Δείτε εδώ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Καλά τα κατάφερες τσουλίτσα!”, της πέταξε ενώ το βλέμμα του έσταζε μίσος. “Θα σταματήσεις
τώρα να ξαπλώνεις με τους κωλόγερους για να σε προωθήσουν! Μη βιάζεσαι όμως να χαρείς. Είμαι ακόμα εδώ και έχω τους τρόπους να σε καταστρέψω! Όλους όσους μπλέχτηκαν στα πόδια μου τους κατέστρεψα!”.
Τα τελευταία λόγια του βγήκαν με μεγάλη δυσκολία. Φόρεσε πάλι τη μάσκα οξυγόνου και της έκανε νόημα να φύγει. Βγήκε κλαίγοντας και έπεσε πάνω στον γιατρό που ερχόταν για επίσκεψη. “Δεν είναι και από τους πιο εύκολους ασθενείς”, της είπε με νόημα. “Είστε η πρώτη που τον επισκέπτεστε. Συγγενής σας;”.
“Όχι, όχι!”, του απάντησε με λυγμό. “Ευτυχώς!”, συμπλήρωσε καθώς έφευγε βιαστικά προς το ασανσέρ.
Ο διευθυντής μπήκε στην εντατική και κοίταξε τα μόνιτορ. Η πορεία προς το θάνατο φαινόταν μη αναστρέψιμη και η όλη εικόνα του Πετρή το επιβεβαίωνε. Γιαυτό του φάνηκε παράξενο που βρήκε τη δύναμη να του μιλήσει.
“Έφυγε αυτή;”, τον ρώτησε βγάζοντας για λίγο τη μάσκα.
”Ναι”, του απάντησε, “Και ήταν πολύ ταραγμένη. Πρέπει να σε αγαπάει πολύ”.
“Στα τσακίδια!”, είπε με φωνή γεμάτη οργή. “Τα λεφτά μου αγαπάει! Αλλά δεν κατάλαβε καλά! Τ΄αρ----α μου θα πάρει!”.
“Τι σου είναι;”, τον ρώτησε με απορία. “Έδειξε πραγματικά να σε νοιάζεται!”.
Η κυνική του απάντηση, σόκαρε το γιατρό.
“Κόρη μου από το πουθενά. Που στο διάολο ξανάρθε μετά από τόσα χρόνια! Αν την ήθελα θα την κρατούσα τότε, και δεν θα την έδινα για φραγκοδίφραγκα!”
Για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια στο λειτούργημα, αισθάνθηκε την ανάγκη να παραβεί τον όρκο του Ιπποκράτη! Με το ζόρι συγκρατήθηκε να μην κλείσει τους διακόπτες και να τραβήξει τα σωληνάκια που τον κρατούσαν στη ζωή!
Η προϊσταμένη τον πρόλαβε πριν μπει στο γραφείο του.
“Ο κύριος Οικονόμου είναι σε απελπιστική κατάσταση γιατρέ”, του είπε. “Βογκάει συνεχώς και είναι ιδιαίτερα ανήσυχος. Και όλο μουρμουρίζει για κάποιους μαύρους που θέλουν να τον αρπάξουν! Τον λυπάμαι τον έρημο. Μήπως να τον βάζαμε σε καταστολή;”.
“Έγινες γιατρός προϊσταμένη και δεν έτυχε να το μάθω;”, της απάντησε αυστηρά. “Εγώ είμαι ο θεράπων και εγώ αποφασίζω!”.
“Μα βασανίζεται!”, διαμαρτυρήθηκε διστακτικά.
“Γύρνα στη δουλειά σου!”, την διέταξε επιτακτικά. “Αν χρειαστώ τη συμβουλή σου θα σε καλέσω!”
Βγήκε η αδελφή φανερά ενοχλημένη και έκλεισε την πόρτα. Ο γιατρός άνοιξε το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Παρ΄όλη την ψύχρα της βραδιάς δέχτηκε με ανακούφιση το χάδι του βοριά στο πρόσωπο του. Ήξερε καλά πως η αδελφή είχε δίκιο. Το ιατρικό του καθήκον του επέβαλε να κάνει όσο πιο ήρεμες γίνεται τις τελευταίες ώρες του ετοιμοθάνατου. Στην επιτυχημένη σταδιοδρομία του είχε αντιμετωπίσει εκατοντάδες περιστατικά με επαγγελματική συνέπεια. Είχε χειρουργήσει βαρυποινίτες δολοφόνους σαν να ήταν συγγενείς του. Στο κρεββάτι του πόνου έβλεπε τον ανήμπορο άνθρωπο που απ΄αυτόν περίμενε το θαύμα.
Γι΄αυτό το λόγο δεν ενέδωσε ποτέ στο χρηματισμό, έστω κι αν αρκετοί συνάδελφοι το έκαναν συχνά. Εξάλλου ήταν και βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος, όσο και να φαινόταν αταίριαστο με την επιστήμη του.
Όμως στο πρόσωπο του Πέτρου, για πρώτη φορά αντίκρισε το κακό ενσαρκωμένο! Αν κάποιος του έλεγε πως ήταν ο ίδιος ο σατανάς, θα το πίστευε χωρίς δεύτερη σκέψη!
Μέσα του πάλευαν η ανθρωπιά και η ανάγκη για τιμωρία ενός αμετανόητου εγκληματία. Και όχι μόνο αυτό. Διατηρούσε μια αμυδρή ελπίδα μήπως η αγωνία του θανάτου ξυπνήσει έστω και την τελευταία ώρα στον Πέτρο τη μετάνοια, που θα τον οδηγούσε στη γαλήνη και τη συγχώρεση. Βγήκε πάλι στο διάδρομο. Δυο νεαροί γιατροί είχαν στήσει πηγαδάκι έξω από το γραφείο των νοσοκόμων. Μόλις τον αντιλήφθηκαν σταμάτησαν αμέσως την κουβέντα.
“Έχουμε κάποια εξέλιξη;”,τους ρώτησε πλησιάζοντας. Του έδωσαν πλήρη αναφορά από τις επισκέψεις τους στους ασθενείς.
“Μόνο με τον Οικονόμου έχουμε πρόβλημα.”, κατέληξε ο μεγαλύτερος. “Δεν ησυχάζει λεπτό και αυτό επιβαρύνει την κατάσταση του”.
Ο διευθυντής κούνησε το κεφάλι και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του Πετρή. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει και έδειχνε βυθισμένος σε λήθαργο. Μόλις όμως ένιωσε την παρουσία του γιατρού, άνοιξε τα μάτια.
“Θέλεις κάτι;”, τον ρώτησε με κρυφή ελπίδα.
Ο Πετρής τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο αγωνία.
“Δεν ξέρω”, κατάφερε να ψελλίσει με πολύ κόπο.
“Δεν σου έκρυψα στιγμή τη σοβαρότητα της κατάστασης”, του είπε με ήρεμο τόνο. “Ξέρεις πως πλησιάζει το τέλος. Αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, να βγάλεις το φορτίο από μέσα σου, ο παπάς μπορεί να έλθει αμέσως!”.
Στο άκουσμα αυτό ο Πετρής εξαγριώθηκε. Με βίαιες κινήσεις, προσπάθησε να ανασηκωθεί και να χιμήξει πάνω του. Μουγκρητά ακαταλαβίστικα βγήκαν από το στόμα του. Μόνο μια λέξη ακούστηκε καθαρά: “Σκάσε!”.
Ο διευθυντής κατάλαβε πως κάθε παραπάνω προσπάθεια ήταν μάταιη. Κάλεσε τους γιατρούς με το μπίπερ και τους έδωσε εντολές για την αντιμετώπιση του ασθενούς.
“Ξέρετε τι πρέπει να κάνετε. Ας κάνουμε τη μετάβαση του στην άλλη όχθη, όσο πιο ανώδυνη γίνεται!”. “Αν και δεν του αξίζει!”, πρόσθεσε από μέσα του.
Γίνετε μέλος στο Ελληνικό κοινωνικό δίκτυο: https://hellasbook.gr/tinios
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου