ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Και συ τέκνον Τζόρνταν;(ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 1ο Μέρος)


Οι τελευταίες σταγόνες της ξαφνικής καλοκαιριάτικης μπόρας, θύμιζαν έντονα τους στερνούς σπασμούς, μιάς βίαιης εκσπερμάτωσης. Ήρεμες, γαλήνιες, χαλαρωτικές, μα και μ’ αυτή  την αίσθηση κενού, που πάντα ακολουθεί το τέλος του οργασμού!

«Το πιο άχρηστο πράγμα στο κόσμο είναι η ομπρέλα», σκέφτηκε ο Τζόρνταν, « ποτέ δεν την έχεις όταν τη χρειάζεσαι, κι όταν την κουβαλάς σα μαλάκας, ποτέ δε βρέχει»!
Τζόρνταν, Ιορδάνης δηλαδή. Το Τζόρνταν του το κόλλησαν στο γυμνάσιο στην Κοκκινιά, και του’μεινε από τότε.
Ιορδάνης, του παππού το όνομα απ’ τη Σμύρνη, που ο ξεριζωμός του’22 τον έβγαλε στην Τήνο, δεκαεφτάχρονο παλικάρι.
Εκεί γνώρισε τη  γιαγιά, όμορφη κοπέλα όπως έδειχναν οι παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Άργησαν να παντρευτούν. Δύσκολες εποχές! Με τα πολλά παντρεύτηκαν το ’33, στην Αθήνα πια.
Λεβεντάνθρωπος ο παππούς, μέχρι τα εβδομηνταδυό του που εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο.
Μόνο που το γαμημένο το ζάχαρο, του είχε σακατέψει μάτια και μυαλά!
Μισότυφλο και μισότρελο τον γνώρισε ο Τζόρνταν.
Με εκείνη τη χαρακτηριστική ερώτηση, που έκανε πάντα όταν σε πρωτόβλεπε: « Και συ, απ’ τα δικά μας τα μέρη, ε»;
Τα δικά μας τα μέρη! Η Σμύρνη, τ’ Αϊβαλί! Περασμένα μεγαλεία!
Εκεί που οι κυράδες, έκαναν μπάνιο μεσ’ το γάλα, όπως ισχυρίζονταν ο παππούς, περιγράφοντας τη Σμύρνη, σαν τη γη της επαγγελίας!

- Κορυδαλλό;, ρώτησε τον ταξιτζή, που σταμάτησε μπροστά του.
-Βολεύει, τ’ απάντησε αυτός, οι κύριοι πάνε Προφήτη Ηλία.
«Την τύχη μου!», μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του, «ανέβα κατέβα το βουνό!».
Ο ουρανός όμως, φόρτωνε επικίνδυνα, και δεν είχε καμία όρεξη για άλλη ψυχρολουσία!
Μπήκε , κάθισε στη θέση του συνοδηγού, και χαιρέτησε ευγενικά τους συνεπιβάτες του.
Έβγαλε απ’ την τσέπη το κινητό.
Μία αναπάντητη κλήση. «Τι διάολο, πως δεν το άκουσα», αναρωτήθηκε.
«Πεθερούλα», έδειξε η οθόνη!
Γιορτή δεν ήταν, κι η γριά μόνο για καλό δεν θά’παιρνε!
Υπήρχε μια αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ τους. Έτσι απλά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Θέμα χημείας!
Πάτησε το κουμπί, και την κάλεσε.
-Ναι!, ακούστηκε απ’ την άλλη άκρη η τσιριχτή της φωνή.
-Έλα μάνα!, πήρε το γλυκό του ο Τζόρνταν. Μόλις είδα την κλήση σου! Δεν το άκουσα να χτυπάει. Συμβαίνει κάτι;
-Καλά είμαστε, δόξα τω Θεώ! Έτσι πήρα, να δω τι κάνετε, και να σου πω για το μνημόσυνο του Κωσταντή!.
Στο μυαλό του Τζόρνταν άρχισαν να περιστρέφονται, χιλιάδες δικαιολογίες, για να διαλέξει την πιο πειστική.
Το είχε αυτό το Ναπολεόντειο χάρισμα! Την ικανότητα δηλαδή, να επεξεργάζεται πολλές πληροφορίες ταυτόχρονα.
-Την Κυριακή είναι, συνέχισε η γριά, στ’ Απεράθου. Θα κατέβετε;.
-Νά’ ξερες πόσο θα τό’ θελα, ψέλλισε, ξέρεις δα πόσο τον αγαπούσα τον Κωσταντή! Όμως δύσκολο το βλέπω! Είδα και τη μικρή ζαβλακωμένη το πρωί! Θα την τριγυρίζει πάλι καμιά ωτίτιδα! Χώρια που έχω και κάτι ραντεβού το Σάββατο για δουλειά!
Έκανε μια μικρή παύση, για να μετρήσει την αντίδρασή της.
-Εσείς ξέρετε, τ’ απάντησε κοφτά, κανονικά θα έπρεπε να’ ρθείτε!.
«Ας μην έρθει κι αυτός στο δικό μου», μονολόγησε από μέσα του!
-Θα δούμε μάνα πώς θα πάει η μικρή, αν μπορεί κι η Δήμητρα! Θα δούμε!.
-Τέλος πάντων, σκεφτείτε το, διέταξε!
-Εντάξει μάνα, Καλό βράδυ, και χαιρετίσματα στον πατέρα!
-Καλό βράδυ! Να μου φιλήσεις τα παιδιά!
 Έκλεισε τη γραμμή και έβαλε το κινητό στην τσέπη. «Χέσε μας Ειρήνη», μουρμούρισε, «δεκαπέντε ώρες ταξίδι, πήγαιν’έλα στη Νάξο, για ένα μνημόσυνο»!
Τα μνημόσυνα ήταν για την πεθερά του, κάτι σαν τους γάμους και τις βαφτίσεις. Καλύτερα ίσως! Έψαχνε όλη τη βδομάδα τις κολώνες και τις εκκλησιές του νησιού, πού είχε μνημόσυνο το Σαββατοκύριακο! Κι αν δεν είχε κανένα, πράγμα σπάνιο βέβαια, έπεφτε σε κατάθλιψη! 
Η βροχή έξω ξανάρχισε να δυναμώνει. Κοίταξε απ’ το παράθυρο τους ταλαίπωρους που προσπαθούσαν να προφυλαχτούν όπως όπως.

Η κοπέλα απ’ την τεράστια αφίσα, που διαφήμιζε προκλητικά εσώρουχα, σαν να του φάνηκε πως του έκλεισε το μάτι πονηρά!
«Ρε πούστη μου», ψιθύρισε τόσο σιγανά που παραξενεύτηκε πώς τον άκουσε ο ταξιτζής. «Υπάρχουν και στην πραγματική ζωή τέτοιες γυναίκες;».
-Υπάρχουν, υπάρχουν! Απάντησε ο ταξιτζής. Υπάρχουν για να μας κολάζουν!
«Ωχ! Σε θεούσο πέσαμε!», σκέφτηκε ο Τζόρνταν.
- Κι αυτοί οι αλήτες στην τηλεόραση, συνέχισε εκείνος, όλο μας τσιγκλάνε τα κατώτερα ένστικτα! Είναι σωματική ανάγκη, μας λένε, δεν μπορείς χωρίς σεξ! Το ξέρουμε ρε! Και το φαΐ είναι, και το κατούρημα! Δεν μας λέτε όμως, «πρέπει να φάτε ή να κατουρήσετε»!
Οι καλοντυμένοι μεσήλικες συνεπιβάτες, έδειξαν να συμφωνούν.
-Σημεία παρακμής, αποφάνθηκε ο μεγαλύτερος. Στην εποχή μας, και το γόνατο ακόμα της γυναίκας, δύσκολα το βλέπαμε!
Ο Τζόρνταν γύρισε και τον κοίταξε. Δεν του φάνηκε πάνω από εξήντα.
«Τι διάολο, στην Ιορδανία ζούσε;», σκέφτηκε. «Οι γυναίκες στην Ευρώπη, τα έχουν πετάξει όλα έξω, απ’ τη δεκαετία του 60»!
Έκλεισε τα μάτια και σταμάτησε να παρακολουθεί την ανιαρή συζήτηση.
Η κοπέλα της αφίσας, ξανάρθε ολοζώντανη, πίσω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα. Άρχισε να φαντασιώνεται πρωτόγνωρα ερωτικά παιχνίδια μαζί της, και ένοιωσε να ερεθίζεται έντονα!
Ξανάνοιξε τα μάτια τρομαγμένος.
«Αυτό μας έλειπε, σκέφτηκε, να γίνουμε ρόμπα μπροστά τους!».
Μετακινήθηκε λίγο για να κρύψει τον ερεθισμό του. Με μια γρήγορη κίνηση, σήκωσε το χαρτοφύλακα στα γόνατα του, προσποιούμενος πως ψάχνει τα έγγραφά του. Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος είχε λυθεί. Όχι όμως το μεγαλύτερο! Η ερωτική διάθεση, εξακολουθούσε απτόητη να πιέζει το παντελόνι του!
Προσπάθησε να το βγάλει απ’ το μυαλό του, ανακατεύοντας τα χαρτιά του. Αιτήσεις, συμβόλαια.
«Ασφαλιστικός σύμβουλος», ο βαρύγδουπος τίτλος που έγραφε η κάρτα του. Ένας απλός πλασιέ ελπίδων στην πραγματικότητα, που έτρεχε όλη τη μέρα με τη γλώσσα έξω σαν το σκυλί, για να πείσει κανένα φουκαρά, να επενδύσει στα γεράματά του, που πιθανόν δεν θα ερχόντουσαν ποτέ!
Έριξε μια ματιά στις σημειώσεις του. Ευτυχώς δεν είχε κάποιο ραντεβού για το απόγευμα. Βαριόταν αφόρητα.
Το ραδιόφωνο στο ταξί έπαιζε ένα από εκείνα τα χύμα τραγούδια, που δεν ξεχωρίζεις το ένα απ’ τ’ άλλο!
«Α, ρε Στελλάρα», αναπόλησε, «που είσαι να δεις τι μαλακίες ακούμε σήμερα»!
Είχε ένα περίεργο κόλλημα με τον Καζαντζίδη. Ούτε μετανάστης υπήρξε, ούτε Πόντιος είναι, όμως τα τραγούδια του Στέλιου τον τρελαίνουν!
Ακόμα κι εκείνα τα κλαψιάρικα και αφελή, που ούτε ο ίδιος δεν θα ήθελε να ακούσει!
Εντάξει, καλός κι ο Μπιθικώτσης, αλλά ρε παιδί μου «Αστυνομία πόλεων», όπως είχε πει κι ο ίδιος! Ενώ ο Στελλάρας, «Χωροφυλακή»! Τους ταπεινούς και καταφρονεμένους αγκάλιαζε, με τη θεϊκή του φωνή!

Τώρα, ταπεινός και καταφρονεμένος, ο Τζόρνταν, δε μπορείς να πεις πως αισθάνονταν, αλλά απ’ την άλλη, δεν θα τον έλεγες και «γκόλντεν μπόυ»!
Πάντως είχε μια στρωμένη ζωή, χωρίς πολλά σκαμπανεβάσματα.
Κι η γυναίκα του καλή δουλειά είχε. Ανώτερη υπάλληλος στην Πολεοδομία. Από εκείνους τους υπάλληλους που τους δείχνουν με το δάχτυλο. Ή και με τα πέντε, ενίοτε!
Ευσυνείδητη έλεγε, μαλακισμένη, την αποκαλούσε αυτός!
Να δουλεύεις, σε μια απ’ τις πιο διεφθαρμένες υπηρεσίες του δημόσιου, και να πηγαίνεις με το σταυρό στο χέρι, δε λέει!
Όλοι ή σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί της, ήταν φτιαγμένοι για τα καλά. Τζιπάρες, εξοχικά, ταξίδια. Χέσ’τα! 

Έβγαλε πάλι το κινητό κι αναζήτησε τον αριθμό της γυναίκας του.

«Ο αριθμός που καλέσατε, δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή!», τον ενημέρωσε μια γλυκιά ηχογραφημένη φωνή. Κύταξε στην οθόνη το όνομα, σωστά είχε καλέσει! Δοκίμασε πάλι, πληκτρολογώντας αυτή τη φορά τον αριθμό.
 « Ο αριθμός που…»!
-Στο διάολο μαλάκες, φώναξε, και  συνεπιβάτες κι  οδηγός, τον κύταξαν ξαφνιασμένοι.
-Συγγνώμη, απολογήθηκε, «μπλέξαν οι γραμμές μας»!
Έψαξε τον αριθμό του γραφείου της. Τον βρήκε και κάλεσε.
-Πολεοδομικό γραφείο τάδε, άκουσε έναν άγνωστο νεαρό να του απαντά.
Παραξενεύτηκε. Άντρας δεν υπήρχε στο γραφείο της γυναίκας του, μέχρι χτες τουλάχιστον! Άλλη μια υπάλληλος μόνο!
-Την κυρία Δήμητρα Αργείτη παρακαλώ, είπε όσο πιο ευγενικά του επέτρεπε ο εκνευρισμός του.
-Αργείτη είπατε; Δήμητρα Αργείτη; Δεν νομίζω να εργάζεται κάποια με αυτό το όνομα στην υπηρεσία μας!
Άρχισε να τα «παίρνει». Τι παιχνίδι ήταν πάλι αυτό;
-Άκου παληκάρι μου. Η Δήμητρα Αργείτη είναι γυναίκα μου, και δουλεύει εκεί δώδεκα χρόνια!
-Περίεργο, απάντησε ο άγνωστος νεαρός.Έξι χρόνια που είμαι εδώ, πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα!
Ο Τζόρνταν έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς καν να χαιρετήσει. Είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά!
Κάλεσε το σπίτι. Όπως το περίμενε, κανείς δεν απάντησε στην κλήση.
Προσπάθησε να ηρεμήσει και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.
Το κινήτο της, η κωλοεταιρία έλεγε πως δεν υπάρχει! Στην υπηρεσία της λένε πως δεν την ξέρουν! Τι σκατά γίνεται;
Αποφάσισε να πάρει τον κουμπάρο και κολλητό του τον Τάσο. Με ανακούφιση άκουσε τη μπάσα φωνή του!
-Έλα ρε Τάσο! Καλά είσαι φίλε;
- Ρε σεις, τηλεπάθεια έχετε; Πριν δυό λεπτά μιλούσα με τη Δήμητρα!
Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του.
-Με τη Δήμητρα; ρώτησε μουδιασμένος.
-Με πήρε για να κανονίσουμε τίποτα για το Σάββατο.
-Από ποιό τηλέφωνο σε πήρε;
-Απ’ το ΝΟΚΙΑ υποθέτω! Εκτός κι αν το άλλαξε! Με δουλεύεις ρε Τζόρνταν;

Δεν θέλησε να δώσει δικαίωμα, και συνέχισαν κάμποσο να μιλάνε περι ανέμων και υδάτων. Όταν επιτέλους έκλεισε ο Τάσος το τηλέφωνο, δοκίμασε να την ξανακαλέσει, αν και μάντευε το αποτέλεσμα!
Αυτή τη φορά, δεν παραξενεύτηκε όταν άκουσε τη γνωστή τηλεφωνήτρια, να του αναγγέλει την ανυπαρξία του συνδρομητή!
 



Μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι, τρόπος του λέγειν ταξίδι, αφού την περισσότερη ώρα το ταξί έμενε ακινητοποιημένο απ’ το μποτιλιάρισμα, έφτασε επιτέλους στον προορισμό του!
Ένας υπέροχος ήλιος είχε ξεπροβαλει μετά τη νεροποντή, κι έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Καλοκαιράκι άλλωστε, κι όπως έλεγε κι ο Ζωρζ Μουστακί, το καλοκαίρι στη Μεσόγειο δεν τρέμει τις βροχές!
Ο Τζόρνταν έμεινε λίγα δευτερόλεπτα κάτω απ’ τις ζωογόνες ακτίνες του κι ύστερα μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Η γεροντοκόρη διαχειρίστρια, όπως πάντα, εντελώς τυχαία άνοιξε την πόρτα της!
-Καλησπέρα κύριε Ιορδάνη, τον χαιρέτησε, όλα καλά;
Την αντιχαιρέτησε μ’ ένα τυπικό «δόξα τω Θεώ», ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες και μπήκε σπίτι του. Κανείς δεν είχε έρθει ακόμα.
 Άνοιξε το ψυγείο και  ήπιε λαίμαργα σχεδόν ολόκληρο μπουκάλι παγωμένο νερό.
Με το που βγήκε απ’την κουζίνα, άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα. Η Δήμητρα μόλις έμπαινε.
-Εδώ είσαι; τον ρώτησε χαμογελαστή. Πως έτσι νωρίς;
-Ξεμπέρδεψα γρήγορα, απάντησε, οι υποψήφιοι πελάτες σήμερα, αποδείχθηκαν αρκετά ευκολόπιστοι!
-Έφαγες; τον ξαναρώτησε.
-Μόλις μπήκα, ευκαιρία να φάμε μαζί μετά από καιρό!
-Δυστυχώς πρέπει να φύγω πάλι, παραπονέθηκε, έχουμε δημοτικό συμβούλιο σε μία ώρα!
«Α ναι, υπάρχει κι ο δήμος», συλλογίστηκε ο Τζόρνταν, «τον ξεχάσαμε αυτόν»!
Γιατί η γυναίκα του ασχολούνταν και με τα κοινά, συν τοις άλλοις! Για τρίτη θητεία δημοτική σύμβουλος και αντιδήμαρχος καθαριότητας!
-Ξέρεις, είπε δισταχτικά ο Τζόρνταν, περίεργα πράγματα συνέβησαν σήμερα!
-Σαν τι; Ρώτησε η Δήμητρα με ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα έφτιαχνε καφέ.
Αλήθεια θες κι εσύ έναν;
-Αν δε σου κάνει κόπο!
-Λοιπόν; ρώτησε η Δήμητρα προσφέροντας του τον φραπέ.
Ο Τζόρνταν ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι άναψε τσιγάρο.
-Το κινητό σου δουλεύει; Τη ρώτησε κοιτάζοντας τη στα μάτια.
-Μέχρι πριν πέντε λεπτά ναι, δεν φαντάζομαι να άλλαξε κάτι τώρα!
Έβγαλε το κινητό του και την κάλεσε. Με έκπληξη  άκουσε το δικό της να κτυπάει!
Το έβαλε στο αυτί του και άκουσε πάλι την εκνευριστική ατάκα: « Ο αριθμός που καλέσατε…»!
-Δουλεύει κανονικά, είπε η Δήμητρα, πως σου ήρθε;
Πραγματικά το κινητό της εξακολουθούσε να κουδουνίζει.
-Σήκωσε το, την παρότρυνε.
-Για ποιο λόγο; Δίπλα είμαστε!
-Σήκωσε το!
Η Δήμητρα πάτησε το κουμπί.
-Ικανοποιήθηκες τώρα;
-Δηλαδή με ακούς μέσα απ’ το τηλέφωνο; ρώτησε ο Τζόρνταν σε κατάσταση υστερίας! 
-Τι έπαθες χριστιανέ μου; ορίστε άκου κι εσύ, και του έδωσε το τηλέφωνο.
Η γραμμή ήταν ανοικτή και στην οθόνη η κλήση έδειχνε «αντρούλης»!
Της το ξανάδωσε κι έπεσε βαρύς στον καναπέ.
-Και στο γραφείο που πήρα ποιος σήκωσε το τηλέφωνο; Ρώτησε δειλά γιατί φοβόταν την απάντηση!
Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν!
-Πότε πήρες στο γραφείο;
-Θα’ναι καμιά ώρα, και το σήκωσε ένας τύπος!
Η Δήμητρα χαμογέλασε με συγκατάβαση.
-Λάθος θα έκανες καλέ μου, του είπε γλυκά. Πέρα από υπηρεσιακά, το μόνο τηλέφωνο στο γραφείο το πήρα απ’ τη μάνα σου, να με ρωτήσει τι θα μαγειρέψει στα παιδιά! Κι εξάλλου, δεν υπάρχει κανένας «τύπος» εκεί! Μόνο η Έφη, το ξέρεις!
-Τα παιδιά; ρώτησε με κουρασμένη φωνή.
-Θα μείνουν στη μάνα σου απόψε. Θα πάνε σε κάτι γενέθλια.
-Εσύ θ’ αργήσεις;
-Δε φαντάζομαι, κάτι διαδικαστικά έχει η ημερήσια διάταξη, που συνήθως συμφωνούν όλοι! Έχεις κάτι στο μυαλό σου;
Τίποτα δεν είχε! Δεν ήξερε καν αν το μυαλό του λειτουργούσε σωστά!
Κι είναι κι αυτή η ξαφνική χαλάρωση, που άρχισε να του βαραίνει τα μέλη και τα βλέφαρα!
-Θα χρειαστείς το αυτοκίνητο; Ρώτησε η Δήμητρα.
-Όχι, λέω να ξαπλώσω λίγο, αισθάνομαι χάλια, απάντησε έτοιμος να καταρρεύσει.
-Εντάξει ξεκουράσου και τα λέμε μετά!
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
Ο Τζόρνταν δοκίμασε να σηκωθεί. Αδύνατον! Οι εντολές του μισοναρκωμένου του εγκέφαλου, δεν έφταναν στα άκρα του!
 Με πολύ κόπο, πάτησε το κουμπί του τηλεκοντρόλ. Τα γνωστά «μεσημεράδικα», με διάφορους ξερόλες τύπους να σχολιάζουν τα πάντα με ύφος δέκα καρδιναλίων! Το γύρισε στον Λιακατόπουλο. Εκεί τουλάχιστον άκουγες λιγότερες υπερβολές!


Τον ξύπνησε το «The Wall” των Pink Floyd, που είχε σαν ήχο κλήσης για τους κολλητούς του. Ο Τάσος ήταν! Με μεγάλη δυσκολία σήκωσε το τηλέφωνο και το έφερε στο αυτί του. Αισθανόταν ακόμα πιο κουρασμένος από πριν, και με ένα κεφάλι γεμάτο ήχους και βοές!
-Έλα Τάσο, κατάφερε να ψελλίσει.
-Έλα φίλε, άκουσε τη φωνή του που την κάλυπτε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου, με τη Δήμητρα είμαι κι ερχόμαστε.
-Πως βρεθήκατε μαζί, απόρησε ο Τζόρνταν, η Δήμητρα είχε συμβούλιο!
-Ναι είχε, αλλά δεν πρόλαβε να πάει! Δυό τσαντάκηδες της επιτέθηκαν μόλις κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο. Ευτυχώς είναι έξυπνη γυναίκα και δεν αντιστάθηκε!
-Είναι καλά, ρώτησε με αγωνία!
-Όλα καλά! Την έφερα για προληπτικές εξετάσεις στο Τζάνειο, αφού πρώτα ενημέρωσα τράπεζες και αστυνομία για την κλοπή.
-Γιατί δεν μου τηλεφώνησε, διαμαρτυρήθηκε.
-Αν δεις το τηλέφωνο σου, πρέπει να έχει πάνω από δέκα κλήσεις! Μόνο εγώ προσπάθησα πέντε φορές!  Πάντως όλα είναι εντάξει, δεν έχει κανένα πρόβλημα. Παρ’ τη να σου μιλήσει!
«Δέκα κλήσεις»; Αναρωτήθηκε έκπληκτος ο Τζόρνταν. «Και το απόγευμα που πήρε η Ειρήνη, πάλι δεν το άκουσα! Μήπως το έβαλα κατά λάθος στο αθόρυβο; Πρέπει να το κοιτάξω»!
-Έλα παιδί μου, άκουσε την ταραγμένη φωνή της, καλά είμαι μην ανησυχείς! Μόνο που μου πήραν τα πάντα, κάρτες, ταυτότητα, τηλέφωνο και 260 Ευρώ που είχα πάνω μου!
-Δεν πειράζει καλή μου, την καθησύχασε,αρκεί που εσύ είσαι εντάξει! Πιστεύω ο Τάσος να τα κανόνισε όλα! Σε περιμένω!
Με το που έκλεισε το τηλέφωνο, ο Τζόρνταν κοίταξε τις ρυθμίσεις. Στο «κανονικό» ήταν ο ήχος κλήσης!
«Ίσως πρέπει να αλλάξω τραγούδι», συλλογίστηκε. «Να βάλω κάτι πιο μπιτάτο να το ακούω»!
«Τι σκατά μέρα η σημερινή», μουρμούρισε , αφήνοντας το τηλέφωνο να πέσει στον καναπέ. «Καλά έλεγε η γιαγιά, όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος»!

Η τηλεόραση  έδειχνε τώρα δημοπρασίες χαλιών! Το γύρισε. Οι γνωστές ειδήσεις για, «ποδόσφαιρο, για φόνους και πολιτική»!
Ένας ξαναμμένος παρουσιαστής να προσπαθεί να συμμαζέψει τρεις άλλους, επίσης ξαναμμένους επαγγελματίες καλεσμένους, που ωρύονταν, και οι τρεις μαζί, για το δίκιο τους!
Συλλογίστηκε, πως το ένα δέκατο απ’ αυτά που ισχυρίζονταν ετούτοι οι επαΐοντες να ήταν αλήθεια, θα έπρεπε να έχουμε σχολάσει από χρόνια!

Σηκώθηκε με απίστευτο κόπο, γιατί διψούσε φοβερά. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, όταν κτύπησε το  σταθερό τηλέφωνο.
Ήταν ο «δάσκαλος»!
-Αγαπητέ μου φίλε, άκουσε την ασυνήθιστα γλυκιά φωνή του, με ξέχασες!
-Δάσκαλε μου, απολογήθηκε, ξέρεις πως είσαι απ’ τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή μου! Δεν πρέπει να αμφιβάλλεις για την αγάπη μου!
- Δεν αμφιβάλλω Ιορδάνη παιδί μου. Όμως γερνάω και αρχίζω να γκρινιάζω λίγο περισσότερο!
-Καλέ μου Δάσκαλε! Είσαι ο πιο νέος άνθρωπος που ξέρω! Ανθρώπους σαν και σένα, δεν τους αγγίζει ο χρόνος!
-Θα σε μαλώσω μικρέ, αστειεύτηκε, κολακεύεις την γεροντική μου ματαιοδοξία!
-Ε, όχι και τόσο μικρός πια, πάτησα τα σαρανταένα!
-Ως τα εξηνταδύο τα δικά μου, μεσολαβεί περίπου μια γενιά, Ιορδάνη!
-Εν τούτοις, δεν φαντάζομαι πως με πήρες τηλέφωνο για ληξιαρχική ενημέρωση!
Απ’την άλλη άκρη ακούστηκε το αβίαστο γέλιο του.
-Ασφαλώς όχι παιδί μου, χρειάζομαι τη βοήθειά σου!
-Ότι θέλεις δάσκαλε! Αρκεί να περνάει απ’το χέρι μου!
-Όχι τίποτα σπουδαίο Ιορδάνη, απλώς θα ήθελα, όταν ασφαλώς ευκαιρήσεις, να με βοηθήσεις να ταξινομήσουμε κάποιες σημειώσεις ετών. Σκέφτομαι να γράψω κάτι σαν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία! Τι λες, θα παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον;
-Αστειεύεσαι δάσκαλε! Προσωπικότητες σαν και σένα με ζωή γεμάτη εμπειρίες, είναι περιβόλια σκέτα!
-Θα μπορούσα να το ζητήσω απ’ τη γραμματέα μου, συνέχισε ο δάσκαλος αγνοώντας την τελευταία παρέμβαση του Τζόρνταν, όμως υπάρχουν κάποιες πολύ ιδιαίτερες στιγμές που δεν θα ήθελαν να κοινοποιηθούν. Όχι τώρα τουλάχιστον!
-Μείνε ήσυχος δάσκαλε! Θα ρυθμίσω το πρόγραμμα μου, ώστε να έρχομαι μια με δύο φορές τη βδομάδα! Από αύριο ίσως!
-Ευχαριστώ παιδί μου. Δεν χρειάζεται να πιεστείς. Έχουμε λίγο χρόνο, ελπίζω! Η Δήμητρα είναι καλά;
Ο Τζόρνταν δεν είχε καμιά διάθεση να εξιστορήσει την περιπέτεια της.
-Καλά είναι δάσκαλε, όπως τα ξέρεις.
-Τους χαιρετισμούς και τα φιλιά μου! Καλή σου νύχτα αγόρι μου!
-Καλή νύχτα  δάσκαλε, ευχαριστώ!
Έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στην κουζίνα. Η δίψα του, είχε γίνει βασανιστική. Ήπιε δύο ποτήρια νερό, όταν συνειδητοποίησε πως δεν είχε φάει τίποτα απ’ το πρωί. Κοκκινιστό μοσχαράκι και χοντρά μακαρόνια, είχε το μενού! Το σκέφτηκε για λίγο, μα δεν πεινούσε τόσο. Προτίμησε ένα πιάτο με αλλαντικά και τυρί που βρήκε στο ψυγείο από χθες. Πήρε και μια μπύρα και σύρθηκε πίσω στον καναπέ!
« Ο καημένος ο δάσκαλος» συλλογίστηκε, «πάντα το είχε απωθημένο να γράψει ένα μυθιστόρημα»!
Τον αγαπούσε τον δάσκαλο! Στην ουσία αυτός τον μεγάλωσε! Τον πατέρα τον έχασε στα δεκατέσσερα, από ανακοπή. Πάνω στο καθήκον.
Δάσκαλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, από εκείνους τους ηρωικούς δασκάλους με τα μπαλώματα στους αγκώνες, αλλά με μιάν απέραντη αγάπη για τα παιδιά και τη μάθηση! Τα χρόνια πέρασαν, και τα μπαλώματα έφυγαν απ’ τα σακάκια, όμως εκείνη η φλόγα, παρέμεινε ζωντανή!
Δημοκρατικός άνθρωπος ο πατέρας, τα άκρα τον απωθούσαν. Κι είχε την ατυχία ο μονάκριβος γιος του να γεννηθεί είκοσι μία Απρίλη του ’67!
Ανήμερα με την «εθνοσωτήριο» δηλαδή!
Αυτά τα εφτά μαύρα χρόνια, έπεσαν βαριά στη ευαίσθητη ψυχή του. Αψηφώντας διευθυντές και επιθεωρητές, περνούσε στα παιδιά του αρχές κι οράματα για έναν κόσμο δίκαιο και δημοκρατικό!
Ακολούθησε τον Αντρέα από την πρώτη στιγμή που ξανάρθε στην Πατρίδα.
«Γιος του Γέρου», έλεγε, «από καλή πάστα πολιτικός»!
Δεν πρόλαβε να τον δει πρωθυπουργό! Λίγες μέρες πριν τις εκλογές , άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στην έδρα, που τόσο αγάπησε.
Στο διάλειμμα, ίσως για να μην δώσει στα παιδιά του μια παραπάνω στενοχώρια!
Τώρα από μια μεριά, καλό ήταν που δεν πρόλαβε να δει ελπίδες κι όνειρα να διαψεύδονται τόσο τραγικά!
Ο δάσκαλος πάλι, για την ακρίβεια καθηγητής Λατινικών στο τμήμα κλασσικής φιλολογίας του Καποδιστριακού, είχε κάπως πιο αριστερές επιρροές. Όχι ακριβώς κομμουνιστής, αλλά αυτό που θα έλεγαν οι παλιοί χωροφύλακες στις αναφορές τους: «συμπαθών»!
Φίλοι με τον πατέρα αδελφικοί! Ποτέ δεν τους χώρισαν πολιτικές, ούτε κι οι ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις του δάσκαλου.
Γιατί ο δάσκαλος είναι ομοφυλόφιλος. Χωρίς ακρότητες και προκλήσεις, απλά ένας άνθρωπος που οι επιλογές του δεν συμφωνούν  μ’ αυτό που λέμε «κοινωνικά αποδεκτό»! Τρίχες δηλαδή!  Ο καθένας έχει το δικαίωμα στο διαφορετικό, αρκεί να μην προσβάλλει και ενοχλεί!
Αυτή τη φιλοσοφία έχει κι ο Τζόρνταν. Ίσως με λίγο πιο λαϊκή λογική.
«Μακριά από τον κώλο μου, κι ας είναι και στης αδερφής μου»!
Το αγαπημένο του μότο!
Με το θάνατο λοιπόν του πατέρα, τον ανέλαβε εκείνος. Όχι ότι υπήρχε ανάγκη επιβίωσης, γιατί και η μητέρα δασκάλα ήταν και με τη σύνταξη του πατέρα, δεν είχαν πρόβλημα. Όμως το κενό της απουσίας το κάλυπτε με τον καλύτερο τρόπο ο δάσκαλος. Αριστείδης Θεοδώρου το όνομα του, με Κυπριακή καταγωγή απ’ τη μεριά του πατέρα του.
Η διαμόρφωση του χαρακτήρα του Τζόρνταν, ήταν σχεδόν αποκλειστική επιρροή του.
Και βέβαια ποτέ δεν χώνεψε αυτό το «Τζόρνταν»!
Ιορδάνη τον φώναζε και όταν άκουγε άλλους να τον αποκαλούν με την Αγγλική του εκδοχή, δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του!
Όπως επίσης και τον Τάσο δεν έδειχνε να έχει πάρει από καλό μάτι!
Ευγενικά πάντα βέβαια, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές.
Πάντα έβρισκε μια καλή δικαιολογία για να αποσυρθεί μόλις εμφανιζόταν.
Δεν υπήρχε κάτι εμφανές, κι ούτε ποτέ είχε αναφέρει το παραμικρό, όμως ο πάγος ανάμεσα τους έβγαζε μάτι!
Ο Τζόρνταν το απέδιδε στην έμφυτη αποστροφή του Τάσου για τους ομοφυλόφιλους. Ίσως ο δάσκαλος το εισέπραττε και του έβγαινε αυτή η αποστροφή.
Η αλήθεια είναι βέβαια, πως αν και φαινόταν πως δεν ενέκρινε αυτή τη φιλία, ποτέ δεν προσπάθησε να τη διαβάλλει! Απλά δεν είχε διάθεση να συμμετάσχει σ’ αυτήν.
Ο Τζόρνταν στεναχωριόταν βλέποντας αυτή την ψυχρότητα, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει!

Έφαγε ανόρεχτα λίγο σαλάμι και λίγο τυρί κι άνοιξε το κουτάκι της μπύρας, το οποίο φαίνεται ήταν κουνημένο και γέμισε αφρούς το παντελόνι του!
«Στο διάολο», μουρμούρισε, καθώς με μια χαρτοπετσέτα προσπαθούσε να σκουπίσει το υγρό που καμάρωνε ακριβώς πάνω στο πουλί του, και έμοιαζε σαν να κατουρήθηκε πάνω του!
Παράτησε τη μάταιη προσπάθεια να σβήσει το λεκέ και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τη μπύρα.
Ένας τύπος στη τηλεόραση επιχειρούσε να πείσει τους φαλακρούς να αγοράσουν τη θαυματουργή σκόνη, που κολλώντας την με ένα σπρέι θα αποκτούσαν μαλλιά για λίγες μέρες, που θα έμοιαζαν με αληθινά!
«Τι θα σκεφτούν ακόμα οι πούστηδες», μονολόγησε χαμογελώντας ο Τζόρνταν! «Γαμώ την κατανάλωσή μου, γαμώ»!

«Τα παιδιά δεν πήρα καθόλου ο μαλάκας!», φώναξε ξαφνικά και πήρε το τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό της μάνας του και κάλεσε.
-Εμπρός! Άκουσε την ήρεμη φωνή της.
-Έλα μάνα, είπε γλυκά, μόλις ξεμπέρδεψα! Είσαι καλά;
-Καλά αγόρι μου, όσο μπορώ τώρα πιά βέβαια!
-Άστα αυτά, την πείραξε, πιο μικρή από μένα φαίνεσαι!
-Είναι γιατί άρχισα να μαζεύω φαίνεται, απάντησε με ένα γάργαρο γέλιο!
-Α, ρε μάνα! Πάντα ή ίδια, χαμογέλασε ο Τζόρνταν, Και πού’σαι, μην αλλάξεις ποτέ!
-Δε βαριέσαι παιδί μου, «όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν»!
«Η γνωστή φιλοσοφημένη κυρ’ Αθηνά! Υπέροχος άνθρωπος αλήθεια!», συλλογίστηκε, «κι όχι γιατί είναι μάνα μου, όλοι το παραδέχονται»!
-Τα παιδιά; Ρώτησε μετά από μια μικρή σιωπή.
-Ετοιμάζονται, η μικρή δηλαδή η κοκέτα! Η Ρηνούλα είναι ήδη έτοιμη από ώρα! Θα ξέρεις για το πάρτι!
-Ξέρω! Μπορεί να μου μιλήσει κάποια;
- Παρ’ τη Ρηνούλα.
-Γεια σου μπαμπά, άκουσε τη φωνούλα της μεγάλης του κόρης.
-Καλησπέρα παιδί μου, αντιχαιρέτησε γλυκά, παρτάκι παρτάκι;
-Ο συμμαθητής μου ο Αλέξης έχει γενέθλια.
-Καλά να περάσετε!
-Ευχαριστώ μπαμπά, απάντησε η Ρηνούλα, ενώ απ’ το βάθος ακούστηκε η φωνή της μικρής: «καλησπέρα Daddy” !
-Πες της και τη δική μου. Καληνύχτα κοπέλα μου!
-Καληνύχτα μπαμπά!
Η Ρηνούλα του! Στα έντεκα πια! Της γιαγιάς της Ναξιώτισσας πήρε το όνομα, μετά από συμφωνία που είχαν κάνει πριν ακόμα παντρευτούν με τη Δήμητρα. Το πρώτο αν ήταν αγόρι, του πατέρα του, κι αν γεννιόταν κορίτσι της πεθεράς του.
Και βγήκε κορίτσι. Και δεν του έμοιαζε καθόλου! Ίδια η μάνα της ήταν.
«Αυτό δεν είναι δικό μου παιδί μου», αστειευόταν ο Τζόρνταν, «του φούρναρη πρέπει να’ναι»!
Και η αλήθεια είναι, πως δε θυμόταν πως έγινε η σύλληψη! Υποτίθεται έπαιρναν όλες τις προφυλάξεις, τουλάχιστον μέχρι να παντρευτούν! Παρ’ όλα αυτά τελικά, η Δήμητρα βρέθηκε έγκυος στην εκκλησία!  
Την αγαπούσε μ’ ένα τρόπο που φαινόταν υπερβολικός. Γενικά ήταν υπερπροστατευτικός με τα παιδιά του. Απλά η μικρή η Αθηνούλα, ήταν λίγο πιο «έξω» τύπος, εύκολη στις παρέες, και συχνά το επίκεντρό τους!
Η Ρηνούλα πολύ πιο μαζεμένη. Εσωστρεφής τύπος, με πολλές ανασφάλειες.
Εντάξει μπαίνει και στην εφηβεία. Δύσκολη περίοδος ασφαλώς!
Όμως γενικά τον προβλημάτιζε αυτή η περίεργη συμπεριφορά, που ώρες ώρες την έκανε τόσο απόμακρη. Και το τόσο δυνατό δέσιμο μαζί του!
Συνήθως τα μικρά παιδιά κολλάνε στη μάνα τους. Εντάξει, λένε πως τα κορίτσια είναι δεμένα με τον πατέρα, όμως εδώ φαινόταν κάτι αρρωστημένο σχεδόν! Ο Τζόρνταν το απέδιδε στην έμφυτη ανασφάλειά της. Ο πατέρας ήταν γι’ αυτήν ο προστάτης από κάθε κακό!

Ο ήχος απ’ τα κλειδιά στην πόρτα, τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του.
Η Δήμητρα με τον Τάσο μπήκαν. Έδειχναν κουρασμένοι.
-Καλησπέρα, είπε πρώτος ο Τάσος.
Ο Τζόρνταν σηκώθηκε κι αγκάλιασε τη γυναίκα του, τρυφερά.
_Είσαι καλά καρδιά μου;
Η Δήμητρα κούνησε το κεφάλι.
-Όχι Ιορδάνη, δεν είμαι καλά! Στα καλά καθούμενα, πενήντα μέτρα απ’ το δημαρχείο;
-Είναι αδίστακτοι αυτοί οι τύποι παιδί μου! Συνήθως πρεζόνια για τη δόση τους!
Μια σκιά σα να πέρασε απ’τα μάτια της, που το έμπειρο μάτι του Τζόρνταν ήταν αδύνατο να μην αντιληφθεί! Τι διάολο, χρόνια ψυχολογεί τους ανθρώπους για να καταφέρει να τους πουλήσει όνειρα!
-Δεν είναι μόνο πρεζόνια, επενέβη ο Τάσος. Υπάρχουν και αλλοδαποί, και ένα σωρό άλλοι που έχουν βρει τον εύκολο τρόπο να κονομάνε!
-Να χαρείτε, είπε η Δήμητρα με κουρασμένη φωνή, φτάνει πια αυτή η κουβέντα! Θα πιείτε κάτι;
-Ένα με πάγο το έπινα ευχαρίστως, έσπευσε ο Τάσος!
-Εγώ θα συνεχίσω τη μπύρα μου, είπε ο Τζόρνταν.
-Αλήθεια έφαγες τίποτα; Τον ρώτησε η Δήμητρα.
-Δεν πολυπεινούσα κι έβγαλα αυτά τα σαλάμια. Εντάξει είμαι. Του Τάσου βάλε, πρέπει να είναι θεονήστικος!
-Τι φαΐ; Ρώτησε αυτός.
Το καταπληκτικό ροσμπίφ της Δήμητρας! Καμάρωσε αυτή!
-Ε, θα ήταν ιεροσυλία να μην το τιμήσω! Έκανε ανυπόμονα ο  Τάσος.
-Μισό λεπτό, το ζεσταίνω κι έρχομαι!

  -Τι έγινε ρε Τάσο, πες μου λεπτομέρειες;
 -Ένα μαλακισμένο της επιτέθηκε και τις άρπαξε την τσάντα, την ώρα που έβγαινε απ’το αυτοκίνητο. Έτρεξαν δυό τρεις περαστικοί, αλλά πρόλαβε και καβάλησε μια μηχανή που είχε παρκάρει λίγο πιο κάτω ο συνεργός του, και εξαφανίστηκε!
-Πρόλαβε να δει τα χαρακτηριστικά τους κανείς;
-Φορούσαν κράνη τα κωλόπαιδα, κι η μηχανή δεν είχε αριθμό. Ξέρεις τώρα πως γίνονται αυτές οι δουλειές!
Ήξερε! Ο κόσμος έγινε πια ένα απέραντο μπουρδέλο! Κανονικό! Με νονούς, με τσάτσους, με νταβατζήδες…΄
Άναψε τσιγάρο κι έδωσε και του Τάσου.
-Στην αστυνομία τι λένε;
-Τι να πούνε ρε φίλε; Γι’αυτούς είναι καθημερινή ρουτίνα αυτές οι υποθέσεις! Το έγραψαν στα συμβάντα, «θα το δούμε», είπαν, γενικά το «γράψανε»!
-Μπήκες σε μπελάδες και συ!
-Μην το ξαναπείς Τζόρνταν! Εσείς είσαστε η οικογένεια μου! Τουλάχιστον εγώ έτσι σας βλέπω!
Ο Τζόρνταν του έσφιξε το μπράτσο.
-Να μην αμφιβάλεις καθόλου πως κι εμείς έτσι το βλέπουμε Τάσο!

Η Δήμητρα εισέβαλε με δυό τεράστιες μακαρονάδες, με ένα λαχταριστό κομμάτι μοσχαριού πάνω σε καθεμία τους!
-Ο Χριστός κι η Παναγία! Έκανε τάχα μου ο Τάσος. Ποιος θα τα φάει αυτά κοπέλα μου;
-Εσύ κι εγώ υποθέτω, απάντησε γελαστή η Δήμητρα, ο Τζόρνταν είπε πως δεν πεινάει!
Μ’ εκείνη την αμηχανία, που πάντα παρακολουθούσε τις «ορθοπεταλιές» του Τάσου, ο Τζόρνταν απόρησε για άλλη μια φορά, που στο διάολο το έβαζε τόσο φαγητό! Έτρωγε τα διπλάσια, τουλάχιστον απ’ τον ίδιο, και δεν έβαζε κιλό! Και να πεις ότι δεν έπινε; Τον «άμπακο», που λένε κι οι παλιοί!
-Να σου βάλω λίγο ακόμα; Ρώτησε από ευγένεια η Δήμητρα.
-Θα σκάσει παιδί μου, ειρωνεύτηκε ο Τζόρνταν. Κι ύστερα γυρνώντας προς το μέρος του.
-Κάνε και κάνα τσιγάρο ρε φίλε!  
Ο Τάσος επιτέλους άφησε το πιρούνι και σκούπισε τα γεμάτα σάλτσα χέρια του στην πετσέτα.
-Το ξέρετε πως στο ροσμπίφ, δεν μπορώ να αντισταθώ, απολογήθηκε.
-Ενώ στα κεφτεδάκια, στον γύρο, στις πίτσες, έχεις μιάν αδιάφορη στάση, απάντησε γελώντας ο Τζόρνταν!

Είπαν μερικές βλακείες ακόμα, χάζεψαν λίγο στην τηλεόραση, κι ο Τάσος σηκώθηκε να φύγει.
-Πάω σιγά σιγά, είπε. Να περάσω κι απ’τον πατέρα μου μήπως χρειάζεται τίποτα.
-Αλήθεια τι κάνει ο Μπάρμπα Γιακουμής, ρώτησε ο Τζόρνταν.
-Δε βαριέσαι φίλε, άμα το μυαλό χαλάσει, όλα παύουν να δουλεύουν σωστά!
Του κόστισε πολύ ο χαμός της μάνας.
-Δώστου τα χαιρετίσματα μας, είπε η Δήμητρα!
-Εγώ να τα δώσω, τώρα αυτός τι θα καταλάβει, είναι μια άλλη ιστορία!
Τους καληνύχτισε και βγήκε.

Η Δήμητρα βάλθηκε να μαζεύει το τραπέζι.
-Άστα παιδί μου, τα μαζεύω εγώ το πρωί, προσφέρθηκε ο Τζόρνταν.
Η Δήμητρα χαμογέλασε και του’κλεισε το μάτι σαν να έλεγε:»αυτό είναι δική μου δουλειά»!
Την πλησίασε ενώ έπλενε τα πιάτα στο νεροχύτη, και την αγκάλιασε τρυφερά. Όχι πως είχε καμιά έντονη ερωτική διάθεση( τουλάχιστον όχι για τη Δήμητρα), αλλά η περιπέτεια της του δημιουργούσε την ανάγκη να φερθεί προστατευτικά.
Όπως ήταν φυσικό η Δήμητρα το εξέλαβε σαν ερωτικό κάλεσμα, και ανταποκρίθηκε αμέσως!
Χωρίς να γυρίσει έβαλε τα χέρια της στους γοφούς του και τον τράβηξε πάνω της.
Το κολλητό της τζιν διέγραφε τα καλοσχηματισμένα οπίσθια της, τα οποία παρ’ότι είχε καβατζάρει τα τριανταοκτώ, στέκονταν στο ύψος τους!
Πέρασε τα χέρια του κάτω απ το μακό μπλουζάκι. Όπως το περίμενε τα στήθη της ήταν γυμνά! Σπάνια φορούσε σουτιέν, δεν το χρειαζόταν άλλωστε! Μαζί με τα οπίσθια της ήταν τα δυνατά της σημεία!
Όμορφη πολύ δεν την έλεγες. Συμπαθητική απλά. Όμως το κορμί της διατηρούσε την νεανική φρεσκάδα!
Έπαιξε λίγο με τις ερεθισμένες θηλές της, χωρίς να της βγάλει τη μπλούζα, κι ύστερα τη γύρισε προς το μέρος του και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη.
Ήθελε να το κάνουν εκεί στα όρθια. Βαριόταν αυτές τις προκαταρκτικές αηδίες που του επέβαλε το συζυγικό καθήκον! Αναγνώριζε όμως πως και εκείνη είχε δικαίωμα στην ηδονή!
Κρατώντας την απ’το χέρι πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι, απολαμβάνοντας τη Δήμητρα να γδύνεται κι εκείνη.
Όλα κύλησαν αναμενόμενα! Τι κι αν η κοπέλα της αφίσας μάταια προσπαθούσε να μπει ανάμεσα τους; Η ρουτίνα νίκησε για άλλη μια φορά τον έρωτα!

«Λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή ομοία εστί»! Ποιος είχε πει αυτή την παπαριά; Ο Ναπολέοντας νομίζω», συλλογίστηκε ο Τζόρνταν καθώς η γυναίκα του μπήκε στο μπάνιο, «πιο μεγάλη μαλακία δεν έχω ξανακούσει, και μάλιστα από έναν τόσο έξυπνο άνθρωπο! Και στο σκοτάδι της κόλασης να βρεθείς, θα καταλάβεις πως πηδάς τη γυναίκα σου! Τόσο προβλέψιμα όλα, τόσο ίδια, τόσο διαδικαστικά! Λίγο καλύτερα από αυνανισμό, ή ίσως κι όχι»!
Ταλαντεύτηκε λίγο ανάμεσα στο να κάνει ένα ντους, να καπνίσει ένα τσιγάρο ή να ξεραθεί στον ύπνο.
Τελικά το στοίχημα το κέρδισε η έμφυτη τάση του για καθαριότητα και υγιεινή. Όχι πως τα άλλα δυό έμειναν παραπονεμένα. Έκανε στα γρήγορα ένα χλιαρό ντους, κάπνισε ένα τσιγάρο και ξεράθηκε στον ύπνο! Μ’αυτήν ακριβώς τη σειρά!




Ξύπνησε με ρίγη και πόνους σε όλο του το σώμα.
Ένοιωθε να «ψήνεται» στον πυρετό. Αυτό βέβαια είναι σχετικό, γιατί ακόμα και τα απλά δέκατα έτσι τα αντιλαμβάνεται! Όπως και να’χει, αισθάνονταν χάλια!
Η Δήμητρα είχε ήδη σηκωθεί.
Με τη βία σηκώθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση να πλυθεί, μα το νερό σαν ακούμπησε στα χέρια του, του φάνηκε υπερβολικά κρύο, και το μετάνιωσε!
Πήγε αργά αργά προς την κουζίνα. Η Δήμητρα έπινε καφέ.
-Χριστός και Παναγία, είπε μόλις τον είδε. Εσύ παιδί μου έχεις τα χάλια σου!
-Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, απάντησε, όμως ναι έτσι και χειρότερα αισθάνομαι!
-Δεν έπρεπε να σηκωθείς τότε, ξανάπε αυτή, πήγαινε να ξαπλώσεις!
-Αυτό λέω να κάνω, παραδέχτηκε, πάρε τη Νίκη τηλέφωνο να ακυρώσει τα ραντεβού μου.
-Εντάξει! Πήρες τίποτα;
-Σαν τι;
-Κανένα παυσίπονο;
-Θα μου τρυπήσει το στομάχι, πρωί πρωί!
-Θα σου ζεστάνω λίγο γάλα, και θα σου φέρω ένα.
Ο Τζόρνταν σύρθηκε πίσω στο κρεβάτι και ξάπλωσε βαρύς. Σκεπάστηκε ως το λαιμό προσθέτοντας μια κουβέρτα, παρ’όλο που αντικειμενικά η θερμοκρασία ήταν ήδη  αρκετά υψηλή!
« Την άρπαξα με την κωλοβροχή», μουρμούρισε, ενώ ταυτόχρονα φταρνίστηκε δυνατά, τόσο που πόνεσε το στήθος του!
Είχε μια περίεργη σχέση με την αρρώστια. Δεν είχε ποτέ αρρωστήσει σοβαρά, όμως με την  παραμικρή ενόχληση, του φαινόταν σαν να ζούσε τις τελευταίες του στιγμές!
Η Δήμητρα έφερε το γάλα κι ένα παυσίπονο, ενώ ακούμπησε το κινητό του στο έπιπλο κάτω απ’ τον καθρέφτη.
-Εντάξει του είπε, πήρα την Νίκη στο κινητό της, δεν είχε ξεκινήσει ακόμα.
Πιες το γάλα σου και κοιμήσου λίγο. Σε καμιά ωρίτσα θα νοιώσεις καλύτερα!
Ο Τζόρνταν ανακάθισε και ήπιε δυό γουλιές.
Το γάλα δεν ανήκε στα αγαπημένα του και δυσκολεύτηκε αρκετά να το υποστεί!
-Φεύγω! Αν χρειαστείς κάτι πάρε τηλέφωνο. Σου πέρασα και τον καινούργιο αριθμό μου. Μέχρι να ενεργοποιηθεί ξανά το παλιό, έβαλα καρτοκινητό.
Α, και πού’σαι, αν αργότερα αισθανθείς καλύτερα, πετάξου μέχρι το ταχυδρομείο να πληρώσεις τη ΔΕΗ. Λήγει σήμερα και θα τρέχουμε στα κεντρικά μετά! Αν δεν μπορέσεις, δε χάλασε κι ο κόσμος!
Έσκυψε , τον φίλησε στο μάγουλο και βγήκε.
Ο Τζόρνταν βυθίστηκε αμέσως σε έναν ταραγμένο ύπνο!


Το κουδούνι της πόρτας, που χτυπούσε επίμονα, κατάφερε τελικά να τον ξυπνήσει!
Σηκώθηκε παραπατώντας.
-Ποιος είναι; Ρώτησε βραχνά.
-Τάσος, άνοιξε επιτέλους!
-Δε με λυπάσαι ρε μαλάκα, αφού έχεις κλειδιά!
-Πως ν’ανοίξω! Πρέπει να έχεις τα δικά σου από πίσω!
Πραγματικά! Τα κλειδιά του ήταν πάνω στην κλειδαριά.
«Περίεργο», σκέφτηκε. «Μάλλον η Δήμητρα τα έβαλε κατά λάθος»!
Του άνοιξε κι ο Τάσος εισέβαλε κοιτάζοντας τον εξεταστικά.
-Για πτώμα, μια χαρά φαίνεσαι, τον ειρωνεύτηκε!
-Άντε γ…σου! Του απάντησε και χώθηκε στο μπάνιο.
Κατούρησε μια «θάλασσα» κι έπλυνε τα δόντια του. Όλα κι όλα, άρρωστος ξάρρωστος, η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά! Η άλλη μισή «στην Κίνα βρίσκεται», όπως έλεγε κι ένα παλιό σύνθημα στα Εξάρχεια!
Αυτή τη φορά δέχτηκε το νερό με ανακούφιση!
«Θέλω ξύρισμα, μουρμούρισε, αλλά χέστο! Έτσι κι αλλιώς δεν θα πάω πουθενά»!
Βγήκε και πήγε προς την κουζίνα.
Ο Τάσος έφτιαχνε καφέ.
-Κάνε και μένα ένα, παρακάλεσε.
-Διαταγάς! Απάντησε αυτός, χαιρετώντας στρατιωτικά!

«Καλό παιδί ο Τάσος», συλλογίστηκε ο Τζόρνταν. «Λίγο χύμα, αλλά καλός φίλος»!
Δικηγόρος στο επάγγελμα. Απ’ αυτούς της σειράς. Διαζύγια και τέτοια!
Χρόνια μαζί!
Εκ πεποιθήσεως εργένης, έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται, με σχέσεις εφήμερες.
Ο Τζόρνταν πολλές φορές αναρωτήθηκε αν αυτή η έντονη αποστροφή του προς τους ομοφυλόφιλους, έκρυβε μιάν υποβόσκουσα ομοφυλοφιλία!
Όχι πως είχε δώσει ποτέ τέτοιο δικαίωμα, αλλά το ότι δεν έκανε ποτέ σοβαρές σχέσεις τον προβλημάτιζε.
Τον γνώρισε όταν υπηρετούσαν στην Κω. Δόκιμος ο ίδιος, δεκανέας ο Τάσος στον ίδιο λόχο.
Από τότε έγιναν κολλητοί! 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου