ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Αβέβαιο; Θα Πάρω κι απ` Αυτό! (Διήγημα)

Ταξίδευε εδώ και μια ώρα. 

Το κεφάλι του ήταν τόσο πιεσμένο απ’ τις σκέψεις που κάθε προσπάθεια για να διαβάσει το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του κατέληγε άκαρπη. Το τρένο ήταν το αγαπημένο του μέσο μεταφοράς. Πέντε ώρες ταξίδι για Θεσσαλονίκη δεν ήταν και λίγο όμως. Παρ’ όλ’ αυτά με το τρένο εξοικονομούσε χρήμα και αξιοποιούσε το χρόνο. Τις ώρες που θα αφιέρωνε στην οδήγηση είχε σκοπό να τις εκμεταλλευτεί μέσα στο βαγόνι. Εκείνος όμως ο αναθεματισμένος πονοκέφαλος ήταν που του τα χαλούσε όλα.

Βγήκε στο διάδρομο να

ανάψει τσιγάρο. Η πράξη του αυτή ενάντια στους κανονισμούς του ΟΣΕ του θύμισε τα σχολικά του χρόνια που κλεφτά μαζί με κάποιους συμμαθητές κάνανε τσιγάρο στην τουαλέτα του σχολείου. Περίεργο σίγουρα αλλά πάντα ένιωθε μια ηδονή από τέτοιες απαγορευμένες πράξεις.

Άνοιξε το παραθυράκι που βρισκόταν πάνω απ’ το μεγάλο παράθυρο και άναψε τσιγάρο να ξεθολώσει. Του φάνταζε παράξενο αυτό που πήγαινε να κάνει. Πάντα μέχρι τώρα ήταν διστακτικός σε καινούργιες εμπειρίες. Κάτι υπήρχε στο καινούργιο που τον φόβιζε. Του άρεσε η σιγουριά που αισθανόταν στο τετριμμένο, στο ήδη δοκιμασμένο. Γιατί να φέρνει σε δύσκολη θέση τον εαυτό του απ’ την στιγμή που κι έτσι ήταν καλά σκεφτόταν πάντα. Να όμως που σήμερα επέλεξε για πρώτη φορά το δύσκολό μονοπάτι, το αβέβαιο, εκείνη τη διαδρομή που δεν ανήκε στις συνήθεις αντιδράσεις του.

Ο αέρας του έκανε καλό. Το τσιγάρο τον χάλασε. Είχε να βάλει απ’ το μεσημέρι κάτι στο στόμα και τον πείραξε στο στομάχι. Σκεφτόταν διαρκώς την σημερινή αναγγελία της απόλυσης. Περίεργο συναίσθημα. Όσο φυσιολογικά το πήρε εκείνη τη στιγμή, σαν κάτι που το ανέμενε καιρό, τόσο τώρα του χαλούσε τη διάθεση η σκέψη του σε κείνη την ώρα. «Όλα κάποτε τελειώνουν» είχε σκεφτεί «και κάτι νέο ξεκινά». Δεν ήταν παιδάκι. Πάνε χρόνια από τότε που μπήκε τελευταία φορά σε τάξη. Κι όμως παρ’ ότι γνώριζε ότι τα πάντα κινιούνται και αλλάζουν ποτέ δεν είχε καταφέρει να εξομοιώσει την ψυχολογία του σε παρόμοιες συνθήκες.

Η Αλέκα θα τον περίμενε στο σπίτι της με τον άντρα της. Το κορμί του το διαπερνούσε πυρετώδης ρίγη παρ’ ότι η θερμοκρασία του σώματός του βρισκόταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Αναθυμόταν τότε που πήγαινε με τον καρβουνιάρη για να παρουσιαστεί, νέος ακόμα φαντάρος, στα Ρίζια της Ορεστιάδας. Αυτή η αβεβαιότητα ήταν κάτι που τον τρόμαζε και τον έκανε ευάλωτο στις αλλαγές. Την ίδια αβεβαιότητα ένιωθε και σήμερα. Το αύριο που θα ξημέρωνε θα ήταν αλλιώς. Καινούργιο ταξίδι ξεκίναγε.

Στην αρχή μόλις έμαθε για την απόλυσή του σκέφτηκε να το αναβάλλει το ταξίδι. Δεν είναι όμως απ’ τους ανθρώπους που αναβάλλει όταν πάρει μια απόφαση και ξεπέρασε την διστακτικότητά του. Τα συναισθήματά του ήταν συγκεχυμένα απ’ το πρωινό απρόσμενο γεγονός και απ’ την πρωτόγνωρη συμπεριφορά του. Πως θα ήταν άραγε εκεί; Η Αλέκα πώς να είναι από κοντά; Κι ο άντρας της; Καλά τρελάθηκε τελείως; Τι πάει να κάνει;

Το κινητό χτύπησε. Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε και άρχισε να μιλάει. Μόλις είχε μπει στο ταξί και η Αλέκα τον κάλεσε πάνω στη στιγμή που την χρειαζόταν. Του είπε πώς να βρει το σπίτι και τον έκλεισε λέγοντάς του πως θα τον περιμένει απ’ έξω. Ήρθε η ώρα της αλήθειας σκέφτηκε μέσα του. Στο τηλέφωνο προηγουμένως είχε μιλήσει με τη γυναίκα του. «Να περάσεις καλά. Μην σκέφτεσαι τίποτα» του είχε πει. «Να περάσεις ένα ονειρεμένο τριήμερο. Κι εγώ θα σε περιμένω». Η γυναίκα του είχε πάντα τη λύση στις δύσκολες καταστάσεις. Αντιδρούσε ακαριαία. Έκοβε το γόρδιο δεσμό. «Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να αντιδράς άμεσα, δίχως δεύτερη σκέψη. Οι γρήγορες αποφάσεις είναι και οι σωστές». «Σωστά του τα έλεγε» σκέφτηκε. «Μα είχε και ποτέ άδικο η Ελένη;» αναρωτήθηκε.

Μπήκανε στην κωμόπολη και ο Στάθης πήρε πάλι το τηλέφωνο να μιλήσει στην Αλέκα. Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν μπροστά στο όμορφο σπίτι της. Εκείνη είχε κατέβει στην είσοδο και ο Πέτρος ο άντρας της τον καλωσόριζε απ’ το μπαλκόνι τους. Μια στιγμή αμηχανίας που γρήγορα διακόπηκε απ’ την άμεση ζεστασιά της Αλέκας ήταν η πρώτη του αντίδραση. Αγκαλιαστήκανε, πλήρωσε τον οδηγό του ταξί και ανεβήκανε στο σπίτι της. Η πόρτα ήδη ανοιχτεί με τον Πέτρο όρθιο να τον περιμένει για να του σφίξει το χέρι για να αποκομίσει τις πρώτες εντυπώσεις. Ο Στάθης πίστευε στην χειραψία. Ποτέ του δεν έδωσε το χέρι του έτσι απλά. Έβαζε μέσα του ενέργεια, μια γεύση απ’ την αύρα του. Το ίδιο πίστευε κι ο Πέτρος. Το αισθάνθηκε αμέσως μόλις τον χαιρέτησε. Άνθρωποι πλασμένοι απ’ το ίδιο υλικό καταλαβαίνονται εύκολα.

Ένα μπουκάλι κρασί τον περίμενε στο τραπέζι δίπλα στο τζάκι σύμφωνα με τις επιταγές του και αμέσως η Αλέκα έσπευσε να το ανοίξει. Το κρασί ευφραίνει καρδία και φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Τσούγκρισαν ποτήρια και ξεκίνησαν να μιλάνε όπως χθες μιλούσαν μέσα απ’ το διαδίκτυο. Δυο κουβέντες ήταν αρκετές για να φανερωθεί η χημεία του Στάθη με τον Πέτρο. Η Αλέκα ίδια με την εντύπωση που του είχε αφήσει απ’ το διαδίκτυο διευκόλυνε το σμίξιμο.

Μετά από δύο γεμάτες μέρες οι τρείς τους βρίσκονταν στ’ αμάξι του Πέτρου και της Αλέκας στο δρόμο για τον σταθμό των τρένων. Ο Στάθης ένιωθε ήδη αυτή τη γλυκιά μελαγχολία να του υγραίνει τα σωθικά και η Αλέκα του έκανε νεύμα να αφεθεί στη στιγμή. Ο Στάθης σε μια στιγμή κοίταξε το εισιτήριο του και διαπίστωσε πως αντί για 18:20 το τρένο έφευγε 18:05. Η ώρα ήταν ήδη 17:50. Η διαδρομή σίγουρα 20 χιλιόμετρα. Και τότε αρχινάει το κυνηγητό του χρόνου. Ο Πέτρος πατάει το γκάζι, η Αλέκα αρχίζει να αγχώνεται και ο Στάθης κατηγορεί την αμέλεια του. Τότε είναι που μέσα στην αγχωτική κατάσταση της στιγμής του έρχεται στο μυαλό τότε που η Ελένη του έστελνε μηνύματα στο κινητό γράφοντάς του κομμάτια απ’ το μυθιστόρημα του Καραγάτση «Ο Θάνατος κι ο Θόδωρος» και μέσα του γελάει. Γελάει και νιώθει άσχημα που έβαλε τον Πέτρο σ’ αυτήν την πιεστική κατάσταση. «Μπαμ, μπαμ», «Βάρα του, του κιαρατά», «πατάμε το γκάζι ίσα με σανίδα», «ξεκινάει η καταδίωξη».

Ο Πέτρος δαήμων στην οδήγηση υπό τέτοιες συνθήκες κάνει τους ελιγμούς του και φτάνουν στον σταθμό στις 18:00. Ο Στάθης τρέχει, ξοπίσω του και η Αλέκα και μετά βίας προλαβαίνουν το τρένο. Ένα σφίξιμο των χεριών κατάφερε να ανταλλάξει με τον Πέτρο, μια σφιχτή αγκαλιά με την Αλέκα και ένα ευχαριστώ που μέσα του περιέκλειε βαθειά ευγνωμοσύνη.

Κάθισε στο τρένο και πήρε την Αλέκα τηλέφωνο.

-Πέρασες καλά αγόρι μου; του λέει με ησυχασμένη φωνή πλέον.

-Πέρασα τέλεια Αλέκα μου! Δεν βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω! της απαντάει ο Στάθης.

Το τρένο ξεκίνησε. Η αβεβαιότητα έχει μετατραπεί σε σιγουριά πια. Το πρόσωπό του έχει γαληνέψει και η ψυχή του νιώθει δικαιωμένη. Η κατάρα έσπασε. Το μυαλό του γέμισε με εμπειρίες, τα μάτια του με εικόνες. Έχει όρεξη να γράψει. Να πει αυτά που με λόγια δεν λέγονται. Να εκτονώσει την περίσσια ενέργεια και να κάνει το νέο ξεκίνημα.

«Πότε μου δεν γνώρισα τόσο ζεστούς και φιλόξενους ανθρώπους. Τόσο αγνούς στα συναισθήματά τους και τόσο δοτικούς. Άγνωστοι που νιώθω να τους γνώριζα πάντα τελικά. Μεγαλείο ψυχής που κάθε στιγμή με έκανε να νιώθω λίγος μπροστά στην απλότητα και την μεγαλοσύνη τους. Τι περίεργα όμορφη είναι η ζωή! Τι απρόσμενα ωραία σου δείχνει το δρόμο κάθε φορά που το θράσος σου ξυπνάει! Οι λέξεις δεν χωράνε να πω πόσο έκπληκτος αισθάνομαι. Σαν όνειρο. Σαν να μην συνέβηκε ποτέ. Χα… Περίεργα πράγματα που συμβαίνουν! Ταξίδια, διαδρομές, εικόνες… και κάπου εκεί πέρα δυο άνθρωποι που ανακάλυψα σήμερα πως είναι οικογένειά μου».

Γιάννης Καραγεώργος

Δείτε επίσης: Μυστήριο με πίνακα του 1.562 – Γιατί κάποιοι πιστεύουν πως αποδεικνύει ότι οι δεινόσαυροι συνυπήρχαν με τους ανθρώπους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου