Απ’ αυτόν γνώρισε και τη Δήμητρα. Απόφοιτη του τμήματος πολιτικών μηχανικών του Μετσόβειου, τότε που ταλαντευόταν ανάμεσα στο να βγει στην ελεύθερη αγορά ή να χρησιμοποιήσει τα «κονέ» της για μια θέση στο δημόσιο!. Μόνη στην Αθήνα και πρόσφατα χωρισμένη από ένα μακροχρόνιο δεσμό!
Ευάλωτη όπως ήταν, δεν άργησε να υποκύψει στη γοητεία του!
Άναψε τσιγάρο. Μπούκωσε κι άρχισε να βήχει σα γάιδαρος!
-Παράτα το ρε, θα πνιγείς γαμώτο, αγρίεψε ο Τάσος! Πιες λίγο καφέ πρώτα!
Τράβηξε μια γερή γουλιά. Σκατά, ούτε που κατάλαβε τι πίνει!
-Πάνε στον Άρη, αλλά το κρυολόγημα δεν βρήκαν τον τρόπο να το θεραπεύσουν οι καραγκιόζηδες!
-Για να έχεις όρεξη για καλαμπουράκια, θα πει πως είσαι καλύτερα, έκανε τη διαπίστωση ο Τάσος.
-Δεν έχω παράπονο, αν εξαιρέσεις το βήχα, το φτάρνισμα και ένα κεφάλι καζάνι, κατά τα άλλα μια χαρά!
Ο Τάσος ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ και σηκώθηκε, όταν κτύπησε το κινητό του Τζόρνταν.
-Κάνε μου τη χάρη να το φέρεις, είμαι πτώμα!
Ο Τάσος μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και του το’φερε.
Η Δήμητρα ήταν.
-Που είσαι παιδί μου, φώναξε ανακουφισμένη, δέκα τηλέφωνα σε έχω πάρει απ’ το πρωί! Και τα παιδιά άλλα τόσα!
-Δεν χτύπησε, απολογήθηκε, ή τουλάχιστον δεν το άκουσα!
-Με δουλεύεις Τζόρνταν! Αφού την τελευταία φορά το σήκωσες αλλά δε μίλησες!
Κάτι ψέλλισε αυτός, αλλά καταλάβαινε κι ο ίδιος πως δεν ήταν δυνατό να είναι πειστικός!
-Πάρε τα παιδιά να μην ανησυχούν, είπε η Δήμητρα και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Τζόρνταν κοίταξε τις κλήσεις του.
Είχε δεκατρείς αναπάντητες και μια εισερχόμενη πριν 25 λεπτά!
«Δεν πάω καλά», συλλογίστηκε, «καλά να μην ακούσω να χτυπάει, αλλά να απαντήσω και να μην το θυμάμαι»!
Ο Τάσος έκανε να φύγει.
-Λοιπόν καλά είσαι, οπότε την κάνω εγώ. Πρέπει να πάω στο υποθηκοφυλακείο για να βρω ένα συμβόλαιο. Χωρίς κέρδος κέρατα δηλαδή, για ένα φίλο πρόκειται που του έχω υποχρέωση!
-Ρε συ, αν προλάβεις πάρε να μου πληρώσεις τη ΔΕΗ, λήγει σήμερα και θα τρέχω μετά!
-Χέσε με! Τέλος πάντων, που είναι;
-Για δες, πάνω στο γραφείο μου, μου είπε η Δήμητρα.
Ο Τάσος πήγε και γύρισε κρατώντας το λογαριασμό, με ένα ύφος αγριεμένο!
-Πλάκα μου κάνεις ρε! Αφού τον πλήρωσες το πρωί!
Του τον άρπαξε απ’ τα χέρια! Πραγματικά, πάνω του υπήρχε καρφιτσωμένη η απόδειξη του ταχυδρομείου!
« Ταχ. Γραφείο τάδε, 2 Αυγούστου, ώρα 9, 32»!
Τα χέρια του έτρεμαν, και το μυαλό του για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του, δεν μπορούσε να βρει άκρη!
-Ρε Τάσο, υπάρχει περίπτωση να σηκώθηκα στο χάλι μου, να πλήρωσα το λογαριασμό και να μην το θυμάμαι;
-Ξέρω γω τι σκατά κάνεις! Εσύ άμα αρρωσταίνεις γίνεσαι ανυπόφορος!
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε μουρμουρίζοντας ακόμα!
Πήρε πάλι στα χέρια του τον πληρωμένο λογαριασμό. Ώρα, ημερομηνία. Όλα όπως πριν.
«Ρε μπας και πήγα τελικά»; Αναρωτήθηκε! «Κι αν δεν πήγα, τότε ποιος»;
«Πολλά περίεργα συμβαίνουν από χτες»!
Η Ώρα κόντευε δώδεκα πια, κι αποφάσισε να μιλήσει με τα παιδιά.
Δεν είχε διάθεση να μιλήσει με τη μάνα του, κι έτσι κάλεσε τη Ρηνούλα στο κινητό.
-Έλα μπαμπά μου, άκουσε τη φωνούλα της, είσαι καλά, ανησυχήσαμε!
-Καλύτερα μωρό μου. Το είχα στο σαλόνι και δεν το άκουγα, δικαιολογήθηκε ψέματα.
-Η μαμά είπε να μην έρθουμε σπίτι ούτε σήμερα, για να μην κολλήσουμε!
Όμως αύριο φεύγουμε για
Αίγινα, και πρέπει να μαζέψω τα πράγματα μου!
Είχαν ένα μικρό εξοχικό στην Αίγινα, στη Σουβάλα για την ακρίβεια.
Όχι τίποτα σπουδαίο, ένα από εκείνα τα λυόμενα της δεκαετίας του’70, με τα νοβοπάν και το ελλενίτ στη στέγη.
Το είχε φτιάξει ο συχωρεμένος ο πατέρας του , να πηγαίνουν κάποιες μέρες για ξεκούραση. Η κυρά Αθηνά το λάτρευε! Ήταν εξ άλλου το μόνο σπίτι που είχε. Αυτό στην Αθήνα με νοίκι το είχε, από χρόνια!
Αλλά και στα παιδιά άρεσε. Ίσως γιατί δεν είχε εκείνη την επιτηδευμένη σοβαρότητα, αλλά έμοιαζε πιο πολύ με κουκλόσπιτο!
-Ξέρεις, είναι το πανηγύρι του Σωτήρα, σε λίγες μέρες, συνέχισε η Ρηνούλα.
Θα έρθετε και σεις, έτσι δεν είναι;
-Θα δούμε καλή μου. Ελπίζω να είμαι εντάξει και να έρθουμε!
Μίλησαν ακόμα λίγο, πως τα περνάνε και τέτοια και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η πρώτη του δουλειά μόλις έκλεισε το τηλέφωνο ήταν να αλλάξει τον ήχο κλήσης. Έψαξε τα αποθηκευμένα τραγούδια, κι αφού ταλαντεύτηκε αρκετά ανάμεσα στην «παραγγελιά», του Δημήτρη Άρνη πάνω σε στίχους του Μαργαρίτη, και το «Άσε με σ’ ένα παραμύθι», του Δημήτρη Αβυδηνού και της Σταυριάννας με την υπέροχη ερμηνεία της Μαρίας Άρνη, τελικά κατέληξε στο πρώτο. Όχι για άλλο λόγο αλλά ήταν πιο «ξεσηκωτικό»!
Το δεύτερο το έβαλε για ήχο αφύπνισης!
Υπέροχα τραγούδια και τα δυό! Απ’τα πολλά που υπάρχουν στο διαδίκτυο και τα ανακάλυψε τυχαία σε μια σελίδα, όπου νέοι δημιουργοί καταθέτουν κομμάτια της ψυχής τους! «Μουσικό στέκι», το όνομα της σελίδας και την επισκεπτόταν συχνά για να πάρει ανάσες, όταν όλα γύρω τον έπνιγαν!
Ο πονοκέφαλος επέστρεφε δριμύτερος και μαζί με όσα συνέβησαν από χτες, τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα.
Σύρθηκε ως το ψυγείο και πήρε ένα μήλο. Καθημερινή συνήθεια. Τίποτα άλλο δεν έβαζε το πρωί στο στόμα του, εκτός από καφέ και ένα μήλο.
«Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα»! Και στην περίπτωση του φαίνεται πως δούλευε θαυμάσια, αν εξαιρέσεις κάποια κρυολογήματα που εμφανίζονταν με την ακρίβεια λεωφορείου του ΟΑΣΑ! Δηλαδή εντελώς απρογραμμάτιστα!
Το καθάρισε και κομμάτι κομμάτι το έφαγε με το ζόρι. Ύστερα πήρε άλλο ένα παυσίπονο.
Στην τηλεόραση πεντ’έξι χαζοχαρούμενες, ξεσπούσαν κάθε λίγο σε ασυγκράτητα γέλια, έτσι χωρίς λόγο! Ο Τζόρνταν τουλάχιστον δεν έβρισκε τίποτα αστείο, εκτός από αυτή καθ’ αυτή την παρουσία τους!
Αποφάσισε να βγει για μια βόλτα. Ο καθαρός(;) αέρας, σίγουρα θα του έκανε καλό.
Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε.
Πρώτη του σκέψη, να περάσει από το ταχυδρομείο.
Το μετάνοιωσε όμως. Δε του φάνηκε λογικό να αρχίσει να ρωτάει τις υπαλλήλους αν τον είδαν το πρωί. Θα τον περνούσαν για τρελό! Ή τουλάχιστον περισσότερο από ότι κι ο ίδιος αισθάνονταν!
Προχώρησε προς την πλατεία.
Ένας καφές μάλλον θα του έφτιαχνε τη διάθεση.
Διάλεξε αυτή με τον λιγότερο κόσμο και κάθησε.
Και τότε την είδε!
Δύο τραπέζια στα δέξιά του καθόταν η κοπέλλα της αφίσας!
Έπινε ένα από εκείνα τα περίεργου χρώματος και απροσδιόριστου περιεχομένου υγρά, που οι νέοι σήμερα ονομάζουν καφέ!
Τα μάτια της τα έκρυβαν τα επώνυμα γιαλιά ηλίου που φορούσε.
Ο Τζόρνταν δε σκόπευε να χάσει την ευκαιρία!
-Είστε η κοπέλα από τη διαφήμιση, δεν είναι;
Η κοπέλιά στράφηκε προς το μέρος του και του απάντησε ευγενικά.
-Της διαφήμισης των εσωρούχων, της μπύρας, των αυτοκινήτων, και μερικών ακόμα, χαμογέλασε.
-Από κοντά είστε ακόμα πιό όμορφη, και πιστέψτε με δεν είναι υπερβολή!
Έκανε μια κίνηση του χεριού της, σαν να έλεγε «Δε βαριέσαι»!
Κάτι στο πρόσωπό της έδειχνε πως δεν είχε και πολύ τα κέφια της.
-Αν δεν περιμένετε παρέα, μπορώ να καθήσω στο τραπέζι σας;
Του έδειξε το κάθισμα δίπλα της.
Ο Τζόρνταν πλησίασε και τη χαιρέτησε.
-Ιορδάνης, συστήθηκε, αν και κανείς σχεδόν δεν με φωνάζει έτσι! Σαν Τζόρνταν είμαι πιό γνωστός!
-Νίκη, χάρηκα πολύ του συστήθηκε με τη σειρά της.
Παράγγειλε καφέ, άναψε τσιγάρο και πρόσφερε και σε κείνην.
- Θα προτιμήσω τα δικά μου. Οτιδήποτε άλλο με πειράζει στο λαιμό.
Ευάλωτη όπως ήταν, δεν άργησε να υποκύψει στη γοητεία του!
Άναψε τσιγάρο. Μπούκωσε κι άρχισε να βήχει σα γάιδαρος!
-Παράτα το ρε, θα πνιγείς γαμώτο, αγρίεψε ο Τάσος! Πιες λίγο καφέ πρώτα!
Τράβηξε μια γερή γουλιά. Σκατά, ούτε που κατάλαβε τι πίνει!
-Πάνε στον Άρη, αλλά το κρυολόγημα δεν βρήκαν τον τρόπο να το θεραπεύσουν οι καραγκιόζηδες!
-Για να έχεις όρεξη για καλαμπουράκια, θα πει πως είσαι καλύτερα, έκανε τη διαπίστωση ο Τάσος.
-Δεν έχω παράπονο, αν εξαιρέσεις το βήχα, το φτάρνισμα και ένα κεφάλι καζάνι, κατά τα άλλα μια χαρά!
Ο Τάσος ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ και σηκώθηκε, όταν κτύπησε το κινητό του Τζόρνταν.
-Κάνε μου τη χάρη να το φέρεις, είμαι πτώμα!
Ο Τάσος μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και του το’φερε.
Η Δήμητρα ήταν.
-Που είσαι παιδί μου, φώναξε ανακουφισμένη, δέκα τηλέφωνα σε έχω πάρει απ’ το πρωί! Και τα παιδιά άλλα τόσα!
-Δεν χτύπησε, απολογήθηκε, ή τουλάχιστον δεν το άκουσα!
-Με δουλεύεις Τζόρνταν! Αφού την τελευταία φορά το σήκωσες αλλά δε μίλησες!
Κάτι ψέλλισε αυτός, αλλά καταλάβαινε κι ο ίδιος πως δεν ήταν δυνατό να είναι πειστικός!
-Πάρε τα παιδιά να μην ανησυχούν, είπε η Δήμητρα και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Τζόρνταν κοίταξε τις κλήσεις του.
Είχε δεκατρείς αναπάντητες και μια εισερχόμενη πριν 25 λεπτά!
«Δεν πάω καλά», συλλογίστηκε, «καλά να μην ακούσω να χτυπάει, αλλά να απαντήσω και να μην το θυμάμαι»!
Ο Τάσος έκανε να φύγει.
-Λοιπόν καλά είσαι, οπότε την κάνω εγώ. Πρέπει να πάω στο υποθηκοφυλακείο για να βρω ένα συμβόλαιο. Χωρίς κέρδος κέρατα δηλαδή, για ένα φίλο πρόκειται που του έχω υποχρέωση!
-Ρε συ, αν προλάβεις πάρε να μου πληρώσεις τη ΔΕΗ, λήγει σήμερα και θα τρέχω μετά!
-Χέσε με! Τέλος πάντων, που είναι;
-Για δες, πάνω στο γραφείο μου, μου είπε η Δήμητρα.
Ο Τάσος πήγε και γύρισε κρατώντας το λογαριασμό, με ένα ύφος αγριεμένο!
-Πλάκα μου κάνεις ρε! Αφού τον πλήρωσες το πρωί!
Του τον άρπαξε απ’ τα χέρια! Πραγματικά, πάνω του υπήρχε καρφιτσωμένη η απόδειξη του ταχυδρομείου!
« Ταχ. Γραφείο τάδε, 2 Αυγούστου, ώρα 9, 32»!
Τα χέρια του έτρεμαν, και το μυαλό του για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του, δεν μπορούσε να βρει άκρη!
-Ρε Τάσο, υπάρχει περίπτωση να σηκώθηκα στο χάλι μου, να πλήρωσα το λογαριασμό και να μην το θυμάμαι;
-Ξέρω γω τι σκατά κάνεις! Εσύ άμα αρρωσταίνεις γίνεσαι ανυπόφορος!
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε μουρμουρίζοντας ακόμα!
Πήρε πάλι στα χέρια του τον πληρωμένο λογαριασμό. Ώρα, ημερομηνία. Όλα όπως πριν.
«Ρε μπας και πήγα τελικά»; Αναρωτήθηκε! «Κι αν δεν πήγα, τότε ποιος»;
«Πολλά περίεργα συμβαίνουν από χτες»!
Η Ώρα κόντευε δώδεκα πια, κι αποφάσισε να μιλήσει με τα παιδιά.
Δεν είχε διάθεση να μιλήσει με τη μάνα του, κι έτσι κάλεσε τη Ρηνούλα στο κινητό.
-Έλα μπαμπά μου, άκουσε τη φωνούλα της, είσαι καλά, ανησυχήσαμε!
-Καλύτερα μωρό μου. Το είχα στο σαλόνι και δεν το άκουγα, δικαιολογήθηκε ψέματα.
-Η μαμά είπε να μην έρθουμε σπίτι ούτε σήμερα, για να μην κολλήσουμε!
Όμως αύριο φεύγουμε για
Αίγινα, και πρέπει να μαζέψω τα πράγματα μου!
Είχαν ένα μικρό εξοχικό στην Αίγινα, στη Σουβάλα για την ακρίβεια.
Όχι τίποτα σπουδαίο, ένα από εκείνα τα λυόμενα της δεκαετίας του’70, με τα νοβοπάν και το ελλενίτ στη στέγη.
Το είχε φτιάξει ο συχωρεμένος ο πατέρας του , να πηγαίνουν κάποιες μέρες για ξεκούραση. Η κυρά Αθηνά το λάτρευε! Ήταν εξ άλλου το μόνο σπίτι που είχε. Αυτό στην Αθήνα με νοίκι το είχε, από χρόνια!
Αλλά και στα παιδιά άρεσε. Ίσως γιατί δεν είχε εκείνη την επιτηδευμένη σοβαρότητα, αλλά έμοιαζε πιο πολύ με κουκλόσπιτο!
-Ξέρεις, είναι το πανηγύρι του Σωτήρα, σε λίγες μέρες, συνέχισε η Ρηνούλα.
Θα έρθετε και σεις, έτσι δεν είναι;
-Θα δούμε καλή μου. Ελπίζω να είμαι εντάξει και να έρθουμε!
Μίλησαν ακόμα λίγο, πως τα περνάνε και τέτοια και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η πρώτη του δουλειά μόλις έκλεισε το τηλέφωνο ήταν να αλλάξει τον ήχο κλήσης. Έψαξε τα αποθηκευμένα τραγούδια, κι αφού ταλαντεύτηκε αρκετά ανάμεσα στην «παραγγελιά», του Δημήτρη Άρνη πάνω σε στίχους του Μαργαρίτη, και το «Άσε με σ’ ένα παραμύθι», του Δημήτρη Αβυδηνού και της Σταυριάννας με την υπέροχη ερμηνεία της Μαρίας Άρνη, τελικά κατέληξε στο πρώτο. Όχι για άλλο λόγο αλλά ήταν πιο «ξεσηκωτικό»!
Το δεύτερο το έβαλε για ήχο αφύπνισης!
Υπέροχα τραγούδια και τα δυό! Απ’τα πολλά που υπάρχουν στο διαδίκτυο και τα ανακάλυψε τυχαία σε μια σελίδα, όπου νέοι δημιουργοί καταθέτουν κομμάτια της ψυχής τους! «Μουσικό στέκι», το όνομα της σελίδας και την επισκεπτόταν συχνά για να πάρει ανάσες, όταν όλα γύρω τον έπνιγαν!
Ο πονοκέφαλος επέστρεφε δριμύτερος και μαζί με όσα συνέβησαν από χτες, τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα.
Σύρθηκε ως το ψυγείο και πήρε ένα μήλο. Καθημερινή συνήθεια. Τίποτα άλλο δεν έβαζε το πρωί στο στόμα του, εκτός από καφέ και ένα μήλο.
«Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα»! Και στην περίπτωση του φαίνεται πως δούλευε θαυμάσια, αν εξαιρέσεις κάποια κρυολογήματα που εμφανίζονταν με την ακρίβεια λεωφορείου του ΟΑΣΑ! Δηλαδή εντελώς απρογραμμάτιστα!
Το καθάρισε και κομμάτι κομμάτι το έφαγε με το ζόρι. Ύστερα πήρε άλλο ένα παυσίπονο.
Στην τηλεόραση πεντ’έξι χαζοχαρούμενες, ξεσπούσαν κάθε λίγο σε ασυγκράτητα γέλια, έτσι χωρίς λόγο! Ο Τζόρνταν τουλάχιστον δεν έβρισκε τίποτα αστείο, εκτός από αυτή καθ’ αυτή την παρουσία τους!
Αποφάσισε να βγει για μια βόλτα. Ο καθαρός(;) αέρας, σίγουρα θα του έκανε καλό.
Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε.
Πρώτη του σκέψη, να περάσει από το ταχυδρομείο.
Το μετάνοιωσε όμως. Δε του φάνηκε λογικό να αρχίσει να ρωτάει τις υπαλλήλους αν τον είδαν το πρωί. Θα τον περνούσαν για τρελό! Ή τουλάχιστον περισσότερο από ότι κι ο ίδιος αισθάνονταν!
Προχώρησε προς την πλατεία.
Ένας καφές μάλλον θα του έφτιαχνε τη διάθεση.
Διάλεξε αυτή με τον λιγότερο κόσμο και κάθησε.
Και τότε την είδε!
Δύο τραπέζια στα δέξιά του καθόταν η κοπέλλα της αφίσας!
Έπινε ένα από εκείνα τα περίεργου χρώματος και απροσδιόριστου περιεχομένου υγρά, που οι νέοι σήμερα ονομάζουν καφέ!
Τα μάτια της τα έκρυβαν τα επώνυμα γιαλιά ηλίου που φορούσε.
Ο Τζόρνταν δε σκόπευε να χάσει την ευκαιρία!
-Είστε η κοπέλα από τη διαφήμιση, δεν είναι;
Η κοπέλιά στράφηκε προς το μέρος του και του απάντησε ευγενικά.
-Της διαφήμισης των εσωρούχων, της μπύρας, των αυτοκινήτων, και μερικών ακόμα, χαμογέλασε.
-Από κοντά είστε ακόμα πιό όμορφη, και πιστέψτε με δεν είναι υπερβολή!
Έκανε μια κίνηση του χεριού της, σαν να έλεγε «Δε βαριέσαι»!
Κάτι στο πρόσωπό της έδειχνε πως δεν είχε και πολύ τα κέφια της.
-Αν δεν περιμένετε παρέα, μπορώ να καθήσω στο τραπέζι σας;
Του έδειξε το κάθισμα δίπλα της.
Ο Τζόρνταν πλησίασε και τη χαιρέτησε.
-Ιορδάνης, συστήθηκε, αν και κανείς σχεδόν δεν με φωνάζει έτσι! Σαν Τζόρνταν είμαι πιό γνωστός!
-Νίκη, χάρηκα πολύ του συστήθηκε με τη σειρά της.
Παράγγειλε καφέ, άναψε τσιγάρο και πρόσφερε και σε κείνην.
- Θα προτιμήσω τα δικά μου. Οτιδήποτε άλλο με πειράζει στο λαιμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου