Ξύπνησε με μιαν ανεξήγητη ταραχή. Άνοιξε τα μάτια. Όχι πως υπήρξε διαφορά από πριν καθώς ήταν εκ γενετής τυφλός.
Σηκώθηκε αργά και έκανε αρκετή ώρα μέχρι να βρει και να φορέσει τις παντόφλες του.
Μέσα στο σπίτι δεν είχε πρόβλημα. Όλα του ήταν γνωστά τόσα χρόνια τώρα.
Όσο ζούσε η μάνα, όλα ήταν πιο εύκολα! Τον φρόντιζε, ψώνιζε, μαγείρευε, έπλενε.
Από τότε που έφυγε πριν 5 μήνες, το σκοτάδι του σαν να έγινε πιο βαθύ!
Ευτυχώς βρήκε μια Ουκρανή βοηθό για τα βασικά.
Έριξε αρκετό νερό στο πρόσωπο του και έβαλε για καφέ. Νοσταλγούσε έναν ελληνικό, μα τον απέφευγε γιατί σχεδόν πάντα χύνονταν πριν προλάβει να τον βγάλει απ΄τη φωτιά. Έτσι αρκέστηκε στη λύση του γαλλικού.
Κάθισε σε μια καρέκλα, ρούφηξε μια γουλιά και άναψε τσιγάρο.
Προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρο της νύχτας. Όνειρο χωρίς εικόνες, όπως πάντα! Όμως “άκουγε” ήχους, μύριζε. Ότι του συνέβαινε δηλαδή και στην πραγματική ζωή.
Αδύνατον να θυμηθεί! Ήξερε πως άκουσε λόγια. Λόγια παράξενα που δεν είχε ξανακούσει. Τι του έλεγαν όμως;
Άκουσε με την αυξημένη εκ των πραγμάτων ακοή του την Αντίσα να πλησιάζει την πόρτα.
Τον καλημέρισε και της το ανταπόδωσε. Συζήτησαν για το φαγητό, και σηκώθηκε για μια βόλτα στην μικρή αυλή.
Το αγιόκλημα άπλωνε την ευωδιά του παντού. “Αλήθεια, τόσο όμορφη μυρωδιά, σίγουρα από ένα πανέμορφο λουλούδι πρέπει να βγαίνει”, σκέφτηκε, “ πως να έμοιαζε άραγε”;
40 χρόνια στο απόλυτο σκοτάδι! Δεν έμαθε ποτέ γράμματα, αν και υπήρχε τρόπος, γιατί το θεωρούσε εντελώς μάταιο!
Ούτε φίλους έκανε, πολύ περισσότερο σχέσεις.
Δεν του έλειπε η συντροφιά των ανθρώπων. Όλος ο κόσμος του χωρούσε στο μικρό σπιτικό του, από όπου ποτέ δεν έφυγε.
Ο Μπίλι, ο μικρόσωμος σκύλος του, ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια του. Για εκείνον δεν είχε καμιά σημασία η αναπηρία του. Ήταν ο καλός του φίλος.
Έσκυψε και τον χάιδεψε.
Πως να ήταν αλήθεια ο τριχωτός του φίλος;
Προσπάθησε, για πολλοστή φορά να καταλάβει το σχήμα του.
Ποτέ δεν μπόρεσε να έχει κάποια ακριβή αίσθηση των πραγμάτων γύρω του. Το είχε συνηθίσει πια, του αρκούσαν οι ήχοι, οι μυρωδιές, το άγγιγμα!
Οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν το μελωδικό τους κάλεσμα.
“Κυριακή”, σκέφτηκε, Αλήθεια από πότε είχε να πάει εκκλησία. Μάλλον από τα σαράντα της μάνας. Τέσσερις μήνες κοντά!
Του άρεσε η εκκλησία! Τα εκεί δρώμενα δεν απαιτούσαν απαραίτητα την όραση. Εκεί τον πρώτο λόγο είχε ο λόγος και η κατάνυξη. Οι βυζαντινές ψαλμωδίες άγγιζαν την ψυχή του, όσο κι αν τις περισσότερες φορές δεν καταλάβαινε τα λόγια των τροπαρίων!
Ένιωσε την ανάγκη να πάει. Ήταν δεν ήταν 150 μέτρα από το σπίτι.
Τον δρόμο τον είχε κάνει πολλές φορές και τον ήξερε καλά. Μόνο το να περάσει απέναντι το δρόμο ήταν πρόβλημα. Όμως όλο και κάποιος βρισκόταν να τον βοηθήσει.
Πήρε το λευκό του μπαστούνι και βγήκε απ΄την αυλόπορτα. Προχώρησε με αργά βήματα ως την άκρη του πεζοδρομίου και περίμενε κάποιον να τον περάσει απέναντι.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Η γειτόνισσα, που πήγαινε κι αυτή στην Λειτουργία, τον κράτησε από το μπράτσο και έφτασαν μαζί στην εκκλησία.
Τον βοήθησε να κάτσει σε μια καρέκλα και πήγε στη θέση της.
Την πρώτη ζαλάδα την ένιωσε εκείνη ακριβώς την ώρα. Ένα περίεργο βουητό σφυροκοπούσε το κεφάλι του. Ίσα που άκουγε τους ψαλτάδες!
Συνήλθε σχετικά γρήγορα, την ώρα που άρχιζε η δοξολογία:” Δόξα Σοι τω δείξαντι το φως”, και τότε κάτι πρωτόγνωρο τον κυρίευσε! Ένα λαμπρό φως(Φως πρέπει να ήταν κι ας μην το είχε ξαναδεί ποτέ πριν)πλημύρισε τα νεκρά του μάτια!
Άκουσε σαν από πολύ μακριά φωνές: ”Ανακοπή! Πρέπει να έπαθε ανακοπή!”
Δεν έδωσε σημασία. Ασφαλώς δεν αφορούσε εκείνον!
Αυτός μαγεμένος κοιτούσε για πρώτη φορά το ζευγάρι που τον πλησίασε. Ήταν οι γονείς του! Δεν χρειάστηκε να τους έχει ξαναδεί! Ήταν αυτοί. Το έλεγε η ψυχή του!
Χαμογελαστοί τον καλούσαν να τους ακολουθήσει.
Τι όμορφοι που ήταν! Κι αυτή η τόσο γνωστή μυρωδιά ερχόταν από εκείνο το ταπεινό λευκό λουλουδάκι που κρατούσαν στα χέρια τους;
Αυτό λοιπόν ήταν το αγιόκλημα; Τι παράξενος που είναι ο κόσμος σου Θεέ μου!
Κάποιος τον πίεζε στο στήθος, ενώ από κάπου ακούγονταν η σειρήνα ασθενοφόρου.
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον ενοχλούσαν. Ήταν η πρώτη φορά που αισθανόταν ευτυχισμένος, γιατί δεν τον άφηναν να το χαρεί;
Η σειρήνα ακούγονταν όλο και πιο κοντά, όμως εκείνος άκουγε μόνον την γλυκιά φωνή που είχε ακούσει και στο όνειρο του: “Εγώ ειμί το φως του κόσμου”!
Και δεν τον ένοιαζε πια να ακούσει ή να δει τίποτα περισσότερο!
Ζούσε πια στην καινούργια του πραγματικότητα, απ΄όπου το σκοτάδι έλειπε εντελώς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου