Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Λίγος κόσμος και ακόμα λιγότερα αυτοκίνητα, τα περισσότερα μεταφοράς εμπορευμάτων, υπήρχαν, αν και το καράβι ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Πέντε έξι γυναίκες, προσκυνητές του Αγίου όπως έδειχνε η εικόνα τους, ένας φαντάρος, και δυο ζευγάρια ήταν μόνο στο σαλόνι. Υπήρχαν και μερικοί ακόμα στα εξωτερικά καθίσματα, ανάμεσα τους δυο ιερείς με τις παπαδιές τους και μια παρέα τεσσάρων νεαρών ατημέλητα ντυμένων.
Στην προκυμαία της Σουβάλας αρκετός κόσμος είχε συγκεντρωθεί για να υποδεχθεί τον προσφιλή νεκρό, ενώ ο πένθιμος ήχος της καμπάνας του Αποστόλου Κρίσπου, ανήγγειλε την άφιξη της σορού.
Με τη συνοδεία αυτοκινήτων έφτασε η νεκρική πομπή στην εκκλησία, όπου είχε συγκεντρωθεί όλο το χωριό. Το ταξί που μετέφερε τον παπά και τις δυο γυναίκες σταμάτησε πίσω από τη νεκροφόρα, Όταν κατέβηκαν όλα τα μάτια έπεσαν στην Αρχοντούλα. Η αλλαγή στην εμφάνιση της ήταν τόσο εμφανής ώστε πολλοί έλεγαν πως είναι κάποια που της μοιάζει. Με το κομψό σκούρο γκρι ταγέρ, το μαύρο πουκάμισο, και τα μαλλιά πιασμένα σε ένα όμορφο κότσο έδειχνε άλλος άνθρωπος. Χώρια που δεν φορούσε τσεμπέρι που παλιά δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Λίγοι τόλμησαν να την πλησιάσουν και αυτό πιο πολύ από περιέργεια.
Μπήκαν στο ναό και ο εφημέριος πρότεινε στον παπά Διονύση να κάνουν μαζί την κηδεία. Αφού δόθηκαν οι αμοιβαίες εξηγήσεις, ο εφημέριος ξεκίνησε μόνος.
Χρόνια είχαν οι ντόπιοι να δουν τόσο πολυτελή κηδεία και απορούσαν πως βρέθηκαν τα χρήματα για κάτι τέτοιο. Όλες οι υποψίες έπεσαν στην Αρχοντούλα που ήταν η μόνη που έδειχνε πως η αλλαγή στην εμφάνιση είχε και οικονομικό υπόβαθρο. Ευτυχώς η Νεκταρία ενημέρωσε τους πιο κοντινούς της ανθρώπους για την παρέμβαση του Αντώνη και έπαψαν τα κακεντρεχή σχόλια.
Η ταφή έγινε στο νεκροταφείο στο Βαθύ με τους οικείους του νεκρού να κρατούν μια αξιοπρεπή στάση, χωρίς υστερίες και κραυγές, αλλά με ένα βουβό πόνο που άρμοζε στον Νικόλα. Μετά τον καφέ που δόθηκε στο καφενείο του Κανάκη, (μέχρι κι αυτό είχε φροντίσει ο Αντώνης), ο παπάς με την Αρχοντούλα έφυγαν με ταξί για την Αίγινα, παρά τις εκκλήσεις της Νεκταρίας να τους φιλοξενήσει.
Το επόμενο πρωί μετά από ένα καλό ύπνο πήραν το λεωφορείο για το μοναστήρι. Η αγωνία της Αρχοντούλας είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Ήρθε η ώρα να μάθει όλη την αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή. Σπάνια προσευχόταν όμως τώρα αισθάνθηκε την ανάγκη να το κάνει. Δεν ζήτησε από το Θεό να μάθει καλά νέα, αυτό το απέκλειε, τουλάχιστον να μην είναι τόσο τραγικά όσο προαισθανόταν. Πρώτα όμως έπρεπε να βρει τη μικρή. Της είχε λείψει όλους αυτούς τους μήνες.
Ο παπάς από την άλλη παρατηρούσε την παρέα των νεαρών που είχαν δει στο πλοίο. Δεν φαίνονταν για παιδιά της πίστης και αυτό τον παραξένευε. Βέβαια το λεωφορείο εκτός του μοναστηριού είχε προορισμό και την Αγία Μαρίνα, οπότε θα μπορούσαν εκεί να κατευθύνονται.
Με έκπληξη όμως διαπίστωσε πως κατέβηκαν κι αυτοί στο μοναστήρι. Τελικά, σκέφτηκε, ο Θεός έχει πάντα τον τρόπο να προσελκύει κοντά Του τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Η συνέχεια όμως δεν έδειχνε να επιβεβαιώνει τη σκέψη του. Οι νεαροί με ασέβεια περιφέρονταν στους χώρους χωρίς καν να μπουν στον κόπο να προσκυνήσουν τον τάφο του Αγίου, ούτε έστω να μπουν στην εκκλησία να ανάψουν ένα κερί.
Αφού ο παπάς έκανε παράκληση στον Άγιο μπροστά στην τίμια κάρα του, βγήκαν από την εκκλησία για να προσκυνήσουν και τον τάφο. Οι νεαροί δεν φαινόντουσαν πουθενά και υπέθεσε πως βαρέθηκαν και έφυγαν.
Στην έξοδο από το χώρο του τάφου δίπλα στον πλάτανο που είχε φυτέψει ο Άγιος, τους περίμενε μια νεαρή καλόγρια. Έσκυψε με σεβασμό και φίλησε το χέρι του παπά, που δεν πρόλαβε να το τραβήξει.
«Περάστε στο αρχονταρίκι να πάρετε ένα καφέ», τους πρότεινε. «Η ηγουμένη θα χαρεί να σας δει!».
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και η Αρχοντούλα με μια κίνηση των ώμων έδειξε πως δεν έχει πρόβλημα. Ακολούθησαν τη μοναχή και μπήκαν στο αρχονταρίκι. Η ηγουμένη, μια σεβάσμια γερόντισσα γύρω στα εξήντα, σηκώθηκε να τους υποδεχθεί. Με έκπληξη που προσπάθησε να την κρύψει, η Αρχοντούλα είδε στον καναπέ να κάθεται η μικρή! Η ηγουμένη αντιλήφθηκε το βλέμμα της και έσπευσε να εξηγήσει.
«Η Αγνή μας! Δεν είναι το πραγματικό της όνομα, γιατί δεν το ξέρουμε. Έτσι την ονομάσαμε επειδή είναι αγνή και άδολη σα μωρό. Και φαίνεται πως σας συμπάθησε γιατί συνήθως αντιδρά λίγο άσχημα με τους ξένους».
Κάθισε δίπλα της η Αρχοντούλα και της χάιδεψε το πρόσωπο, ενώ δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια της. Τα σκούπισε βιαστικά και κοίταξε τη μικρή κατάματα, σαν να τη ρωτούσε «Με θυμάσαι;». Η αντίδραση της μικρής έκανε τη καρδιά της να σπαράξει. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της και κραυγές χαράς βγήκαν από το στόμα της.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου