Δείτε εδώ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Σήμερα θα γύριζε απ το Λονδίνο μετά από δυο βδομάδες για δουλειές στα εκεί γραφεία της εταιρίας. Δεν τον είχε προσκαλέσει να τον ακολουθήσει και αυτό κάπως τον είχε στεναχωρήσει, όμως ας μην ήταν και αχάριστος. Ήταν νωρίς ακόμα και είχε πολλά να μάθει πριν προχωρήσει τόσο βαθιά.
Κοντά στα μεσάνυχτα επέστρεψε ο Πετρής. Έδειχνε ευδιάθετος και από ότι φαινόταν είχε κλείσει καλές συμφωνίες. Ο Νικολής θεώρησε πως ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνουν μια συζήτηση για το μέλλον. Πέρα από αόριστες υποσχέσεις δεν είχε κάτι χειροπιαστό και αυτό τον ανησυχούσε λίγο.
Στο τραπέζι την ώρα του δείπνου έκανε την πρώτη νύξη.
“Μεθαύριο μετά τον αρραβώνα, λέω να ψάξω για σπίτι. Δεν υπάρχει λόγος να γίνομαι βάρος και εξ άλλου θα πρέπει να βλέπω και την κοπέλα μου. Καταλαβαίνεις!”.
Ο Πετρής άναψε ένα πούρο και ήπιε μονορούφι το κρασί του. Η όψη του έχασε την ήρεμη έκφραση που είχε ως τότε.
“Δήμο αυτός ο αρραβώνας δεν πρόκειται να γίνει! Είσαι παντρεμένος ακόμα! Να βγει πρώτα το διαζύγιο και βλέπουμε!”
Ο Νικόλας άρχισε να τρομάζει. Για δεύτερη φορά τον αποκαλούσε με το όνομα του πατέρα του, μόνο που τώρα το πράγμα γινόταν χειρότερο. Πραγματικά τον μπέρδευε με τον χαμένο αδελφό του! Κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε στο μυαλό του θείου του!
“Θείε δεν είμαι ο Δήμος!”, προσπάθησε να τον συνεφέρει. “Ο Νικόλας είμαι ο γιος του!”.
“Ναι ο Νικόλας.”, απάντησε μουρμουρίζοντας δίχως να έχει συναίσθηση της κατάστασης και σηκώθηκε τρικλίζοντας. Ο Νικόλας τον ακολούθησε στην βεράντα, όμως εκείνος τον έδιωξε με ένα νεύμα.
“Πήγαινε να κοιμηθείς τώρα Δήμο και τα λέμε το πρωί”.
Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι ο Νικόλας. Η περίεργη συμπεριφορά του θείου του στριφογυρνούσε στο μυαλό του και του δημιουργούσε άγχος. Όσο κι αν δεν τον γνώριζε και πολύ καλά διέβλεπε ψυχική νόσο που χρειαζόταν θεραπεία. Σίγουρα δεν είχε το θάρρος να του προτείνει κάτι τέτοιο, όμως κάποιος έπρεπε να το κάνει. Ο Αργύρης ίσως; Όχι το απέρριψε αμέσως, Έβλεπε στα μάτια του Αργύρη τον θρίαμβο και σαν να άκουγε τη φωνή του: "Δεν στα έλεγα εγώ;”. Μπορεί η μάνα του και μάλλον αυτήν θα επιστράτευε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και αφού πήρε ένα χυμό απ το ψυγείο, τράβηξε για την εσωτερική θερμαινόμενη πισίνα. Ένιωθε την ανάγκη να βυθιστεί γυμνός στο νερό που θα ξυπνούσε τις αισθήσεις και θα καθάριζε το νου του. Χαράματα ακόμη και στη βίλα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η επαφή του με το νερό του έφερε μια γλυκιά ανατριχίλα. Κολύμπησε γρήγορα μερικές φορές πάνω κάτω και ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Την ώρα που έσκυβε να πιάσει την πετσέτα άκουσε ανεπαίσθητο θόρυβο και γυρνώντας είδε τον Πετρή να στέκεται λίγα μέτρα πίσω του. Του χαμογέλασε αμήχανα και τυλίχτηκε με την πετσέτα.
“Τι περίεργο!”, άκουσε τον θείο να του απευθύνεται με βραχνή φωνή. “Την ίδια σκέψη κάναμε ξημερώματα!”
Και με αυτά τα λόγια έβγαλε το μπουρνούζι του και το άφησε στο πάτωμα.
Σοκαρισμένος ο Νικόλας από το θέαμα έστρεψε το κεφάλι. Ο ερεθισμός του Πετρή ήταν φανερός και αυτό τον έκανε να αισθάνεται άσχημα.
Ο Πετρής τον πλησίασε και τον γύρισε προς το μέρος του.
“Όταν μου μιλάνε απαιτώ να με κοιτάζουν μικρέ!”, του είπε επιτακτικά, ενώ τα χέρια του ακουμπούσαν τους γλουτούς του.
Αιφνιδιασμένος με την εξέλιξη ο Νικόλας δεν αντέδρασε και αυτό ο Πετρής το εξέλαβε ως συγκατάθεση και έγινε πιο ορμητικός. Ο μικρός που δεν είχε ποτέ ομοφυλοφιλική εμπειρία ένιωσε αναγούλα. Με μια βίαιη κίνηση τον έσπρωξε μακρυά του.
“Τι κάνεις;”, φώναξε οργισμένος. “Ανώμαλος είσαι;”.
Το γέλιο του Πετρή αντήχησε σε όλο το χώρο.
“Το αφεντικό σου είμαι μικρέ. Κι αυτός που μπορεί να σε κάνει πάμπλουτο αν το θελήσει!”
“Με αντάλλαγμα τι;”, ούρλιαξε ο Νικόλας. Να ικανοποιήσω τις άρρωστες ορέξεις σου;”.
“Όλα έχουν το τίμημα τους ανιψιέ Άλλοι το κάνουν για πολύ μικρότερα ανταλλάγματα!”
“Να πας σ΄αυτούς τους άλλους τότε! Και μην με ξαναπλησιάσεις τ΄ακούς;”.
“Τότε Νικόλα η συνεργασία μας τελειώνει εδώ! Πέρνα από το λογιστήριο για την απόλυση σου!”
“Δηλαδή;”, ρώτησε μουδιασμένος.
“Δηλαδή φεύγεις”, του απάντησε ξερά. “Και ξέρεις κάτι; Καθόλου δεν μοιάζεις του πατέρα σου. Εξωτερικά ίσως, αλλά μέσα σου δεν έχεις τίποτα δικό του!”.
Ο Νικόλας αηδιασμένος δεν συνέχισε τη ανούσια συνομιλία. Έφυγε τρέχοντας σχεδόν και αφού μάζεψε σε μια βαλίτσα τα πράγματα του τηλεφώνησε για ταξί. Βγαίνοντας είδε πάλι μπροστά του τον Πετρή. Ντυμένο αυτή τη φορά και με τη μάσκα του εντιμότατου που φορούσε πάντα μπροστά στους άλλους. Πέταξε επιδεικτικά τα κλειδιά της BMW που του είχε κάνει δώρο στο τραπέζι και χωρίς να πει κουβέντα ξεκίνησε να φύγει.
“Γυρίζεις λοιπόν στη μιζέρια σου!”, άκουσε την παράδοξα ήρεμη φωνή του θείου του. “Ξεχνάς πως δεν έχεις τίποτα στο νησί;”
“Έχω τους ανθρώπους που με αγαπάνε. Έχω και το καΐκι μου!”, του απάντησε χωρίς να γυρίσει. “Μια χαρά θα είμαι!”
“Μη βάζεις στοίχημα!”,
Η απειλή ήταν ξεκάθαρη και μαζί με το ειρωνικό γέλιο πάγωσαν τον Νικόλα. Πόσο δίκιο είχε τελικά ο Αργύρης!
Βρόντηξε την πόρτα πίσω του για να εκτονώσει την οργή του, όμως ο φόβος φώλιασε για τα καλά στην ψυχή του.
Γίνετε μέλος στο Ελληνικό κοινωνικό δίκτυο: https://hellasbook.gr/tinios
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου