ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 7ο μέρος)


“ Ναι κυρά μου”, την ενθάρρυνε, Δεν πάει σχολείο φέτος. Άξια είναι, συντρέχτρα, θα τα καταφέρει! Κι ύστερα ο μπαρμπα Λουκάς τον έχει τον τρόπο του, δεν θα την αφήσει έτσι”! 

 “Αυτό να μην το ξαναπείς”, τον αποπήρε οργισμένη, “αν είναι να βοηθήσουμε δεν θα το κάνουμε για τους παράδες! Μόνο να δούμε τι θα πει κι ο κακορίζικος ο άντρας μου”. 

 “Αυτό άστο πάνω μου! Ξέρω και τον κουμαντάρω εγώ. Λοιπόν; Σύμφωνοι”; 

 “Σύμφωνοι Μανόλη! Σύρε να το πεις του Λουκά, να

ηρεμήσει ο άνθρωπος”!


Τα νέα έφτασαν από στόμα σε στόμα γρήγορα σε όλο το χωριό. Οι κυράδες, πολλές με τα σαπουνόνερα ακόμα στα χέρια, βγήκαν στις αυλόπορτες. Δυό δυό και τρεις τρεις συζητούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, σάμπως να επρόκειτο για μεγάλο μυστικό, κι ύστερα αυτές οι ίδιες έτρεχαν να το προφτάσουν σε όσους δεν έτυχε να το άκουσαν ακόμα! 

 “Καλέ ακούστε ντροπές”, τσίριξε η κουτσομπόλα η Αργυρώ. “Φωτιά θα ρίξει ο ουρανός να μας κάνει στάχτη”! Η Λεμονιά με το μωρό στην αγκαλιά, κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι. “Ποιος να το έλεγε πως θα δούμε τέτοια πράγματα στο χωριό μας”! 

 “Η βρωμιάρα”, ξανάρχισε η Αργυρώ χτυπώντας τα χέρια της με απόγνωση, “Να μαγαρίσει το στεφάνι της, μέσα στο ίδιο της το σπίτι”! 

 Κεραυνός να έπεφτε αυτή τη μέρα στο χωριό, λιγότερο θόρυβο θα έκανε. Η Ρηνιώ η παπαδοκόρη έγινε η αιτία. Γύρισε νωρίς ο Γρηγόρης ο άντρας της στο σπίτι. Άξαφνα, δίχως να τον περιμένει. Την έπιασε πάνω στα γλυκοχαϊδέματα με τον Μηνά, τον ταχυδρόμο. Ταμπλάς του ήρθε, άφρισε! Όρμησε πάνω τους σα λαβωμένο αγρίμι. Πιάστηκαν στα χέρια, μάτωσαν! Είδαν κι έπαθαν οι γειτόνοι να τους χωρίσουν. Έκλαιγε σαν μωρό και κτυπούσε με τα χέρια το κεφάλι του. 

 “Γιατί να μου το κάνει εμένα αυτό”, κλαψούρισε, “θα τη σκοτώσω την άτιμη”! Κάποιοι τρέξανε να φωνάξουν τον παπά. Να δει τις ντροπές της κόρης του και να βγάλει απόφαση. Ήρθε τρέχοντας αναψοκοκκινισμένος, βαριανασαίνοντας. Κοίταξε γύρω του με το μάτι θολό. 

 “Πούντηνε;” ούρλιαξε αγριεμένος. Φοβήθηκαν οι χωριανοί, προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν. “Μέρωσε παπά μου”, τον παρακάλεσε ο Αποστόλης,”θα σου έρθει κανένας κόλπος”!| 

“Να μούρθει, να γλιτώσω από τούτο το μαρτύριο”!

Όρμησε στο σπίτι. Τρέξανε οι άντρες να προλάβουν μη συμβεί μεγαλύτερο κακό. Άρπαξε ο παπάς το σκουπόξυλο και το κατέβασε με ορμή καταπάνω στη Ρηνιώ, που στεκόταν καταμεσής της κάμαρας μισόγυμνη, με το μάτι χαμένο. Τη βρήκε στο μπράτσο και η Ρηνιώ έβγαλε μια κραυγή και γονάτισε από τον πόνο. Πρόφτασαν οι χωρικοί και του άρπαξαν το ξύλο από τα χέρια.                    

“Μη βάψεις τα χέρια σου με αίμα παπά¨, τον ικέτεψε ο Αποστόλης, “ο Θεός θα την τιμωρήσει! Αυτός είναι ο κριτής”! 

 Έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα ο παπάς. Κόκκινα, φωτιά έγιναν τα μάτια του. Μελάνιασαν τα χείλη του. Τούτο το κακό δεν μπορούσε να το βαστάξει. Του έφεραν νερό οι γυναίκες, έκανε να πιει, πνίγηκε. Από τη μύτη του βγήκε. 

 “Κύριε των δυνάμεων, πάρε με τούτη τη στιγμή! Άνοιξε τη γης και ρίξε με στα τάρταρα! Αμαρτωλό σκουλήκι είμαι για να μου στείλεις αυτή τη συμφορά”!

Ο Μηνάς ο ταχυδρόμος είχε από ώρα λακίσει. Βρήκε ευκαιρία πάνω στην ταραχή και το έβαλε στα πόδια. Έξω από το σπίτι ήταν πια μαζεμένο ολόκληρο σχεδόν το χωριό. Από όλα τα στόματα δεν άκουγες άλλο παρά μόνο κατάρες για την άπιστη. Η Μαριγώ τρόμαξε σαν είδε μαζεμένο κόσμο. Πλησίασε να δει τι συμβαίνει. Οι χωριανοί φύλαξαν τα λόγια τους. Μικρό παιδί, δεν χρειάζεται να μάθει για τούτες τις πομπές! Είδε τη Λεμονιά και πήγε κοντά της. 

 “Τι συμβαίνει θειά, τι έγινε εδώ”; Η Λεμονιά πέρασε το μωρό στο άλλο χέρι, σαν για να κερδίσει χρόνο. Δίστασε να της εξηγήσει. Δεν πρέπει τα κορίτσια να τα μαθαίνουν αυτά. 

 “Άστα Μαριγώ μου”, είπε στο τέλος, “τι να σου λέω τώρα! Μόνο τούτο: ο Θεός να μας φυλάει όλους! Πάει χάλασε ο κόσμος παιδί μου”! 

 “Έπαθε τίποτα η Ρηνιώ¨, ρώτησε με αγωνία. 

 “Η Ρηνιώ”, γέλασε εκείνη, “αυτή είναι η μόνη που δεν έπαθε τίποτα”! 

"Τότε τι έγινε θειά, πες μου μη με σκας να χαρείς”! Την παρακάλεσε η Μαριγώ. Είδε κι απόειδε η Λεμονιά, πως δεν μπορούσε να το το αποφύγει. Της είπε τα καθέκαστα. Σκοτείνιασαν τα μάτια της Μαριγώς. Τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από το μυαλό της. Η Ρηνιώ να κάνει τέτοια ατιμία; Ούτε χρόνο δεν είχε παντρεμένη. Τον περασμένο Ιούλη έγινε ο γάμος. Χάλασε ο κόσμος από το γλέντι που ακολούθησε. Τα όργανα και οι χοροί, κράτησαν μέχρι το πρωί! Από προξενιό παντρεύτηκαν, μα όλοι είχαν να το λένε πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήταν. Άξιο παιδί ο Γρηγόρης, δουλευταράς. Όμορφο δεν μπορούσες να τον πεις, μα η ομορφιά στον άντρα, δεν είναι απαραίτητη. Αναρωτήθηκε η Μαριγώ πως έφτασαν σ΄αυτό το σημείο.

Ξάφνου οι κουβέντες σταμάτησαν. Η Ρηνιώ, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, βγήκε από το σπίτι.

Μάζεψε βιαστικά λίγα ρούχα και τα έχωσε όπως όπως στη βαλίτσα. Έφευγε τώρα, άγνωστο για που. Ούτε η ιδια δεν ήξερε καλά καλά! Τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα, δεν έτρεχαν πια δάκρυα. Τα στέρεψε η ντροπή που ένοιωθε. Παραμέρισαν βιαστικά οι χωριανοί, μην τύχει και αγγίξουν τη μαγαρισμένη. 

 “Πουτάνα”! Φώναξε ο Γρηγόρης μα η φωνή του πόνο πρόδιδε πιο πολύ, παρά οργή. Έκανε να ορμήσει καταπάνω της, μα τον συγκράτησαν οι φίλοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου