«Στρατιώτης πεζικού, Παπαθεοδώρου Βασίλειος, Ε’ ΕΣΣΟ, 2018. Αιτούμαι διήμερη άδεια για…».
«Πάλι άδεια Παπαθεοδώρου; Κουράστηκες να κάθεσαι εδώ μέσα κι είπες να κάθεσαι κι έξω;».
«Όχι, κύριε Διοικητά. Εγώ…».
«Τι όχι Παπαθεοδώρου;».
«Εγώ… κύριε… Διοικητά…».
«Τι εγώ και τι εσύ;».
«Ξέεερετε…».
«Δεν ξέρω τίποτα! Απορρίπτεται».
«Παρτάλι από τα λίγα ο Βασίλης, να ξέρετε. Να ’χετε τον νου σας. Κωλοπετσωμένος που λέμε».
Ακόμα του τριβέλιζαν το μυαλό τα λόγια του Σούρα. Κι ας είχαν περάσει δυο νυχτερινές από τότε που τον είχε ακούσει να το λέει στους άλλους φαντάρους του θαλάμου του.
Μου το ʼπαιζε και φίλος. Το φίδι. Αν εγώ είμαι κωλοπετσωμένος, αυτός είναι καλύτερος; Κάθε τρεις και λίγο έξω. Στην μάνα του που ʼναι άρρωστη τάχα μου. Αχ, και να ʼξερε ο Διοικητής πως η μάνα του είναι μια χαρά και αυτός ξημεροβραδιάζεται στα καταγώγια. Αφού τον έχω δει με τα μάτια μου. Κι ας κλαίγεται ολημερίς στο γραφείο του Διοικητή. Καλό χαϊβάνι κι αυτός που τα χάφτει όλα.
Σαν καρφί σε τοίχο είχαν σφηνωθεί οι σκέψεις του στο μυαλό του την ώρα που πάλευε να δει τι θα μπορούσε να σκαρφιστεί για να πάρει αυτές τις ρημαδιασμένες δυο μέρες άδεια. Και να τη συναντήσει. Και να πάνε ως τη Τζια με το πλοίο της γραμμής. Να τη δει κι αυτή μια φορά. Τόσα χρόνια στην Αθήνα. Από τις Πανελλαδικές κι ένα ταξίδι ως τη Τζια δεν είχε καταφέρει να κάνει. Κι ας ήταν κωλοπετσωμένος, όπως τον κακολογούσε ο Σούρας. Τι έφταιγε αυτός που οι γονείς του είχαν τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ; Που τα ʼχε όλα στο χέρι; Που περνούσε το δικό του; Στα παιχνίδια με τα ξαδέρφια του θες; Με τους φίλους του; Στο σχολείο; Στα χαζοραντεβουδάκια στο Λύκειο με τις κοπελιές της γειτονιάς του που τις έκανε ό, τι ήθελε και έλεγε ένα σωρό λόγια; Λες και ήταν ο Άδωνις. Το λέγειν είχε μόνο. Στον στρατό, στο κέντρο της Αθήνας; Για να ʼναι κοντά στο τριάρι που του νοίκιαζε ο πατέρας του. Μοναχοπαίδι βλέπεις. Όλα στο πιάτο ο Βασίλης. Έτσι και η Αφροδίτη. Του τα ʼχε δώσει όλα στο πιάτο και είχε λιγωθεί μαζί της για τα καλά. Κοντά στα χρόνια του, το εν τέταρτο του αιώνα. Λυγερόκορμη και ψηλή σαν λεύκα. Στα μαλλιά και τα μάτια της είχε καθίσει το καστανόχωμα. Τα χείλη της σαρκώδη και μπλαβιά. Μονίμως μελαμψή λες και το καλοκαίρι μονοπωλούσε τον χρόνο. Το αυλάκι στο στέρνο της ίσα ίσα προκλητικό, όσο έπρεπε για να τον ξελογιάσει. Αυτή ήταν η Αφροδίτη λες και είχε ξεπηδήσει από τα έγκατα της Γης και έκαιγε στον διάβα της κάθε δροσοσταλίδα της αυγής, κάθε Βασίλη και κάθε σερνικό. Και γυρνούσαν γύρω της οι άντρες σαν μελίσσι, μα ο Βασίλης δεν είχε μάτια για να δει τα τερτίπια της Αφροδίτης. Ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Τις γυναίκες τις ήξερε καλά. Τις έπαιζε στα δάχτυλα. Αυτή του ʼμοιαζε διαφορετική. Μέσα του την είχε για αγία. Πως του ʼχε τύχει το δέκα το καλό. Έτσι λογάριαζε να την παρουσιάσει στους γονείς του που είχε καταλάβει πως ανησυχούσαν για το μέλλον του και φοβόντουσαν μήπως καμιά τυχάρπαστη χωριάτα τον τυλίξει και ξεκοκκαλίσει την περιουσία τους.
Τα ʼφερε από ʼδω, τα ʼφερε από ʼκει ο Βασίλης, τη βρήκε τη λύση. Σιγά μην ντραπώ, σκέφτηκε. Θα πάω ξανά στον Διοικητή. Θα του κλαφτώ. Στην ανάγκη θα του θυμίσω ποιον έχω πατέρα. Δεν νομίζω να θέλει ν’ ακούσει ξανά τη φωνή του. Ούτε του πατέρα μου, ούτε και του Υπουργού.
Με τα πολλά την τσίμπησε την διήμερη άδεια απ’ τον Διοικητή. Το χαμόγελο του Βασίλη είχε φτάσει ως τ’ αυτιά. Θα ʼφευγε για ταξιδάκι με το Αφροδιτάκι και θα ʼβλεπε και την Τζια από κοντά. Θα προλάβαινε και τον καφέ με τον μοναδικό του φίλο στον στρατό, τον Γιώργη, για να του γνωρίσει τη γυναίκα που του είχε πάρει τα μυαλά και υπολόγιζε ότι σε ένα δυο χρόνια θα της περνούσε στεφάνι. Ο Γιώργης είχε καταγωγή από τη Θεσσαλία, από τα Τρίκαλα. Είχε κατέβει στην Αθήνα για σπουδές κι αυτός. Είχε πετύχει στο Πολυτεχνείο. Δεν ακουγόταν και πολύ, μα τον είχε τον τρόπο του. Θες το χρήμα απ’ τον μεγαλοπαραγωγό πατέρα του στον καρπερό κάμπο της Θεσσαλίας, θες το δόντι που ʼχε στη σχολή και στον στρατό; Τον τρόπο του τον είχε μια φορά. Και βρέθηκαν οι φίλοι για τον καφέ. Κι εμφανίστηκε και η Αφροδίτη. Το Αφροδιτάκι για τον Βασίλη. Κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό ο Γιώργης. Και τα ʼπανε οι τρεις τους. Και χωρίστηκαν κανά δυο ώρες ύστερα.
«Είδες που στα ʼλεγα, φίλε; Θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό μόλις την αντικρίσεις. Μελανούρι».
«Φίλε, κόψε λάσπη, αν θες να μ’ ακούσεις. Δεν κάνει αυτή για σένα».
«Γιατί ρε; Τι ʼναι αυτά που λες; Τη λιμπίστηκες μήπως και τη θες για την πάρτη σου;».
«Τέτοιο τσουλί… να μου λείπει το βύσσινο!».
«Γιώργη, για μάζεψε τα λόγια σου! Μη γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!».
«Όχι, φίλε, δε μαζεύω τα λόγια μου. Αν δεν στα πω εγώ, τότε ποιος; Ποιος θα σε προστατεύσει;».
«Πας καλά ρε μαλάκα; Από τι να με προστατεύσεις; Από το Αφροδιτάκι; Που την έχω σήκω σήκω κάτσε κάτσε;».
«Ποια έχεις ρε σήκω σήκω κάτσε κάτσε; Την Αφροδίτη; Που αλλάζει τους άντρες σαν τα πουκάμισα; Πόσο καιρό τραβιέσαι μαζί της; Ασ’ την και βρες καμιά κοπέλα της προκοπής που να ʼχει μάτια μόνο για σένα, αν θες να μ’ ακούσεις».
«Γιώργη, κόψε λίγο γιατί θ’ αρπαχτούμε! Τι μαλακίες λες;».
«Εγώ λέω μαλακίες; Για τράβα ρώτα τι εστί Αφροδίτη στην πιάτσα. Εγώ ο ίδιος την είδα προχθές με τον Σούρα να χαϊδολογιέται στο Μοναστηράκι. Στην καφετέρια που συχνάζουμε. Ξέρεις πάνω στην ταράτσα. Και να ʼταν μόνο αυτό; Πριν τις πέντε δε μαζεύεται στο σπίτι της. Τριγυρνά πότε στις μπάρες του κέντρου και πότε στου Πειραιά. Μεγάλο τσουλί σου λέω. Φύγε φίλε μακριά όσο είναι καιρός. Φύγε να σωθείς. Δεν είναι αυτή γυναίκα για σπίτι. Ούτε να την παρουσιάσεις στους γονείς σου. Εγκεφαλικό θα πάθουν μόλις μάθουν γι’ αυτήν. Ο κόσμος το ʼχει τούμπανο… κι εσύ κρυφό καμάρι, μαύρε μου! Την έχει πάρει όλος ο …».
Θα ʼλεγε κι άλλα ο Γιώργης αν δεν τον σταματούσε το μπουκέτο του Βασίλη που του ʼκλεισε το στόμα για τα καλά. Ο Βασίλης ήταν έξω φρενών. Ταύρος σε υαλοπωλείο. Κατακόκκινος. Τα μάτια του πέταγαν φωτιές. Τρέχοντας έφυγε απ’ την καφετέρια.
«Πού πας ρε μαλάκα; Έλα ʼδω!».
Σε λίγη ώρα ο Βασίλης είχε βρεθεί στην πύλη του στρατοπέδου.
«Τι κάνεις εδώ ρε ψάρακλα; Δεν έχεις διήμερη; Του τα ʼπρηξες του Διοικητή όλη μέρα για άδεια κι εσύ γύρισες για σκοπιά;».
«Πού ʼναι ο μαλάκας ο Σούρας;».
«Τι έπαθες ρε Παπαθεοδώρου και φωνάζεις;» μάζεψε τον αέρα του ο φανερός σκοπός της πύλης.
«Πού είναι σου λέω; Μίλα ρε μαλάκα! Γιατί θα την πληρώσεις εσύ;».
«Πού να ξέρω ρε μαλάκα; Στο Κ.Ψ.Μ θα ʼναι και θ’ αράζει μαζί με τους άλλους. Δεν πας στον διάολο που ʼχεις και νεύρα;».
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Βασίλης άρπαξε το Α3G3 απ’ τον κρυφό που το ʼχε αφήσει σαν γκλίτσα δίπλα απ’ τη θέση του, όπως συνήθιζαν όλοι οι κρυφοί, κι έτρεξε για το Κ.Ψ.Μ.
«Τι κάνει ο μαλάκας; Πάει καλά; Φέρʼ το όπλο πίσω ρε; Ρεεε…! Αρχιφύλακααα, ξύπνααα!».
Ξοπίσω απ’ τον Βασίλη μια αράδα από φαντάρους. Να τον κυνηγούν. Ο φανερός, ο κρυφός, τα υπόλοιπα νούμερα της πύλης κι ο Αξιωματικός πύλης που ετοιμαζόταν να κουμπώσει στο τυφέκιό του τη γεμιστήρα. Για να ρίξει. Ποιος ξέρει τι θα ʼκανε ο τρελός; Είχε θολώσει.
«Εδώ είσαι ρε μαλάκα Σούρα;».
Και του άδειασε μεμιάς τη γεμιστήρα πάνω του.
γράφει o Κωνσταντίνος Σταύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου