ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

Η ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ 78η συνέχεια. (Η συνέχεια της ομολογίας )

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα σε ενιαίο κείμενο


 Ο Θεόδωρος δεν άντεξε να ακούσει περισσότερα και με γρήγορα βήματα βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στη γυναίκα που νόμιζε πιστή σύζυγο μέχρι πριν λίγες ημέρες. Αυτή τη φορά ο Αντώνης δεν τον ακολούθησε. Ήξερε πως ο πατέρας θα ήθελε να μείνει μόνος για λίγο, προσπαθώντας να αφομοιώσει όλα αυτά τα φρικτά που άκουσε.   

Το μέτωπο της Αρχοντούλας είχε ιδρώσει και η Αθανασία με ένα χαρτομάντιλο πλησίασε να την σκουπίσει. Εκείνη δεν αντέδρασε, αντίθετα της χαμογέλασε χωρίς ίχνος ειρωνείας ή αποστροφής. 

“Στο μυαλό σας, και με το δίκιο σας, με έχετε σαν μια μέγαιρα που η μόνη της ευχαρίστηση είναι να σκοτώνει και να κλέβει ζωές και χρήματα. Σας διαβεβαιώ όμως πως δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου. Μόνο να αλλάξω τη μοίρα που με είχε καταραστεί ήθελα. Λίγη από την ευτυχία της αδελφής μου προσπάθησα να διεκδικήσω. Σε πολλές από τις αποφάσεις της Καλλιόπης και του Αντρέα ήμουνα κάθετα αντίθετη. Το δικό μου σχέδιο έφτανε μέχρι την  απαγωγή και τα λύτρα. Τελικά όμως υπέκυψα και ακολούθησα το δικό τους. Στην αρχή με πολλές τύψεις ώσπου η καρδιά μου πέτρωσε και εκμεταλλεύτηκα τις περιστάσεις που μου παρουσιάστηκαν.”.

Ο Αντώνης ένιωσε να πνίγεται και άνοιξε το παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας.

Το στομάχι του ανακατευόταν και τα μηνίγγια του κτυπούσαν απ την οργή. Πήρε βαθιές ανάσες να καταπνίξει την αναγούλα που του προκαλούσε η κυνικότητα της γυναίκας που θεωρούσε μάνα του όλα αυτά τα χρόνια. Όταν συνήλθε κάπως επέστρεψε κοντά στο κρεβάτι. Γύρισε προς το μέρος της Αρχοντούλας και με μάτια που έσταζαν θυμό της έκανε το ερώτημα που τον βασάνιζε.

“Δηλαδή τα βράδια που κοιμόμουν με τη γυναίκα που με πρόσεχε, τις ατέλειωτες ώρες που έμενα μόνος στο άδειο σπίτι, εσύ πηδιόσουνα με τους κατακτητές;”

Έστρεψε το πρόσωπο προς το μέρος του με μια υποψία χαμόγελου στα χείλη της.

“Ως Αρχοντούλα έκανα αυτά που λες! Ως Αθανασία βοηθούσα στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού! Έχω και παράσημο γι αυτή την προσφορά!”.

“Επίσης ως Αρχοντούλα κάρφωνες τους πατριώτες στα ναζιστικά καθάρματα!” Της πέταξε αγανακτισμένος.

“Ήμουνα υποχρεωμένη να το κάνω!”, απάντησε με κάποιο δισταγμό. “Κάποιοι με είχαν δει στα συσσίτια και το κάρφωσαν στους Γερμανούς. Όσο κι αν προσπαθούσα να τους πείσω πως δεν ήμουν εγώ, είχαν αρχίσει να υποψιάζονται πως έπαιζα διπλό παιχνίδι. Έπρεπε λοιπόν να τους καθησυχάσω. Με τη βοήθεια του Αντρέα, που είχε εισχωρήσει στις τάξεις του ΕΑΜ, όχι από πατριωτικό καθήκον αλλά για να κλέβει και να σκοτώνει χωρίς τιμωρία, μάθαινα τις κινήσεις του και τους έδινα τις πληροφορίες που χρειάζονταν. Καταλαβαίνεις πως ήταν ο θάνατος σου η ζωή μου!”.

“Θα ήθελα πολύ να σε φτύσω κατάμουτρα!”, φώναξε κτυπώντας το χέρι στο κάγκελο του κρεβατιού. “Όμως δεν μου το επιτρέπει το ήθος και η αγωγή που μου δίδαξε ο πατέρας μου! Καταραμένη να είσαι για όλη την υπόλοιπη ζωή σου, που εύχομαι να είναι πολύ σύντομη!”.

Με αυτά τα λόγια βγήκε αηδιασμένος από το δωμάτιο, παρά τις προσπάθειες της Αθανασίας να τον συγκρατήσει. 

Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει πολύ και το ότι οι δυο αδελφές βρέθηκαν για πρώτη φορά μόνες επιβάρυνε την κατάσταση.

“Να σου φέρω κάτι απ το μπαρ;”, έσπασε τη σιωπή η Αθανασία. 'Ένα χυμό, μπισκότα;”.

“Είσαι πραγματικά τόσο καλή ή απλά ηλίθια;”, την ρώτησε η Αρχοντούλα. “Έχεις καταλάβει τι λέμε εδώ τόση ώρα;”.

“Έχω καταλάβει πολύ καλά αδελφή μου! Όσα έκανες είναι φρικτά, όμως πιστεύω πως υπάρχει χρόνος να μετανοήσεις. Υπάρχει μέσα σου μια σπίθα καλοσύνης. Ένα φύσημα χρειάζεται να ανάψει φωτιά και να κάψει τα εγκλήματα σου. Στο χέρι σου είναι να το κάνεις!”.

“Πολύ αργά!”, απάντησε κουρασμένα. “Ναι υπήρχε κάποτε αυτή η σπίθα που λες, όμως έσβησε εδώ και πολύ καιρό. Έφταιξα και πρέπει να πληρώσω! Έγκλημα και τιμωρία!”.

“Έχεις δικαίωμα σε μια ευκαιρία!”, επέμεινε η Αθανασία. “Όλοι πρέπει να έχουν!”.

 Η Αρχοντούλα έκανε μια κίνηση με το χέρι που έδειχνε τη διαφωνία της και ύστερα έκλεισε τα μάτια εξουθενωμένη. Βγήκε κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της, για να την αφήσει να ξεκουραστεί. Στο μπαρ συνάντησε τον Θεόδωρο και τον Αντώνη που έπιναν καφέ. Πλησίασε και ο Αντώνης σηκώθηκε να της φέρει καρέκλα.

“Καφέ και τοστ ή χυμό;”, τη ρώτησε ο Αντώνης. 

“Μόνο καφέ. Θα φάω και λίγα από τα κρακεράκια που έχετε.”.

Ο Θεόδωρος είχε σκυμμένο το κεφάλι για να αποφύγει το βλέμμα της Αθανασίας. Δεν μπορούσε να αντικρίζει τη γυναίκα που αγάπησε και έχασε με τόσο αναπάντεχο τρόπο. Όσο έφερνε στο νου του τα χρόνια που πέρασαν μαζί, τόσο αναθεμάτιζε τον εαυτό του που δεν μπόρεσε να καταλάβει πόσο διαφορετικό χαρακτήρα είχε η Αρχοντούλα. Παρασύρθηκε από τις διαβεβαιώσεις πως αυτό είχε να κάνει με την απαγωγή και συμβιβάστηκε με την ιδέα.


Στείλτε μας στο tinios60@gmail.com, διηγήματα, στίχους, ποιήματα με την ένδειξη: Προς δημοσίευση


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου