«Ποιος είναι ΑΥΤΟΣ!;», ρώτησε επιτακτικά ο μικρός Πέτρος τη θεία του, δείχνοντας με το δάχτυλο στο βάθος του σαλονιού, στον καναπέ που καθόταν ο Γιώργος, ο νεοφερμένος – ο θείος του να πούμε.
Η φωτιά της εστίας αντανακλούσε κόκκινες ανταύγειες στο πρόσωπο του Γιώργου, προσδίδοντάς του μιαν αλλόκοτη έκφραση στα αρρενωπά χαρακτηριστικά του προσώπου του, που τα πλαισίωνε μια μεγάλη τούφα μαλλιών ριγμένη στο πλάι.
Σαν να είχε περάσει πολλά στη
σαραντάχρονη ζωή του με διόλου ευκαταφρόνητο απολογισμό, το πτυχίο της ιατρικής με άριστα και ειδίκευση στην παθολογία. Μάτια θλιμμένα μα ένα πρόσωπο φωτεινό, γεμάτο καλοσύνη. Πένθη και έρωτες τον είχαν σπρώξει να πιάσει τα νήματα της ζωής από την αρχή.Η ατμόσφαιρα στο σαλόνι ήταν αινιγματική και τρυφερή μαζί. Οι καλεσμένοι αντάλλασσαν τους δίσκους σερβιρίσματος με τα πλούσια εδέσματα και οι κουβέντες μισές και σβησμένες, μα τα βλέμματα έντονα και τρυφερά ιδίως της Όλγας και του Γιώργου που αρραβωνιάζονταν, παραμονή Χριστουγέννων, στο πατρικό της σπίτι.
«Επιτέλους είχε έρθει και η ώρα της μεγάλης», μιλούσαν τα κλειστά στόματα των καλεσμένων πίσω από δόντια που έτριζαν όπως τα κούτσουρα στο τζάκι, που καθώς καίγονταν άφηναν μια μπλε φλόγα και μετά μια πορτοκαλί, όπως πορτοκαλί ήταν και το μπουφανάκι του μικρού Πέτρου.
«Το αίμα νερό δεν γίνεται», συνήθιζε να σκέπτεται τους τελευταίους μήνες η Όλγα και όλο και αγαλλίαζε όταν άγγιζε τη φουσκωμένη κοιλιά της Κατερίνας, της μικρότερης αδερφής της, και αγκάλιαζε και μιλούσε με κάθε ευκαιρία, με λόγια τρυφερά και παιδικά στον Πέτρο, για το αδερφάκι που θα ‘ρχόταν κατά την άνοιξη.
Το σπίτι επιτέλους γεμάτο με παιδικές φωνές, με λαμπιόνια και με την περίεργη αλληλοσυμπληρούμενη λάμψη του Γιώργου και της Όλγας.
Αν κοίταζε κάποιος έξω από το παράθυρο με τις δαντελένιες κουρτίνες, του εξοχικού σπιτιού της παραμελημένης επαρχιακής πόλης, με αγαλλίαση θα παρατηρούσε αραιές μα παχιές νιφάδες χιονιού να στρώνουν αργά αργά την αυλή με τους τεράστιους φοίνικες και τα λεμονόδεντρα, ντύνοντάς τα με κατάλευκο σεντόνι σαν το αμόλυντο λευκό πέπλο της Όλγας, και το χιόνι να αγκαλιάζει τα πελώρια δέντρα με βαμβακένιο περιτύλιγμα που έκανε τους χυμούς της λεμονιάς να παγώνουν και αυτή να τραβιέται προς τη ρίζα της για να προστατευτεί από την παγωνιά.
Υπήρχε όμως και ένα άλλο σπίτι ακριβώς απέναντι, στην κάτω μεριά του δρόμου: το σπίτι της ταπεινής Μαρίας.
Ισόγειο, με σκεπή και μια μικρή σοφίτα, ταπεινό, που το είχαν χτίσει αυτή με τον άντρα της όλο πέτρα και λάσπη και με πολύ κόπο και μεγάλη αγάπη. Μέσα από εκείνο το παράθυρο (επειδή οι κουρτίνες ήταν διάφανες) ο Γιώργος, βγαίνοντας στη φωτισμένη βεράντα της περήφανης έπαυλης, είδε την καπνοδόχο να μαρτυρά την παρουσία οικογένειας και μιαν άλλη εστία να καίει και να φωτίζει τα ευτυχισμένα μα σκεπτικά πρόσωπα του ζευγαριού. Γύρω από το τζάκι το ζευγάρι έπινε το λικέρ του, σιωπηλά, ανταλλάσσοντας ευχές για την καινούρια χρονιά που ίσως προμηνύοταν λίγο πιο φωτεινή από το έτος που σε λίγες μέρες θα τους αποχαιρετούσε για πάντα.
Με το αντίστροφο βλέμμα της απέναντι έπαυλης, να καίει στα μάτια της Μαρίας, στο ταπεινό σπίτι μάτι δεν έκλεισαν όλη νύχτα. Πράγματα περίεργα συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό από τότε που πέθανε η ηλικιωμένη γυναίκα που ζούσε μόνη της σε μια άλλη γειτονιά της επαρχιακής πόλης, μια ηλικιωμένη την οποία φρόντιζε η Μαρία που ήταν αποκλειστική νοσοκόμα.
Το ανέλπιστο δώρο των εορτών ήταν η κληρονομιά που τής απένειμε η ιδιόρρυθμη εκείνη γριά, με την ιδιόγραφη διαθήκη της, καθώς συγγενείς κοντινούς άλλους δεν είχε και αυτούς που είχε, τής είχαν φερθεί με τον πιο αχάριστο και αδιάφορο τρόπο, ενώ η Μαρία (θες λόγω εκπαίδευσης θες λόγω ιδιοσυγκρασίας, θες επειδή δεν κατάφερε να έχει δικά της παιδιά), είχε παρασταθεί στη γιαγιά καλύτερα και από δικό της άνθρωπο.
Μετά τον θάνατό της ηλικιωμένης, και αφού τελέστηκαν όλα τα τρισάγια και το μνημόσυνα με φροντίδα και έξοδα της Μαρίας και του άντρα της·, θα έλεγε η Μαρία πως κάπως έβλεπε στα όνειρά της, τη γιαγιά ευχαριστημένη και να χαμογελάει και να τους αγκαλιάζει, όνειρα πυκνά και έντονα όλες αυτές τις σαράντα ημέρες.
Μάλιστα την τεσσαρακοστή ακριβώς ημέρα η οποία συνέπεσε με τα Χριστούγεννα του χρόνου που έφευγε, η Μαρία είχε δει την κυρούλα σαν οπτασία μεταξύ ύπνου και ξύπνιου να βυθίζεται στη βελούδινη σκαλιστή πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο της, να ξεκλειδώνει το συρτάρι με αργές κινήσεις, να πιάνει στυλό και ένα τετράδιο και να γράφει επίμονα κάποιες γραμμές.
Στην αρχή, τής Μαρίας τής φάνηκαν σαν μουντζούρες, μα όταν έσκυψε προσεκτικά και με το φως της λάμπας, διάβασε στα καθαρά ολοστρόγγυλα γράμματα της γιαγιάς: «αυτό που θα έρθει, να το κοιτάξεις σαν δικό σου παιδί, και θα έχεις να λαβαίνεις από μένα. Μόνο πρόσεξε μη σε γελάσουν και σου κλέψουν αυτό το χαρτί».
Έχε γεια, και να προσέχεις τον εαυτό σου, εγώ καλά είμαι…, μια χαρά είμαι. Μαρία μου!… Παιδί μου!…»
Προτού προλάβει η Μαρία να της απαντήσει, το όνειρο έσβησε, μαζί με το φως της λάμπας, μαζί και το καντήλι που έκαιγε μόνιμα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας, η οποία δέσποζε στο δωμάτιο της κρεβατοκάμαρας του ζευγαριού, σαν μια καταγωγή παλιάς ευχής, που δεν έφερνε καρπούς μέχρι στιγμής στην ήσυχη και μάλλον ευτυχισμένη, ζωή τους.
Με την ολοζώντανη αυτή εικόνα να αντικαθρεπτίζεται στο βλέμμα της, η Μαρία πετάχτηκε από τα μαξιλάρια της, ανακάθισε να αφουγκραστεί την πραγματικότητα, και στο σημειωματάριό της, αυθόρμητα έγραψε με κόκκινα γράμματα: «άραγε, ποιος έχει σειρά τώρα;…»
Κλείδωσε το μπλοκάκι της στο συρτάρι · δεν ήθελε να αφήσει τη σιωπή να πλανιέται στους τοίχους και στις κουρτίνες, και σκούντηξε και τον άνδρα της που κοιμόταν. Ξημερώματα Χριστουγέννων και οι καμπάνες όλων των εκκλησιών καλούσαν τους πιστούς να συμμετέχουν στη χαρά της ενανθρωπήσεως του Θεού και Λόγου.
Τα συχαρίκια για την ευτυχία της γειτόνισσάς της, της Όλγας δίνονταν με μεγάλη αφθονία και η Μαρία, σχολώντας η Εκκλησία, λαμποκοπώντας ολόκληρη την έσφιξε στην αγκαλιά της και δυό δάκρυα κύλησαν στο λευκό της πρόσωπο. «Να ζήσετε κοριτσάκι μου, σε μεγάλωσα από μωρό παιδί, είσαι δικό μας πλάσμα…»
Η Όλγα κούρνιασε σε αυτή τη ζεστή αγκαλιά που έκανε την παγωνιά πιο υποφερτή. «Μαρία, κι εσείς είστε μέσα στην καρδιά μου, και μακάρι να σας μοιάσουμε στην αγάπη και να πάρουμε τα χρόνια σας…». «Ναι, παιδάκι μου, ας μας μοιάσετε…», μουρμούρισε αφηρημένα η Μαρία η οποία είχε τον νου της και σε άλλα πιο πρακτικά πράγματα, σε ζητήματα επιβίωσης.
Ο συμβολαιογράφος είχε αναλάβει να τακτοποιήσει την κληρονομιά που άφησε η ιδιόρρυθμη γριούλα στη Μαρία και το θέμα έπρεπε να κινηθεί γρήγορα.
Από μερικές ρωγμές στα κεραμίδια του ταπεινού σπιτιού έσταζε νερό όταν έβρεχε και τα λιγοστά σώματα του καλοριφέρ είχαν τρυπήσει. Με το τζάκι μόνο, ζεσταινόταν το ζευγάρι.
Λύση βρέθηκε ευτυχώς για τη δουλειά. Εδώ και μερικές εβδομάδες, η Μαρία προσέφερε με προθυμία και ίσως με ελάχιστη χαρά και ενθουσιασμό, τις υπηρεσίες της, στο σπιτικό της Κατερίνας, η οποία σε λίγο καιρό, δεν θα προλάβαινε με δυό παιδιά, άντρα, δουλειά και σπίτι.
Το λάθος που έκανε η Μαρία ήταν ότι έλεγε περισσότερα από ό,τι έπρεπε στην Κατερίνα σχετικά με τις οικογενειακές τους υποθέσεις, χωρίς να λογαριάζει τη σοφία του ρητού: «τα εν οίκω μη εν δήμω». Αλλά και πάλι, σάμπως δεν θα άνοιγε την καρδούλα της στην Κατερίνα, την αδελφή της ψυχοκόρης της(;) Φίλες δεν είχε. Δυστυχώς· αλλά έτσι είχαν τα πράγματα. Και η Κατερίνα ήταν πρόθυμη να παίξει το ρόλο της φίλης. Δυστυχώς.
Όταν πρωτοπήγε η Μαρία να εγκατασταθεί ως παραμάνα και οικονόμος στο σπίτι της Κατερίνας, δεν ήξερε από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει:
Με λύπη της διαπίστωσε ότι παρά τα φρεσκοβαμμένα εξωτερικά τοιχία, τις μεγάλες βεράντες και τις μαρμάρινες, διπλές, κακόγουστες σκάλες και τα περιποιημένα δέντρα με τα λαμπιόνια, τα οποία όλα εντυπωσίαζαν το βλέμμα ενός επισκέπτη από έξω · μέσα, το σπίτι ήταν κρύο και πένθιμο με σκιές στις διαφανείς κουρτίνες και με ρωγμές υγρασίας στους τοίχους. Τα σκαλιστά καφέ έπιπλα είχαν σε πολλές γωνίες τους σαρακοφαγωθεί, το τηλέφωνο δεν δούλευε, το καντήλι ήταν μόνιμα σβηστό και τα εικονίσματα σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια, γιατί οι μορφές των Αγίων τούς κοίταζαν άγρια και αυτό ενοχλούσε τον άνδρα της Κατερίνας στην δουλειά του. Οι βρύσες στεγνές· σταγόνα νερού. Σταγόνες λάδι στο ακάθαρτο δάπεδο.
Ένας μισολιωμένος χιονάνθρωπος με πορτοκαλί κασκόλ, σκουφί και μύτη από καρότο, στην αυλή, έδινε την αίσθηση ότι εδώ μέσα ζούσε και μεγάλωνε ένα παιδί με τεράστια λαμπερά μάτια και χρυσή καρδιά. Αυτό το παιδί κοίταζε έξω από το παράθυρο τη φωτισμένη με αγγέλους- που μόνο ο Πέτρος είχε μάτια για να βλέπει- Άγια Νύχτα. Απόψε ήταν όλοι προσκεκλημένοι στης αδερφής της Κατερίνας, για τους επίσημους αρραβώνες.
«Πότε με το καλό;», άρθρωσε με προσποιητή χαρά από έξω και με πολλή κακία από μέσα, η Κατερίνα. Η Όλγα έσκυψε ταπεινά το κεφάλι, έστριψε αμήχανα το δαχτυλίδι στο αριστερό της χέρι και χαμογέλασε δήθεν με ειρωνεία, που στην πραγματικότητα ήταν προσποιητή χαρά.
«Θα σου πω, Κατερίνα», είχα κάποια ατυχήματα από τη φοιτητική μου ζωή, και μαζί με χρόνια προβλήματα υγείας, μάλλον μου στερούν τη δυνατότητα.
-Καλά, καλά, αυτό που θέλεις θα γίνει, απάντησε κοφτά και αδιάφορά η Κατερίνα, σκύβοντας και αυτή το κεφάλι για να αποφύγει να κοιτάξει στα μάτια την αδερφή της και ρίχνοντας σε άλλο σημείο το βλέμμα και τη σκέψη της, κοίταξε αφηρημένα έξω από το παράθυρο το παγωμένο τοπίο.
Τα λιγοστά και αληθινά φώτα από το ταπεινό σπίτι της Μαρίας τής έδωσαν μια παρηγοριά για την κακία που μόλις είχε εκστομίσει και μιαν αδιόρατη διάψευση στα λόγια που μόλις είχε υποσχεθεί στην αδερφή της.
Καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και μέσα στους ανθισμένους βασιλικούς στο προαύλιο από το ξωκλήσι, μαζεύτηκε κόσμος πολύς για να γιορτάσουν τον γάμο της Όλγας με τον Γιώργο. Τα μάτια της νύφης άστραφταν από ευτυχία και από αδημονία. Είχε καταφέρει να παντρευτεί και να διαψεύσει τους καλούς συγγενείς και φίλους έστω και που ήταν η πρωτότοκη αδερφή, μα η δεύτερη στη σειρά.
Οι ευχές τυπικές και επενδυμένες με προσποιητή χαρά και τα αδιάκριτα χαμόγελα άφθονα. Μία μόνο ευχή διέφερε από τις υπόλοιπες και ήταν η ευχή της κουμπάρας, της ταπεινής Μαρίας: «θα το έχεις!», της έσφιξε με λαχτάρα το χέρι, και τη φίλησε σταυρωτά τρεις φορές «αυτό που θέλεις θα γίνει!…».
Τα βλέμματα των καλεσμένων ήταν γεμάτα περιέργεια και το στόμα έτοιμο να ανοίξει και να καταπιεί ό,τι έβρισκε διαθέσιμο προς βρώση.
Την Όλγα την ήξεραν σχεδόν όλοι οι καλεσμένοι από μωρό παιδί, όμως ελάχιστοι είχαν ενδιαφερθεί πώς περνούσε όλα αυτά τα χρόνια, χρόνια φοιτητικά, μακριά από την πόλη της και από την αγάπη των δικών της, με σκοπό να πάρει το πτυχίο της νομικής, αλλά και χρόνια γεμάτα με μαριονετίστες παλιάτσους που παρήλαυναν σαν σε θίασο, σε κακόγουστο καρναβάλι.
Πού να ήξερε, αλήθεια, ότι η ζωή επιστρέφει… Αλήθεια, οι μόνοι καλεσμένοι που έμοιαζαν να χαίρονται πραγματικά ήταν η Μαρία με τον άνδρα της, τον φωτογράφο, οι λήψεις του οποίου έλαμπαν, όπως και η καρδιά του.
Στο εσωτερικό του Ιερού Ναού, η Μαρία πρόσεξε την εικόνα του Παντοκράτορα ψηλά στον θόλο και από κάτω ακριβώς την Παναγία Βρεφοκρατούσα, με τον Χριστό αγκαλιά στο αριστερό της χέρι. Πήρε κουράγιο, έκανε με ευλάβεια το σταυρό της, πέρασε τους χρυσούς κρίκους, τον έναν στο γαντοφορεμένο χέρι της νύφης και τον άλλον στο χέρι του πανευτυχούς Γιώργου, και αντάλλαξε τα στέφανα.
Αυτή η φωτογραφία, με την Μαρία προσευχόμενη σαν άγγελος, να στεφανώνει το ζευγάρι, υπάρχει μέχρι και σήμερα πάνω στον γωνιακό μπουφέ στο σπίτι της Όλγας και είναι η πιο ωραία φωτογραφία που έχει δει στη ζωή της.
Με αρκετά ευτράπελα κύλησε η βραδιά. Κρίμα για την Όλγα που δεν πρόλαβε να αγκαλιάσει ακόμη μια φορά την αγαπημένη της Μαρία που έφευγε πια από τη γειτονιά τους και από το μικρό, ταπεινό σπιτάκι και που με το λιγοστό κομπόδεμα του άντρα της θα μετακόμιζαν σε ένα λίγο πιο γερό σπίτι. Υποσχέθηκαν να μη χαθούν. Τα βλέμματα δακρυσμένα.
Όμως η Μαρία πάνω στη χαρά της, είχε ήδη ξεχάσει το όνειρο: «πρόσεξε μη σου πάρουν το χαρτί…».
Η Κατερίνα ποτέ συνειδητά δεν είχε επιλέξει να γίνει νηπιαγωγός και δεν της ταίριαζε το συγκεκριμένο επάγγελμα. Ήταν ψηλή και όμορφη σαν κοπέλα και όνειρο είχε να ασχοληθεί με το μόντελινγκ. Πάντα έλεγε ότι μισεί το γάμο και ότι θα ήταν εμπόδιο στην καριέρα της και δήλωνε με στόμφο και σνομπισμό ότι παιδιά δικά της δεν θα έφτιαχνε ποτέ.
Παρόλα αυτά η ευαίσθητη ακοή του πατέρα της είχε πιάσει τα πλανώμενα κουτσομπολιά της μικρής τότε κοινωνίας και με την απειλή ότι θα πάει την Κατερίνα για δέσιμο, την έπεισε να περάσει στο πανεπιστήμιο της μικρής επαρχιακής πόλης.
Εκείνα τα χρόνια, συνειδητά, δεν κατάλαβε ακριβώς η Κατερίνα, τι της είχε συμβεί και έδωσε τον νου και τις δυνάμεις της για να πάρει την πολυπόθητη περγαμηνή, καθώς φοιτήτρια κιόλας είχε μείνει έγκυος στον Πέτρο και οι γονείς της βιάστηκαν να την παντρέψουν με έναν συμβολαιογράφο, αρκετά μεγαλύτερο στην ηλικία, ο οποίος κάτω από εκείνες τις συνθήκες είχε θεωρηθεί τεράστια και ανέλπιστη τύχη για τη μικρή την κόρη, «τη βιαστική, που τα έκανε όλα ανάποδα», όπως έλεγαν τα κακά στόματα συγγενών και φίλων.
Και λάθος στα λεγόμενά τους δεν βρέθηκε καθώς αποδείχθηκε στην πορεία της ζωής του ζευγαριού: χρήματα να ρέουν άφθονα από το συμβολαιογραφείο, καθώς ο πενηντάρης άνδρας, ονομαστός ήταν επαγγελματίας και σοβαρός και τίμιος στις συναλλαγές του, και τα συμβόλαια από σουρωτήρι τα περνούσε, ώστε να μην έχουν κανένα ψεγάδι και να είναι πάντοτε εγκυρότατα μα και καλοπληρωμένα.
Και η καημένη η Μαρία, στο γραφείο αυτού του ανθρώπου διάλεξε να καταφύγει μιας και αυτός και όνομα είχε, μα και γείτονες και φίλοι ήταν.
Και ήταν πραγματικά άτυχη, μα και αφελής (πώς θα μπορούσε άλλωστε αφού μαντικές ικανότητες δεν είχε), καθόσον αυτός ο άνθρωπος κοιτάζοντάς την μέσα από τα μικρά μυωπικά γυαλιά του κατευθείαν στα μάτια της Μαρίας με το ευθύ, κουρασμένο μα λαμπερό βλέμμα- όχι μόνο χρήματα πολλά τους πήρε συντάξει το συμβόλαιο της αποδοχής κληρονομίας και το μεταγράψει στην άδεια μερίδα της Μαρίας στο υποθηκοφυλακείο, αλλά το κυριότερο, μετά από επισταμένο έλεγχο στις τράπεζες (τα πορίσματα του οποίου κράτησεε μόνο για τον εαυτό του) τούς απέκρυψε σκόπιμα το παθητικό της κληρονομιάς, αφήνοντας τους έκθετους στα δόντια των τραπεζών οι οποίες με συνοπτικές διαδικασίες πλειστηρίασαν το σπίτι και έτσι το ζευγάρι βρέθηκε για κάμποσο διάστημα στο δρόμο μέχρι να δουν τι θα κάμνουν.
Η αλήθεια είναι ότι η Κατερίνα πάντα ζήλευε τη μεροληπτική αγάπη που είχε η Μαρία στην αδερφή της και αυτό δεν της το συγχώρησε ποτέ. Το μέσον όμως που επέλεξε για να εκφράσει αυτή την κακία της, σχεδόν έφτασε να αφαιρέσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από τον άνδρα της και να μείνουν οι τέσσερις τους στους πέντε δρόμους και τροφή στα αιμοβόρα στόματα των λύκων συγγενών και φίλων, αν δεν ήταν η ευνοϊκή σιωπή-μαρτυρία της Μαρίας και του ανδρός της που δεν ήθελαν να κάμνουν κακό στην οικογένεια της αδερφής της ψυχοκόρης τους.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά κράτησαν και το στόμα τους κλειστό στους συγγενείς και έτσι η Όλγα δεν έμαθε το περιστατικό από το στόμα της Μαρίας, αλλά μετά από πολλά χρόνια και τυχαία.
Με τα πολλά και με πολλές σιωπές και εύγλωττα βλέμματα και αγγίγματα, τα χρόνια κύλησαν σαν νερό και η Όλγα είχε πια στην αγκαλιά της δυο ανίψια, τον Πέτρο και τη Μαργαρίτα. Όμως δικά της παιδιά δεν κατάφερε να αποκτήσει ποτέ, κι ας ήταν διαφορετική η ευχή της Μαρίας τη βραδιά του γάμου της.
Ήταν ευτυχισμένοι με τον Γιώργο, ειδικό παθολόγο, ο οποίος φρόντιζε καθημερινά ασθενείς στο νοσοκομείο, ασκώντας και παρηγορητική ιατρική και τιμώντας τον όρκο του στον Ιπποκράτη. Τελικά οι φίλοι είναι οι συγγενείς που διαλέγουμε, σκέφτηκε η Όλγα για τη Μαρία που δούλευε πλέον ως αποκλειστική νοσηλεύτρια βάρδιας στο ίδιο νοσοκομείο.
Ο Γιώργος συνάντησε τελευταία φορά τη Μαρία, στο νοσοκομείο όπου δούλευε, στην παθολογική κλινική. Η βάρδια της Μαρίας ήταν νυχτερινή και δεν επρόκειτο να φύγει από το πλάι της ηλικιωμένης γυναίκας την οποία φρόντιζε όλη τη νύχτα. Ήταν το πιο κοντινό αίμα της και δεν ήθελε να την αφήσει μονάχη της να ονειρεύεται μέσα στον ύπνο της. Σαν να ήξερε από τον πόνο τον ονείρων.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων.
Στο νου της ήρθαν κάποια άλλα Χριστούγεννα και μια οπτασία που της έλεγε την αλήθεια: «αυτό που θα έρθει, να το κοιτάξεις σαν δικό σου παιδί».
Την επομένη κατά το βραδάκι, η Μαρία πήρε το θάρρος να σηκώσει το παλιό ακουστικό και να σχηματίσει τον αριθμό του Γιώργου, του άνδρα της Όλγας.
Ένοιωθε μια μεγάλη ευγνωμοσύνη, διότι το ζευγάρι είχε στο μεταξύ ευτυχήσει όσο κανένα άλλο ζευγάρι στον κόσμο, και από το περίσσευμα της αγάπης τους είχαν υιοθετήσει ένα κοριτσάκι με ειδικές ικανότητες από ίδρυμα, το οποίο μεγάλωνε και άνθιζε και μιλούσε και περπατούσε και έτρωγε και έπαιζε, σαν τη λεμονίτσα στον κήπο, που όλο και τίναζε ανθάκια μόλις λίγο υποχωρούσε η παγωνιά.
Το κοριτσάκι αυτό το είπαν Μαρία, και το ίδιο αποκαλούσε τη Μαρία: «γιαγιάκα μου!…», αφού αυτή το κανάκευε και του διάβαζε παραμύθια στο προσκεφάλι του και αυτή δρόσιζε το κεφαλάκι του όταν αρρώσταινε. Σαν να ήξερε από αρρώστιες πάντα, η Μαρία.
Έπειτα από τα απανωτά πένθη που βίωνε ο Γιώργος στη δουλειά του, μα πιο πολύ εξαιτίας της αγάπης του μικρού Πέτρου, η οποία διαδέχθηκε τον αρχικό δισταγμό του παιδιού, ο άλλοτε σοβαρός κύριος, είχε πια μαλακώσει.
Πέρα από τα ειλικρινή συλλυπητήριά του για τη Μαρία, ο Γιώργος ένοιωθε μιαν αβάσταχτη οδύνη και ένα κενό. Ετούτα τα Χριστούγεννα η αντανάκλαση της φωτιάς στο ώριμο πρόσωπό του, τον έκανε προσηνή και αγαπητό στον Πέτρο που κούρνιαζε στην αγκαλιά του και τού απευθυνόταν με σοβαρό ύφος: «μεγάλωσα τώρα, θείε Γιώργο!». Και όλοι μαζί σαν μια οικογένεια έβαζαν τα γέλια.
Κάποια στιγμή, ο Γιώργος βγήκε στη βεράντα του εξοχικού σπιτιού για να μιλήσει απερίσπαστος στο κινητό του με τη νοσηλεύτρια βάρδιας. Ασυναίσθητα έστρεψε το βλέμμα στην απέναντι μεριά του δρόμου, εκεί όπου κάποια άλλα Χριστούγεννα το ταπεινό σπιτάκι ήταν φωτισμένο και γελαστό.
Παρατήρησε όμως την καπνοδόχο να καπνίζει, σημάδι ότι ακόμη και σήμερα το σπίτι κατοικείται και ζεσταίνεται. Έξω παγωνιά, σιωπή και νέκρα. Βιάστηκε να μπει μέσα χουχουλιάζοντας τα παγωμένα του δάχτυλα. Μονομιάς στην αγκαλιά του έπεσαν τρία χαρούμενα παιδιά, για να του δείξουν τα δώρα που τους έφερε ο Άη Βασίλης. «Κοίτα να δεις», μονολόγησε φωναχτά: «το αίμα νερό δεν γίνεται…».
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου