Του Σπυρίδωνα Μαυρομμάτη
Ως παιδί δεν του έλειψε τίποτα· είχε πάντα ρούχα καθαρά, μα ποτέ δεν τα λέρωσε παίζοντας. Το τραπέζι ήταν πάντα γεμάτο φαγητό, αλλά έτρωγε μόνος, μέσα στην απουσία και τη σιωπή. Το δωμάτιό του ξεχείλιζε από λογιών-λογιών παιχνίδια, κι όμως, κανένα δεν είχε αλλάξει ποτέ θέση.
Αυτά αναλογιζόταν, αφήνοντας το κεφάλι του να προεξέχει απ’ το κάθετα συρόμενο παράθυρο του διαμερίσματος. Στο χέρι κρατούσε τον καφέ του – πάντα στην αγαπημένη ηλεκτρική κούπα, αφού τον γλίτωνε από
τον κόπο να τον ξαναζεστάνει, και πάντα βραδινός, γιατί για εκείνον οι ημέρες είχαν γίνει εδώ και καιρό νύχτες. Από τότε που οι γονείς του τού παραχώρησαν το διαμέρισμα για να ξεκινήσει «τη ζωή του», είχε φτιάξει μια συνήθεια παράξενη: να κοιμάται πριν η ώρα δείξει 10:10.Η εμμονή γεννήθηκε ένα βράδυ της παιδικής του ηλικίας. Οι γονείς του, βυθισμένοι στα παράθυρα των δικών τους οθονών, τον είχαν αφήσει μόνο απέναντι στον φωτεινό παλμό της τηλεόρασης. Ξέσπασε κακοκαιρία· μια λάμψη έκαψε την τηλεόραση. Απέναντί ακριβώς, το παλιό ψηφιακό ρολόι του σαλονιού πάγωσε στις 10:10. Στο ίδιο δευτερόλεπτο, η οθόνη πρόλαβε να δείξει στιγμιαία το δικό του πρόσωπο εγκλωβισμένο μέσα στο μηδέν και το ένα πίσω από το γυαλί.
«Περασμένα-ξεχασμένα» σκέφτηκε. Όμως, τα δημοτικά φώτα έλουζαν την άσφαλτο με ψυχρό, λευκό φως και οι τροχοί των αυτοκινήτων γύριζαν σαν γραμμόφωνο που είχε κολλήσει, βγάζοντας έναν υπόκωφο παλμό. Σώματα περνούσαν βιαστικά, το ένα πίσω απ’ το άλλο, με πρόσωπα παραμορφωμένα απ’ το φως των κινητών. Η πινακίδα του ξενοδοχείου «Ζήσε το Αύριο» αντίκρυ τρεμόπαιζε άναρχα. Καθώς, όμως, άφησε το βλέμμα του πάνω της, τα φώτα έμειναν μέχρι τη λέξη: «Ζήσε».
Στο μυαλό του αντήχησε η μονότονη φωνή του μετρό: «προσοχή μεταξύ κενού και αποβάθρας». Αμέσως μετά σκέφτηκε ότι το ύψος δεν ήταν αρκετά ψηλό για να συναντήσει αυτό το αύριο μία και καλή. Παρόλα αυτά, η πινακίδα παρέμενε στην ίδια κατάσταση. Τον είχε απορροφήσει τόσο πολύ που δεν πρόσεχε ούτε την κούπα που είχε αρχίσει να ζεσταίνει για τα καλά το καφέ ούτε τα δύο άλλα φώτα που αναβόσβηναν επίμονα ακριβώς κάτω από το παράθυρό του. Ώσπου η πρώτη κόρνα τον ταρακούνησε για τα καλά. Στην ταραχή του, έχυσε τον καυτό καφέ πάνω στο χέρι του. Έτρεξε στο ψυγείο, άρπαξε παγάκια από την κατάψυξη και τα ακούμπησε βιαστικά στο καμένο σημείο.
Είχε καθυστερήσει και έπρεπε να βγάλει 36 ευρώ και απόψε. Όσο λίγα κι αν ήταν, προτιμούσε μια δουλειά τόσο κοντά στο σπίτι από μία καλύτερη έναν δήμο παρακάτω, με τα ίδια λεφτά και περισσότερες ευθύνες. Ήταν η ώρα να φύγει. Ετοιμάστηκε, πήρε κλειδιά και κινητό, έσβησε όλα τα φώτα εκτός από το μικρό στην εξώπορτα, και τράβηξε το παράθυρο προς τα κάτω.
Ξαφνικά, ένας βαθύς μεταλλικός ήχος αντήχησε απ’ τον υπολογιστή. Η οθόνη άναψε από μόνη της, ανοιγμένη σε μια σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα σύντομο βιντεάκι στην αρχική έπαιζε αυτόματα. Στην εικόνα, ένα ημισκότεινο δωμάτιο. Στο κρεβάτι, ένας άνδρας κοιμάται βαρύς, τυλιγμένος ως το κεφάλι με το πάπλωμα. Στο κομοδίνο, ένα ψηφιακό ξυπνητήρι με ήχο καμπάνας χτυπά επίμονα, όμως εκείνος δεν ξυπνά ποτέ. Το βίντεο παγώνει ξαφνικά, εστιάζοντας στο ψηφιακό ρολόι του κομοδίνου. Η ώρα: 10:10. Το βίντεο επαναλαμβάνεται.
Στην επανάληψη, το βίντεο ξεκινά πανομοιότυπα: ο άνδρας κοιμάται βαρύς, τυλιγμένος ως το κεφάλι με το πάπλωμα, ενώ το ξυπνητήρι με την καμπάνα χτυπά ασταμάτητα. Όμως αυτή τη φορά, κάτι δεν ταιριάζει. Ένα χέρι ξεπροβάλλει μέσα από τα σκεπάσματα, αργό και σπασμωδικό· δε μοιάζει ανθρώπινο. Τα δάχτυλά του είναι λεπτά, γυαλιστερά, και στο εσωτερικό τους τρεμοπαίζουν σαν ίνες φωτός που πάλλονται κάτω από ημιδιαφανές δέρμα. Το χέρι απλώνεται και με έναν ηλεκτρικό παλμό το ξυπνητήρι βραχυκυκλώνει όσο το βίντεο πηγαίνει όλο και πιο κοντά στο μηδέν.
Καθώς γινόταν αυτό, τα φώτα του δωματίου άναβαν κι έσβηναν το ένα μετά το άλλο, σαν να ακολουθούσαν τον παλμό της οθόνης. Ο αριθμός «0» άρχισε να μεγαλώνει στο βίντεο, καταπίνοντας κάθε άλλο σχήμα, ώσπου δεν απέμεινε παρά μια μαύρη κυκλική τρύπα. Για μια στιγμή νόμισε πως ήταν απλώς εφέ. Ύστερα, το σκοτάδι ξεχύθηκε έξω από την οθόνη και τον τύλιξε ολόκληρο.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Σπυρίδων Μαυρομάτης έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις και έκανε μεταπτυχιακά στην Ηθική Φιλοσοφία και στις Ψηφιακές Εφαρμογές και Καινοτομία.
Έχει δημοσιεύσει το βιβλίο «Δείγματα γραφής» (εκδ. Όστρια). Ποιήματα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα διαδικτυακά περιοδικά και ιστοσελίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου