επιτέλους έλυσα. Το ουίσκι γιατί εκεί μοναχό του;
Ο Μπάμπης με λοξοκοίταξε:
-Τι «γιατί εκεί μοναχό του»; Πάντα μοναχό του σερβίρεται.
-Θέλω να πω… Κι ο κύριος Απόστολος;
-Ποιος;
-Ο κύριος Απόστολος, είπα πια ψύχραιμα.
-Γιάννη είσαι καλά; Το ποτήρι αυτό, το αφήνω έτσι γεμάτο με ουίσκι και πάγο, απ’ όταν άνοιξα αυτό εδώ το καφενείο. Το τραπέζι εκείνο, και μου έδειξε με το χέρι του, είναι το δικό μου τραπέζι. Κανένας δεν κάθεται εκεί.
Έμεινα άφωνος. Δεν ήξερα τι να πω. Ο κύριος Απόστολος ποιος ήταν άραγε; Και γιατί; Πως; Έβλεπα οράματα; Ντροπιασμένος γύρισα πίσω στη θέση μου. Άνοιξα το βιβλίο μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην ανάγνωσή του.
Έμεινα αρκετή ώρα, να προσπαθώ να τιθασεύσω τη σκέψη μου, ώσπου κάποια στιγμή ο Μπάμπης με πλησίασε και με ύφος απολογητικό μου είπε.
-Με συγχωρείς αν σου μίλησα λίγο απότομα πριν, αλλά με εξέπληξες. Από πού γνωρίζεις τον πατέρα μου;
Με είδε που μάγκωσα και συνέχισε:
-Αυτό το τραπέζι το έχω για τον χαμένο μου πατέρα. Απόστολος λεγόταν. Ναυτικός. Καπετάνιος. Έχει φύγει απ’ τη ζωή εδώ και δέκα χρόνια. Λίγο πριν ανοίξω αυτό το καφενείο. Γι’ αυτό και μόλις το άνοιξα, αφιέρωσα ένα τραπέζι για τον πατέρα μου. Και κάθε πρωί τον σερβίρω το αγαπημένο του ποτό, όπως του άρεσε να το πίνει. Με μπόλικο πάγο. Ξέρεις… Είναι κάτι σαν… καταλαβαίνεις. Έτσι δεν είναι;
Το στόμα μου είχε στεγνώσει. Τα χείλη μου σχεδόν τρέμανε. Λέξη δεν έβγαινε απ’ το άνυδρο λαρύγγι μου. Κοιτούσα τον Μπάμπη κατάπληκτος. Ένα αίσθημα δυσφορίας με είχε πιάσει. Αισθανόμουν τόσο άβολα! Κι εκείνος συνέχιζε.
-Θα σου μιλήσω ανοιχτά. Κατάλαβα. Σας βλέπω εδώ και καιρό που μιλάτε. Δεν είπα τίποτα. Ήθελα να αφήσω την ψυχή του να αγαλλιάσει. Κι ούτε εσύ τότε θα καταλάβαινες. Τώρα όμως που το βίωσες μπορώ να στο πω. Πρώτ’ απ’ όλα δεν είσαι τρελός. Εγώ βλέπω τον πατέρα μου από τότε που άνοιξα εδώ. Έρχεται με τις φόρμες του, όπως σαν τότε που τον θυμάμαι, λίγο πριν πεθάνει, και κάθεται με την εφημερίδα του με τις ώρες. Πίνει ασταμάτητα. Αν δεν τελειώσει το μπουκάλι δεν φεύγει.
Η λογική μου συγκρουόταν με το μεταφυσικό. Κόντευα να τρελαθώ. Απ’ τη μια ένιωθα εργαλείο στα σχέδια ενός μουρλού, κι απ’ την άλλη δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό που στην πραγματικότητα είχα βιώσει.
-Εχθές ήταν η τελευταία μέρα που ήρθε. Δεν θα ξαναπαρουσιαστεί. Κέρδισε αυτό που ήθελε να πάρει και είναι έτοιμος να αναπαυτεί. Δεν πιστεύεις; Ήρθε μετά, αφού έφυγες εσύ, και μου το είπε πίσω στο μπαρ. Αυτό το ποτήρι, με παρακάλεσε να το βάλω για σένα σήμερα. Έτσι, για ένα ευχαριστώ, που δεν θα μπορούσε να σου πει ποτέ. Μου παράγγειλε να το πιείς στην υγειά του. Μου παράγγειλε να σου πω, πως χάρις σε σένα βρήκε το δρόμο του για τον παράδεισο.
Πόσο ανάγκη είχα από ένα ουίσκι εκείνη την ώρα. Σχεδόν όρμισα στο τραπέζι του κύριου Απόστολου και το ήπια μονοκοπανιά.
-Σ’ ευχαριστώ κι εγώ Γιάννη, συνέχισε ο Μπάμπης. Να ‘ξερες πόσο ανάγκη το είχε αυτό ο πατέρας μου! Θέλεις να σου πω γιατί;
Άθελα, βγήκε απ’ το στόμα μου ένα «γιατί;», κι ο Μπάμπης μου απάντησε:
-Γιατί ποτέ του δεν είχε φίλους. Ο μοναδικός του φίλος ήταν το αλμυρό νερό. Η θάλασσα. Μ’ αυτό το παράπονο έφυγε. Όλοι τον αποκαλούσαν έξυπνο, μόλις τον γνώριζαν, αλλά κανένας δεν στεκόταν δίπλα του για παρέα. Κάτι είχε πάνω του που τους απωθούσε. Μαζί σου ταίριαξε. Μέσα από εσένα βρήκε τη λύτρωση και γαλήνεψε. Ηρέμησε. Κάλυψε επιτέλους αυτή την ορμητική του ανάγκη για έναν φίλο. Και μαζί σου το κέρδισε αυτό το προνόμιο. Κι εσύ το κέρδισες. Αλήθεια!
Δυο δάκρυα στάθηκαν για λίγο στην κόχη των κάτω βλεφάρων μου και κατρακύλησαν βαριά στα μάγουλά μου. Τότε κατάλαβα! Τότε ένιωσα! Κοίταξα κατάματα τον Μπάμπη και κούνησα το κεφάλι μου σε ένδειξη κατανόησης, αλλά κι ευχαριστίας. Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχώ για τη λογική μου. Ήταν το λιγότερο που θα έπρεπε να με απασχολεί.
Κάθισα καλύτερα στην καρέκλα, να πάρω όση απ’ την αύρα του κύριου Απόστολου είχε απομείνει, κι είπα γυρνώντας προς τον Μπάμπη:
-Μπάμπη. Φέρε μου το μπουκάλι. Σήμερα θα πιω. Μόνος. Για τον πατέρα σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου