Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο
“Αρχοντία Ροδά”, απάντησε και ο Αντώνης αισθάνθηκε την ανάγκη να κάτσει στην καρέκλα για να μην σωριαστεί. Οι παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν επικίνδυνα και ζήτησε από τη Μυρτώ ένα ποτήρι νερό.
“Αν δεν αισθάνεστε καλά να καλέσουμε ασθενοφόρο!” είπε ο δεύτερος αστυφύλακας.
“Όχι καλά είμαι”, του απάντησε. “Μια ξαφνική ζάλη μόνο που πέρασε πια.”.
“Τότε εμείς να φεύγουμε. Σε ποιο νοσοκομείο είναι η μητέρα σας;”.
“Στον Ευαγγελισμό”, απάντησε ξέπνοα και οι αστυφύλακες έφυγαν για να τελειώσουν αυτό που είχαν αναλάβει.
Η Μυρτώ όλη αυτή την ώρα δεν άνοιξε το στόμα της, τόσο που ο Αντώνης άρχισε να πιστεύει πως με κάποιο τρόπο δεν την εξέπληξαν οι εξελίξεις.
Τηλεφώνησε στο νοσοκομείο για να ενημερώσει τον Μάνο κι αυτός με τη σειρά του τους γονείς του, για την επικείμενη επίσκεψη των αστυνομικών. Ύστερα κάλεσε τον Ντρέκο μήπως κάτι περισσότερο ήξερε εκείνος. Δεν ήξερε ούτε καν πως γινόταν έρευνα για άλλο πρόσωπο.
“Αυτό είναι καλό για την Αρχοντούλα! Τουλάχιστον σε ότι αφορά τις παλιές υποθέσεις!”, θριαμβολόγησε εκείνος. “Απομένει η κατηγορία της παράνομης εισόδου στις φυλακές, αλλά με ελαφρυντικά μάλλον θα πέσει στα μαλακά!”.
Ο Αντώνης δεν είχε διάθεση να γυρίσει στο νοσοκομείο, παρ όλα αυτά ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Έτρεμε στην ιδέα να δει τη μητέρα του απολογούμενη για πράξεις που μέχρι τώρα αποδίδονταν στην Αρχοντούλα, και μόλις τώρα αντιλήφθηκε πως η ομοιότητα των δυο γυναικών μόνο τυχαία δεν ήταν!
Έφτασε στο νοσοκομείο σχεδόν ταυτόχρονα με τους αστυνομικούς. Προσπάθησε να μπει στο δωμάτιο της μητέρας του αλλά τον απέτρεψαν. Η Αθανασία και τυπικά θεωρούταν κατηγορούμενη.
Από τον ασύρματο οι δυο αστυνομικοί ενημερώθηκαν πως τα αποτυπώματα στην ταυτότητα της συμπίπτουν απολύτως με της Αρχοντίας Ροδά! Αυτό σήμαινε πλαστοπροσωπία και ήταν άλλη μια κατηγορία εναντίον της.
Ο Θεόδωρος καθισμένος σε μια καρέκλα στο χολ αδυνατούσε να πιστέψει πως η γυναίκα που έζησε μαζί της πάνω από σαράντα χρόνια ήταν ικανή για τέτοια εγκλήματα.
“Πες μου γιε μου πως όλα είναι μια παρεξήγηση!”, παρακάλεσε τον Αντώνη που είχε καθίσει δίπλα του.
Δεν έβρισκε τα λόγια να τον παρηγορήσει. Ήταν άλλωστε κι ο ίδιος τόσο μπερδεμένος και απογοητευμένος από όλα αυτά. Μια ζωή που αποδείχθηκε πως κύλησε μέσα σε ένα ψέμα, και αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Οι φρικτές πράξεις που διέπραξε η μητέρα του δεν μπορούσαν να συγχωρεθούν από κανέναν. Ούτε κι απ τον ίδιο φυσικά!
“Δεν είναι παρεξήγηση πατέρα!”, του είπε συντετριμμένος. “Είναι η φοβερή πραγματικότητα! Ζήσαμε με ένα τέρας που μας ξεγέλασε όλους!”.
“Μη μιλάς έτσι για τη μητέρα σου παιδί μου! Μπορεί να υπάρχει κάποια πειστική εξήγηση.”, προσπάθησε να δώσει κουράγιο στον εαυτό του δακρυσμένος.
“Δεν είναι πια μητέρα μου!”, απάντησε με οργή. “Μακάρι να μην ήταν ποτέ!”.
Ο Θεόδωρος χαμήλωσε τα μάτια. Πως να αντικρούσει το ξέσπασμα του γιου του; Όλα τα δίκια του κόσμου είχε. Του κράτησε το χέρι για να αντλήσει δύναμη από τον μόνο άνθρωπο που είχε πια στη ζωή του.
“Συγγνώμη!”, ψέλλισε. “Σε ανάγκασα να ζήσεις σε ένα ψεύτικο κόσμο γιατί δεν κατάλαβα την πλεκτάνη της γυναίκας που αγάπησα και παντρεύτηκα!”.
Ο Αντώνης τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μέτωπο.
“Μη ζητάς συγγνώμη πατέρα! Και εσύ θύμα της είσαι και ίσως το μεγαλύτερο! Αν εξαιρέσουμε βέβαια τους πατριώτες που έστειλε στον άλλο κόσμο!”
Κάθισαν αμίλητοι πολλή ώρα. Έξω άρχισε να σουρουπώνει όταν βγήκαν οι αστυφύλακες απ το δωμάτιο αλλά δεν έφυγαν. Παρέμειναν απ έξω περιμένοντας τον αντικαταστάτη τους, καθώς με εισαγγελική εντολή η κατηγορούμενη θα φρουρούνταν όλο το εικοσιτετράωρο. Στα χέρια του ο ένας κρατούσε το φάκελο με την πρώτη κατάθεση της Αθανασίας.
“Μπορούμε να μπούμε;”, ρώτησε ο Αντώνης και ο αστυφύλακας το επέτρεψε.
“Μόνο εσείς, ο πατέρας σας και οι θεράποντες επιτρέπεται να την επισκέπτονται. Αυτές είναι οι εντολές”.
Ο Αντώνης άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε για να περάσει πρώτος ο πατέρας του. Εκείνος όμως έμεινε στη θέση του ακουμπώντας στο περβάζι, σε μια προσπάθεια να αποφύγει όσο είναι δυνατό την οδυνηρή συνάντηση, αναγκάζοντας τον Αντώνη να τον τραβήξει μαλακά.
Την βρήκαν με κλειστά τα μάτια αλλά δεν κοιμόταν. Ο Θεόδωρος κάθισε σε μια καρέκλα που την έσυρε αρκετά μακριά από το κρεβάτι της, σαν να ήθελε να χαράξει ανάμεσα τους ένα νοητό τοίχο.
Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου