Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Όταν έμεινε μόνος ο παπάς ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε πάρει πια ένα δρόμο χωρίς επιστροφή, προδίδοντας τις αξίες, την πίστη του, τον ίδιο το Χριστό. Η επίθεση εναντίον του επέδρασε καταλυτικά στον ήδη εύθραυστο ψυχισμό του. Φοβόταν, έτρεμε για τη ζωή του, αυτός που δίδασκε τους άλλους να μη φοβούνται τον θάνατο. Μέσα του είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις του. Η ιεροσύνη ήταν πια τελειωμένη υπόθεση γι αυτόν. Ακόμα και τη μοναχική του ιδιότητα σκόπευε να απαρνηθεί. Προτεραιότητα έβαζε τη ζωή και τη ασφάλεια του, και κάπου στα βάθη του μυαλού του τις σαρκικές χαρές που είχε στερηθεί από παιδί!
Ο Αντώνης που έφτασε λίγο πριν τα μεσάνυκτα τον βρήκε καθισμένο στο κρεβάτι. Μετά τις τυπικές ερωτήσεις και αφού διαπίστωσε και από τις νοσοκόμες πως όλα είναι υπό έλεγχο, ξεκίνησε να φύγει.
«Αν είναι δυνατό Αντώνη θα μπορέσεις να φέρεις απ το σπίτι μου ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο; Τα δικά μου ρούχα ήταν μέσα στα αίματα και θεώρησαν καλό να τα πετάξουν..
«Ράσο δεν θέλεις;», το ρώτησε παραξενεμένος.
«Ε, βέβαια και ράσο αν σου είναι εύκολο!», απάντησε υποκριτικά.
«Καλώς. Θα στα φέρω πολύ πρωί πριν πάω στο νεκροτομείο».
Τον ευχαρίστησε και ξάπλωσε. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί, αποκαμωμένος από όσα πέρασε. Ο ύπνος του ήταν ήρεμος και το πρωί οι θεράποντες γιατροί γνωμάτευσαν πως δεν υπήρχε λόγος περαιτέρω νοσηλείας και έτσι το μεσημέρι πήρε εξιτήριο.
Κατέβηκε με το ασανσέρ στο ισόγειο του νοσοκομείου και έβγαλε το ράσο το οποίο έβαλε στην τσάντα. Ο καιρός ήταν ακόμα καλός και έτσι σε κανένα δεν έκανε εντύπωση το μαύρο παντελόνι με το άσπρο πουκάμισο μόνο.
Η πρώτη του δουλειά ήταν να τηλεφωνήσει στον Μητροπολίτη του και να δηλώσει πως θέλει να αποσχηματιστεί. Ο επίσκοπος έκρινε πως κάτι τέτοιο είναι σοβαρή απόφαση που έπρεπε να συζητηθεί από κοντά. Επέμενε δηλώνοντας του πως η απόφαση του ήταν οριστική και αμετάκλητη οπότε κάθε κουβέντα θα ήταν περιττή.
Ο επίσκοπος προσπάθησε να τον συνετίσει όμως η απάντηση του ήταν το κλείσιμο του τηλεφώνου.
Μπήκε στο πρώτο κουρείο που βρήκε μπροστά του και έκοψε μαλλιά και γένια.
Η εικόνα που αντίκρισε στον καθρέφτη τον ικανοποίησε απόλυτα. Επιτέλους έδειχνε την πραγματική του ηλικία και το όμορφο πρόσωπο του. Κανείς δεν θα μπορούσε πια να τον αναγνωρίσει εκτός ίσως από τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους.
Δυο παντελόνια, ένα γκρι ανοικτό και ένα τζίν, δυο φούτερ, και ένα μπουφάν που αγόρασε από μπουτίκ της Σωτήρος, ήταν τα πρώτα βήματα της καινούργιας ζωής που σχεδίαζε.
Η καινούργια του εμφάνιση δεν πέρασε απαρατήρητη από το ωραίο φύλλο! Πολλά μάτια καρφώθηκαν στα δικά του, και εκείνος χαμογέλασε αυτάρεσκα. Περπάτησε προς την Καστέλα με αργό βηματισμό απολαμβάνοντας τη διαδρομή. Είχε σκοπό να βρει την περίφημη Καλλιόπη, τη μαμή της Αρχοντούλας. Ήξερε τις δυσκολίες αλλά ήταν αποφασισμένος να το καταφέρει.
________
Η Αρχοντούλα φτάνοντας στην Αίγινα δεν είχε σκοπό να γυρίσει στο σπίτι της στη Σουβάλα. Για τις πρώτες μέρες θα έμενε σε ξενοδοχείο και ύστερα θα έψαχνε για κάτι πιο μόνιμο. Ευτυχώς ο παπάς ήτα γενναιόδωρος μαζί της και έτσι είχε ένα καλό κομπόδεμα. Βέβαια δεν θα επαρκούσαν επ αόριστο, αλλά είχε σκοπό να δουλέψει για να τα βγάλει πέρα. Ούτε που της περνούσε απ το μυαλό πως θα ήταν δύσκολο για μια γυναίκα της ηλικίας της.
Αφού έκλεισε δωμάτιο στο ξενοδοχείο το πρώτο που έκανε ήταν να αλλάξει την εμφάνιση της. Έκοψε στο κομμωτήριο τα μαλλιά της κοντά και τα έβαψε καστανά. Αυτό της χάρισε αρκετά χρόνια νεότητας! Λίγοι θα πίστευαν πως ήταν εβδομήντα χρονών. Μια τεχνητή οδοντοστοιχία που παρήγγειλε γέμισε το πρόσωπο της και της έδωσε άλλο αέρα. Βρήκε και δουλειά στη ψαραγορά. Βρώμικη, αλλά αρκετά προσοδοφόρα. Με τα έσοδα της βρήκε και ένα δωμάτιο με κουζίνα και άρχισε να πιστεύει πως όλα τα άσχημα τα άφησε πίσω της! Το μόνο που την προβλημάτιζε ήταν η εξαφάνιση του παπά Διονύση. Ο καινούργιος εφημέριος του ναού δεν είχε ιδέα για το που μπορεί να βρίσκεται και στο σπίτι δεν απαντούσε κανείς. Αλλά και ο Αντώνης που του τηλεφώνησε δεν είχε νέα του από τότε που βγήκε απ το νοσοκομείο.
Στις επίμονες ερωτήσεις του τελικά ενέδωσε και του αποκάλυψε ότι ήταν στην Αίγινα, με την παράκληση να μην διαρρεύσει σε κανέναν.
Στο σύντομο διάστημα στην ψαραγορά η Αρχοντούλα έγινε η πιο δημοφιλής ψαρού. Ακόμα και αν οι άλλοι πάγκοι είχαν καλύτερα ψάρια, πολλοί προτιμούσαν το δικό της. Λίγο τα αστεία της, λίγο ότι έδειχνε ξένη σ΄αυτό το περιβάλλον, συνέβαλαν στο να τη συμπαθήσουν όλοι. Το αφεντικό της έπινε νερό στο όνομα της, το οποίο βέβαια φρόντισε να είναι ψεύτικο. Ισμήνη τους συστήθηκε και έτσι την ήξεραν.
Όταν έβρισκε ευκαιρία ανέβαινε στο μοναστήρι και συναντούσε τη μικρή η οποία έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Οι κραυγές της δεν ήταν πια τόσο συχνές και η συναναστροφή με τόσους ανθρώπους την εξημέρωσαν κάπως.
Στο μνημόσυνο του Νικόλα δεν πήγε αν και πολύ το επιθυμούσε. Δεν ήθελε να φανερωθεί στους ανθρώπους που τη γνώριζαν, έστω και αν οι αλλαγές στην εμφάνιση της τής έδιναν κάποια κάλυψη. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει πως βρισκόταν εδώ. Η Αρχοντούλα Ροδά έπρεπε να πεθάνει και τη θέση της να πάρει η Ισμήνη. Επώνυμο δεν είχε βρει ακόμα, αλλά δεν ήταν και τόσο απαραίτητο μιας και κανείς δεν της το ζήτησε.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου