Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Αφού ήπιαν τον καφέ και έφαγαν τα κεράσματα ήρθε η δύσκολη ώρα. Ζήτησαν να συναντήσουν την αδελφή Χριστονύμφη, που είχαν να της δώσουν χαιρετίσματα από κάποιους γνωστούς της.
Η ηγουμένη χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Μεγάλη πέραση έχει σήμερα η ευλογημένη!», είπε. «Πριν λίγη ώρα τέσσερα παλληκάρια την έψαχναν κι αυτά! Βέβαια δεν είναι περίεργο αυτό. Η Χριστονύμφη είναι από τις χαρισματικές μοναχές μας!».
«Μακαρία!», φώναξε η ηγουμένη τη νεαρή μοναχή. «Οδήγησε παιδί μου τον πατέρα και την κυρία στη Χριστονύμφη!».
Σηκώθηκαν και αφού ευχαρίστησαν θερμά ξεκίνησαν για το κελί της Χριστονύμφης. Πίσω τους ακούστηκαν οι θλιμμένες κραυγές της Αγνής και η Αρχοντούλα επιτάχυνε το βήμα της για να πάψει να τις ακούει. Δεν ήθελε να φύγει έτσι χωρίς να την αποχαιρετήσει, ήξερε όμως πως αυτό θα έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Μακάρι να ξεκαθάριζε η κατάσταση και τότε θα τη έπαιρνε και πάλι μαζί της.
Βρήκαν τη Χριστονύμφη έξω από το κελί της καθισμένη σε ένα ξύλινο παγκάκι. Δίπλα της ένας από τους νεαρούς, ενώ οι άλλοι τρεις στέκονταν όρθιοι στο πλάι. Έκανε νόημα να πλησιάσουν αφού την ενημέρωσε η μοναχή για την επιθυμία να της μιλήσουν.
«Ζητήσατε να με δείτε», τους απεύθυνε το λόγο. «Σε δυο λεπτά μπορούμε να μιλήσουμε. Ο εγγονός μου», έδειξε το νεαρό δίπλα της, «και οι φίλοι του ήρθαν να με επισκεφτούν, τώρα όμως θα φύγουν για την Αγία Μαρίνα. Ήρθαν στην Αίγινα για ολιγοήμερες διακοπές.».
Η φωνή της ήταν σιγανή και ήρεμη, όμως δεν συμβάδιζε με την ταραχή που ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπο της. Σηκώθηκε αργά και αγκάλιασε τον εγγονό της που έσκυψε να της φιλήσει το χέρι. Οι άλλοι δεν μπήκαν σε αυτή τη διαδικασία. Έδωσε σε όλους από ένα κομποσκοίνι και μια φωτογραφία του Αγίου, και τους ξεπροβόδισε μέχρι τη σκάλα. Ύστερα γύρισε προς τον Παπά και την Αρχοντούλα
«Την ευχή σας πάτερ!» είπε κάνοντας μια υπόκλιση, χωρίς όμως να του φιλήσει το χέρι.
«Του Κυρίου!», της απάντησε κοιτάζοντας τα χέρια της που έτρεμαν ελαφρά.
«Περάστε μέσα», τους παρότρυνε. «Αυτή την ώρα ο ήλιος είναι όλος στο μπαλκόνι και είναι ενοχλητικός».
Το εσωτερικό του κελιού ήταν όπως θα το περίμενε κανείς. Ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα μικρό τραπεζάκι και δυο καρέκλες. Στους τοίχους κρεμασμένες εικόνες κάλυπταν όλο σχεδόν τον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι. Πάνω από το τραπέζι τρία ράφια φιλοξενούσαν δεκάδες εκκλησιαστικά βιβλία. Ένα παράθυρο στη δυτική πλευρά έφερνε άπλετο φως στο κελί. Τους έφερε λουκούμια, δροσερό νερό και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Λοιπόν», ξεκίνησε. «Ποιος καλός άνεμος σας έφερε εδώ;».
«Δεν είναι άνεμος αλλά άνθρωπος!», πρόλαβε πρώτη η Αρχοντούλα. «Πάντως καλός σίγουρα! Ο συχωρεμένος ο Μπάρμπα Νικόλας μας έστειλε, έχετε να μου πείτε πολλά για το παρελθόν μου μού μήνυσε λίγο πριν κλείσει τα μάτια του!».
«Κοιμήθηκε ο Νικολής;», έκανε έκπληκτη. «Από σας το μαθαίνω! Ο Θεός να τον συγχωρέσει! Αλλά τι μπορώ να ξέρω εγώ για το παρελθόν σου καλή μου; Από πού κι ως που; Άλλωστε ο συχωρεμένος τελευταία δεν είχε καλά τα μυαλά του, άλλα του έλεγες, άλλα καταλάβαινε!».
Η Αρχοντούλα κάρφωσε τα μάτια πάνω της. Σαν αστραπή ήρθε στο νου της η νοσοκόμα του ονείρου της. Ναι αυτή ήταν κι όσο την κοιτούσε τόσο σιγουρευόταν. Σηκώθηκε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.
«Κοίταξε με καλά!, πρόσταξε. «Πριν σαράντα περίπου χρόνια εσύ δε με έφερες στο νησί μαζί με την κόρη μου;».
Η μοναχή έσκυψε το κεφάλι. Ήταν ανώφελο να υποκρίνεται την ανήξερη.
«Ίσως», είπε τελικά. «Πάνε πολλά χρόνια και δεν σε αναγνώρισα, όμως δεν υπάρχει τίποτα περίεργο σε αυτό. Περιφερόσουν σα χαμένη στους δρόμους και σε πήρα κοντά μου να σε προστατέψω. Έπρεπε όμως να έρθω στην Αίγινα για κάποια δουλειά και σε έφερα μαζί μου. Μόλις βγήκαμε από το πλοίο σε έχασα. Έψαξα παντού να σε βρω αλλά μάταια. Έτσι την επομένη γύρισα στον Πειραιά με την ελπίδα να είσαι καλά. Αυτά είναι όσα ξέρω και τίποτα περισσότερο!».
Ο παπά Διονύσης ξερόβηξε με νόημα. Αυτή η ιστορία δεν τον έπειθε κι ο Νικόλας τα είχε τετρακόσια, τουλάχιστον ο ίδιος δεν άκουσε το αντίθετο από κανέναν. Δεν θα τους έστελνε μόνο και μόνο για να ακούσουν αυτό το δακρύβρεκτο μελόδραμα. Εξάλλου ήταν ξεκάθαρος πως η Χριστονύμφη τα ήξερε όλα και όλα σημαίνει τα πάντα σχετικά με το παρελθόν. Ίσως τελικά η επίσκεψη των νεαρών να μην ήταν και τόσο αθώα όσο φαινόταν!
Τις ίδιες πάνω κάτω σκέψεις έκανε κι η Αρχοντούλα. Αν και απογοητευμένη με την εξέλιξη της κουβέντας, συνέχισε να επιμένει.
«Μάλιστα! Μας βρήκατε στο δρόμο και από την καλή σας την καρδιά μπήκατε σε κόπους και έξοδα, για να μας χάσετε από τα μάτια σας μέσα σε μια στιγμή! Και ύστερα είχα επάνω μου στοιχεία με το όνομα μου. Δεν θα ήταν πιο λογικό να απευθυνθείτε στις αρχές αντί να με τραβολογάτε μαζί σας;».
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου