Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
«Αδυνατώ ρε φίλε να πιστέψω πως υπάρχουν τέτοια καθάρματα! Την ώρα που χιλιάδες έδιναν τον αγώνα τους από το δικό τους μετερίζι για να ανακουφίσουν τους συνανθρώπους τους από τις συνέπειες του πολέμου και της πείνας, αυτοί πλούτιζαν με τη μαύρη αγορά και την πορνεία!».
«Έχεις απόλυτο δίκιο Μάνο. Οι γονείς σου ας πούμε πόσο κόσμο έσωσαν στην κλινική τους. Αλλά και η μάνα μου, εθελόντρια στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού, πόσα δεν πρόσφερε στους πεινασμένους συμπολίτες μας! Άσχετα αν εμένα μου έλειπε τότε η παρουσία της. Εκ των υστέρων μεγαλώνοντας κατάλαβα πόσο σπουδαίο ήταν αυτό που έκανε!».
«Μήπως ο πατέρας σου λίγα πρόσφερε Αντώνη! Αν και μπορούσε με τη λήξη του πολέμου να μείνει σπίτι με την οικογένεια του, προτίμησε να πάει στην Αίγυπτο να πολεμήσει κι εκεί τους Γερμανούς! Δεν το λες και λίγο!».
Ο Αντώνης γέμισε πάλι τα ποτήρια τους και άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα με τις αναφορές στο πρόσωπο της Αρχοντίας Ροδά. Όσο διάβαζε τόσο η οργή φούντωνα μέσα του. Εκτός από τις αποδείξεις για την συνεργασία της με τους Ναζί, η συνέχεια ήταν εξ ίσου προκλητική.
Ποιος ξέρει με τι διασυνδέσεις κατάφερε να πάρει ένα πολύ μεγάλο ποσό από το σχέδιο Μάρσαλ για μια εταιρία εισαγωγών που μόλις πριν λίγους μήνες είχε στήσει. Τα χρήματα αυτά ποτέ δεν πήγαν στο σκοπό για τον οποίο εκταμιεύτηκαν αλλά σε σύσταση άλλων εταιριών Με δεδομένη τη φτώχεια της μετακατοχικής Ελλάδας υποσχόταν χαμηλότοκα δάνεια σε ιδιώτες και επιχειρήσεις. Αφού εισέπραξε αρκετές προκαταβολές, απαραίτητη προϋπόθεση για να βγει το δάνειο, η εταιρία έκλεισε και η Ροδά εξαφανίστηκε από προσώπου γης! Οι άμεσοι συνεργάτες της ανακρίθηκαν σκληρά όμως κανένα αποτέλεσμα δεν προέκυψε. Η Αρχοντία Ροδά αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα άλυτο μυστήριο, κατέληγε η αναφορά του Πανδή.
«Γίνεται όλο και χειρότερο!», είπε του Μάνου κλείνοντας το βιβλίο και του εξιστόρησε τα νέα που διάβασε.
«Δεν ξέρω τι να πω ρε Αντώνη! Κι όλα αυτά τα έκανε η Αρχοντούλα που ξέρουμε; Δεν το χωράει το μυαλό μου!»
«Μακάρι αύριο να ξεκαθαρίσει η κατάσταση», απάντησε ο Αντώνης και σηκώθηκε πρώτος ακολουθούμενος από το Μάνο.
«Ες Αύριον λοιπόν τα σπουδαία!», χαιρέτησε ο Μάνος μπαίνοντας στο αυτοκίνητο και ο Αντώνης με μια κίνηση του χεριού έδειξε να συμφωνεί.
Το πρωί την ώρα που είχαν συμφωνήσει συναντήθηκαν έξω από το σπίτι του Αντώνη και με το αυτοκίνητο έφτασαν σε λίγα λεπτά στην εκκλησία. Ο παπάς που μόλις είχε τελειώσει τον Όρθρο τους υποδέχθηκε θερμά αν και ξαφνιασμένος με την ξαφνική επίσκεψη τους.
«Περάστε στην αίθουσα για καφεδάκι.», τους παρότρυνε. «Μόνο που μπορεί να μην τους πετύχω όπως η Αρχοντούλα! Έχει πάει για ψώνια και δεν έχει έρθει ακόμα.».
Πέρασαν μέσα στην αίθουσα που θύμιζε στρατώνα με τα κρεβάτια εκστρατείας και τις βαλίτσες με τα ρούχα. Κάθισαν στον πάγκο όση ώρα ο παπάς πάλευε με τους καφέδες. Τελικά αυτά που τους έφερε λίγο θύμιζαν ελληνικό καφέ! Χωρίς καϊμάκι και οι μισοί χυμένοι στα πιατάκια τους.
«Μάρτυς μου ο Θεός, προσπάθησα όσο μπορούσα!», απολογήθηκε. «Φαίνεται όμως πως δεν είμαι και τόσο καλός σε αυτά!».
‘Ήπιαν από μια γουλιά, πιο πολύ για να μην τον στεναχωρήσουν, για δεύτερη ούτε λόγος, αν και τον είχαν ανάγκη τον καφέ μετά το χθεσινό ξενύχτι. Ευτυχώς εκείνη την ώρα μπήκε η Αρχοντούλα κρατώντας δυο σακούλες με τα ψώνια. Τους χαιρέτησε έκπληκτη κι αυτή για την παρουσία τους, και αφού ακούμπησε τις τσάντες στον πάγκο έβαλε για καινούργιους καφέδες. Αυτή τη φορά ήρθαν όπως πρέπει και οι δυο άντρες τους απόλαυσαν ανακουφισμένοι.
«Υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος που μας κάνατε την τιμή σήμερα ή πρόκειται για εθιμοτυπική επίσκεψη;», ρώτησε ο παπάς πίνοντας μια γερή γουλιά του καφέ του.
Κανείς δεν βιαζόταν να ξεκινήσει την κουβέντα. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να διαλύσεις ψευδαισθήσεις που δημιούργησαν φιλίες και συμπάθεια. Γιατί όσο κοιτούσαν την Αρχοντούλα ο Μάνος κι ο Αντώνης, τόσο δεν έβρισκαν τα λόγια να κάνουν την αρχή. Αμφιβολίες τρύπωσαν στις χαραμάδες του μυαλού τους. Τα βασανισμένα χαρακτηριστικά, η Ιώβεια υπομονή που αντιμετώπιζε τη μίζερη ζωή της, ο πόνος που ξεχείλιζε από τα μάτια της, δεν θύμιζαν σε τίποτα το τέρας που περιέγραφε ο Πανδής στο βιβλίο του.
«Αρχοντούλα», ξεκίνησε κομπιάζοντας ο Μάνος. «Έχεις φύγει ποτέ από την Αίγινα; Εννοώ πριν την τελευταία όταν έφυγες σαν κυνηγημένη.».
Η Αρχοντούλα έβγαλε το τσεμπέρι που ένιωθε να τη σφίγγει. Σήκωσε τα μάτια και τα κάρφωσε πάνω του.
«Ούτε στιγμή δεν έφυγα από το σπίτι μου στη Σουβάλα! Ακόμα και στην Αίγινα είναι ζήτημα αν κατέβηκα δυο τρεις φορές.». Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και γύρισε το βλέμμα στον παπά. «Αυτός ο άνθρωπος ήταν η αιτία που παράτησα το σπίτι και την κόρη μου παπά!, Με τρόμαξε η παρουσία του και από ότι βλέπω δεν είχα άδικο!».
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου