Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
Ο Αντώνης εκείνη τη στιγμή πήρε μια παράτολμη απόφαση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Αρχοντούλα βρισκόταν σε κίνδυνο. Είτε από τους διώκτες της, είτε από τις αρχές όταν μάθαιναν το πραγματικό της όνομα.
«Αύριο το μεσημέρι θα σε περιμένω στον Άγιο Νικόλα. Γύρω στις τρεις και θα φύγουμε μαζί για Πειραιά. Θα μείνεις σπίτι μου, μέχρι να δούμε πως θα ξεμπλέξεις από όλα αυτά!».
Πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά ο Αντώνης δεν δεχόταν κουβέντα.
«Αύριο στις τρεις!», επανέλαβε. «Και μην διανοηθείς να μην έρθεις γιατί δεν θα διστάσω να τα αποκαλύψω όλα!».
Χωρίς να πει τίποτα άλλο μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε για Σουβάλα αφήνοντας την Αρχοντούλα αναστατωμένη με αυτή την εξέλιξη. Μπορεί να τον συμπαθούσε τον Αντώνη, όμως οι τελευταίοι μήνες της είχαν μάθει να μην εμπιστεύεται κανέναν.
Γύρισε στην ψαραγορά και προφασιζόμενη αδιαθεσία έφυγε για το σπίτι. Πλήρωσε τη σπιτονοικοκυρά για τις μέρες που έμεινε εκεί και αφού μάζεψε τα πράγματα της κατέβηκε πάλι στο λιμάνι, αποφεύγοντας τον παραλιακό δρόμο. Το επόμενο πλοίο θα έφευγε σε μισή ώρα. Έκοψε εισιτήριο και μπήκε γρήγορα να μην την πάρει κανένα μάτι. Διάλεξε μια απόμερη γωνιά στο κατάστρωμα αν και η ψύχρα ήταν έντονη. Σε λίγες ώρες θα βρισκόταν πάλι στο στόμα του λύκου, χωρίς να ξέρει που πρέπει να κρυφτεί για να αποφύγει τους διώκτες της.
Με τη σκέψη του μοιρασμένη ανάμεσα στην Αρχονντούλα και τη Νεκταρία έφτασε ο Αντώνης στους Αγίους. Στην αυλή του σπιτιού η Νεκταρία άπλωνε τη μπουγάδα. Φορούσε μαύρο μπλουζάκι και παντελόνι φόρμας μαύρο κι αυτό. Κόρναρε για να της τραβήξει την προσοχή και εκείνη ξαφνιασμένη έβγαλε μια κραυγή χαράς μόλις τον αναγνώρισε. Έτρεξε προς το μέρος του και τον καλωσόρισε με ένα χειροφίλημα.
«Δεν είμαι ο παπά Διονύσης Νεκταρία!», τη μάλωσε τρυφερά. «Είχα την ελπίδα πως άξιζα άλλου είδους φιλί!».
Κοκκίνισε η Νεκταρία και δεν ήταν μόνο από ντροπή. Αυτός ο άντρας από την πρώτη στιγμή της ξύπνησε συναισθήματα ξεχασμένα από καιρό. Από τότε που δεκαοκτάχρονη έχασε τον πρώτο και μοναδικό ως τώρα έρωτα της ζωής της
Εικοσάχρονο παλληκάρι ο Στάθης διαμελίστηκε, ψαρεύοντας παράνομα με δυναμίτη στο καΐκι του Πατούσα ανοικτά του Πόρου. Από τότε μια σχέση έκανε ακόμα κι αυτό μόνο για να κάνει τη χάρη στον πατέρα της. Όμορφο παιδί και από καλή οικογένεια, όμως την καρδιά της Νεκταρίας δεν κατάφερε να την κερδίσει. Στο χρόνο επάνω αυτός γνώρισε μια τραγουδίστρια στο πανηγύρι του Αγίου Σώστη και σπιτώθηκε μαζί της. Καρφί δεν της κάηκε της Νεκταρίας! Ίσα- ίσα ξέμπλεξε από μια σχέση που δεν επιδίωξε και χωρίς να στεναχωρήσει τον μπάρμπα Νικόλα.
«Έχετε δίκιο!», απολογήθηκε. «Σίγουρα αξίζετε κάτι περισσότερο από ένα χειροφίλημα!».
«Όπως μια θέση στην καρδιά σου;», τη ρώτησε με προσδοκία.
«Ίσως κι αυτό!», απάντησε χαριτωμένα. «Αν έχει χώρο!».
Την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος, αδιαφορώντας για την περίπτωση να τους έβλεπε κάποιος.
Η Νεκταρία τον πήρε απ το χέρι και τον έμπασε στο σπίτι. Η μητέρα της φούρνιζε μια πίτα με κολοκύθα και τυρί. Σκούπισε βιαστικά τα χέρια στην ποδιά της και τον αγκάλιασε ενθουσιασμένη.
«Καλώς όρισες λεβέντη μου!», είπε με ένα χαμόγελο ανάμικτο με δάκρυ. «Όσα ευχαριστώ και να πω θα είναι λίγα για όσα έκανες για μας!».
«Μην το ξαναπείτε αυτό!», της είπε με επιτιμητικό ύφος. «Το καθήκον μου έκανα απέναντι σε έναν άνθρωπο που συμπάθησα και τίποτα παραπάνω!».
«Έκανες πολλά περισσότερα γιέ μου! Κατάφερες να μας σέβονται στο χωριό, ακόμα κι αυτοί που μας θεωρούν παρακατιανούς!».
Η Νεκταρία πλησίασε και ακούμπησε στο τραπέζι μια πιατέλα με ορεκτικά και ένα μικρό μπουκάλι ούζο.
«Δεν σε περιμέναμε και μόνο αυτά μπορούμε να σου προσφέρουμε!», απολογήθηκε.
Ο Αντώνης πήρε την πιατέλα και το ούζο και βγήκε στη βεράντα. Η Νεκταρία τον ακολούθησε και κάθισε δίπλα του. Ο Αντώνης ήπιε το πρώτο μονορούφι και άναψε τσιγάρο.
«Λοιπόν Νεκταρία», άρχισε κοιτώντας την στα μάτια. «Δεν είμαστε παιδιά, εγώ κυρίως. Αυτό που αισθάνομαι για σένα δεν είναι εφηβικός ενθουσιασμός, γιατί κι εγώ δεν είμαι πια έφηβος! Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, η σκέψη μου είναι μαζί σου! Δέξου αυτό το δώρο μου σαν υπόσχεση αιώνιας αγάπης», και με αυτά τα λόγια της φόρεσε το σταυρό στο λαιμό.
Τα μάτια της Νεκταρίας βούρκωσαν και τα λόγια δυσκολεύονταν να βγουν από το στόμα της.
«Ευχαριστώ!», κατάφερε να ψελλίσει μόνο και τον αγκάλιασε με λατρεία.
«Μόλις περάσει το πένθος θα σε ζητήσω επίσημα από τη μητέρα σου! Δεν σε πειράζει που θα φύγεις από το νησί για να ζήσουμε στην Αθήνα!»
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου