ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ 70η συνέχεια. (Η είσοδος στις φυλακές)

 Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο


“Κι αν δεν είμαι συγγενής; Δεν υπάρχει τρόπος να μπω;”

“Λυπάμαι αυτός είναι ο κανονισμός. Μόνο στενοί συγγενείς και συνήγοροι επιτρέπονται”.

“Σε παρακαλώ παλικάρι μου! Είναι πολύ δικός μου άνθρωπος και έρχομαι από πολύ μακριά για να τον συναντήσω!”.

Ο φρουρός αν και τη συμπόνεσε δεν μπορούσε να παραβεί το νόμο. Άλλωστε θα τη σταματούσαν ούτως ή άλλως στον επόμενο έλεγχο.

“Δυστυχώς είναι πολύ αυστηρά τα πράγματα εδώ! Κανείς δεν μπαίνει χωρίς άδεια. Μπορείτε όμως να τον ζητήσετε στο τηλέφωνο. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα”.

Απομακρύνθηκε σκυφτή και με τρεμάμενα βήματα, έκανε το γύρο των φυλακών. Στην πίσω πλευρά πρόσεξε ένα φορτηγό που στεκόταν έξω από τη σιδερένια πύλη. Προφανώς από αυτά που τροφοδοτούν με τα απαραίτητα. Ο οδηγός είχε κατέβει και κάπνιζε ακουμπισμένος στην πόρτα περιμένοντας να του ανοίξουν. Μια τρελή σκέψη της πέρασε απ το μυαλό που αμέσως την έκανε πράξη. Πλησίασε προσεκτικά και ξεκούμπωσε λίγο το κάλυμμα του φορτηγού. Ύστερα με ευλυγισία έφηβου σκαρφάλωσε και χώθηκε μέσα. Εκεί ανάμεσα σε κούτες και συσκευασίες χαρτικών περίμενε κρατώντας και την αναπνοή της ακόμα.  

Σε λίγα λεπτά το φορτηγό περνούσε την πύλη με αργή ταχύτητα και η Αρχοντούλα με προσοχή έριξε μια ματιά γύρω. Κανείς δεν φαινόταν σε κοντινή απόσταση και αυτή ήταν η ευκαιρία που της παρουσιαζόταν. Το μόνο εμπόδιο το φορτηγό που εξακολουθούσε να κινείται έστω και αργά. Πήρε το ρίσκο και κρεμάστηκε από το παραπέτο. Μόλις λίγους πόντους απείχαν τα πόδια της απ το έδαφος. Άφησε το παραπέτο και κυλίστηκε στο χώμα. Ένιωθε τον πόνο σε όλο της το κορμί, αλλά κάτι σοβαρό δεν φαινόταν να έπαθε. 

Σηκώθηκε με κόπο και τίναξε τις σκόνες από το φόρεμα της. Το φορτηγό είχε σταματήσει εκατό μέτρα πιο κάτω μπροστά στην αποθήκη. Γύρισε τα μάτια της προς τη σκοπιά και είδε το σκοπό με γυρισμένη την πλάτη, καθώς επόπτευε το χώρο προαυλισμού. Προσεκτικά πλησίασε στον τοίχο για να βγει από το οπτικό του πεδίο αν γύριζε προς το μέρος της. Ιδέα δεν είχε πως θα φτάσει στους θαλάμους των κρατουμένων και έτσι βάδισε στα τυφλά προς το σημείο που άκουγε φωνές. Δεν ήταν όμως αυτό που περίμενε. Ο θόρυβος ερχόταν από τα μαγειρεία και βιαστικά γύρισε προς τα πίσω, όταν μια δυνατή φωνή της πάγωσε το αίμα.

“Ακίνητη και ψηλά τα χέρια!”, 'Ήταν ο φρουρός από την απέναντι σκοπιά που δεν τον είχε αντιληφθεί. Στη συνέχεια ακούστηκε μια σειρά από σφυρίγματα και ο τόπος γέμισε δεσμοφύλακες.

Ένας από αυτούς της πέρασε χειροπέδες και τη ρώτησε αυστηρά.

“Πως βρέθηκες εδώ; Από που μπήκες;”

Του εξήγησε με λεπτομέρεια κάθε της κίνηση και ο δεσμοφύλακας δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η γριά γυναίκα κατάφερε αυτό τον άθλο.

“Ήθελα μόνο να επισκεφτώ ένα καλό μου φίλο, αλλά δεν με άφηναν, γι αυτό έκανα αυτή την κουταμάρα!”, απολογήθηκε, αλλά κανείς δεν έδειξε να συγκινείται. Το μυαλό τους ήταν στην κατσάδα που θα έτρωγαν από τη διεύθυνση γι αυτό το περιστατικό, κι αν ήταν μόνο κατσάδα ή κάτι χειρότερο.

“Πάρτε την”, ακούστηκε ο αρχιφύλακας που μόλις είχε φτάσει ειδοποιημένος από τους φρουρούς. “Να την παραδώσετε στο τμήμα για τα περαιτέρω. Την τύχη μου μέσα!”, κατέληξε αγανακτισμένος.

Ο ανθυπαστυνόμος, ένας τριαντάρης με ευγενική φυσιογνωμία, ανέλαβε την ανάκριση της. Με την πρώτη ματιά την συμπάθησε, γιατί κάτι στη μορφή της απέπνεε αθωότητα μαζί με μια αφέλεια που συναντάς μόνο σε απλούς και απονήρευτους ανθρώπους. Παρ όλα αυτά το αδίκημα ήταν πολύ βαρύ και δεν μπορούσε να παραβλεφθεί.

“Την ταυτότητα σας παρακαλώ”, είπε και η Αρχοντούλα κατάλαβε πως είχε μπλέξει για τα καλά.

“Δεν έχω ταυτότητα”, του απάντησε συνεσταλμένα. Ποτέ δεν είχα. Μόνο ένα παλιό πιστοποιητικό γέννησης”. 

Έβγαλε το κιτρινισμένο χαρτί από την τσάντα και του το έδωσε. 

“Αρχοντία Ροδά. Έτσι σε λένε;”.

“Μάλιστα. Τουλάχιστον από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.”.

Ο Ανθυπαστυνόμος δυσανασχέτησε με την απάντηση της γιατί νόμιζε πως τον ειρωνεύονταν.

“Εννοώ πως είναι πολλά χρόνια που πάσχω από αμνησία και δεν θυμάμαι τη ζωή μου πριν από ένα ατύχημα που είχα”, διόρθωσε όταν κατάλαβε την ενόχληση του.

Με ηρεμία ο ανθυπαστυνόμος κατάφερε με τις στοχευμένες ερωτήσεις του να μάθει όλη την ιστορία της. 


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου