Από καιρό τον βασάνιζε κι αυτόν το εφηβικό σκίρτημα και το πρώτο του ερέθισμα ήταν η αδελφή του. Δεν υπήρχαν εξάλλου και πολλές άλλες ευκαιρίες στον περιορισμένο χώρο που ζούσαν.
“Κι ο Πετρής τι έκανε;”, ρώτησε δήθεν αδιάφορα.
”Πρέπει να του άρεσε κι αυτουνού”, απάντησε μετά από μικρό δισταγμό ο Αργύρης. “Σαν τρελός έφυγε από το σπίτι.”.
Σκοτείνιασαν τα μάτια του Δήμου.
“Μόνο κακό θα θέλει να της κάνει!”, φώναξε
οργισμένος. “Αυτός δεν αγαπάει κανέναν!”. Και κλώτσησε με μανία μια πέτρα που έπεσε στη λίμνη σχηματίζοντας στροβίλους στα λιμνάζοντα νερά. “Αν τολμήσει και πειράξει την Αναστασία, θα του σπάσω το κεφάλι!”, συνέχισε αγριεμένος , κραδαίνοντας μια μεγάλη πέτρα.Αγαπούσε πολύ τα αδέλφια του, εκτός ίσως από τον Πετρή. “Δεν είναι καλό παιδί”, είχε ακούσει την αδελφή της μάνας που ζούσε παντρεμένη στην Αθήνα, πέρσι που τους είχε επισκεφτεί. “Να τον προσέχεις”. Την ίδια ακριβώς γνώμη είχε κι αυτός, και τα λόγια της θείας του εδραίωσαν ακόμη περισσότερο αυτή την πεποίθηση.
Ο Αργύρης τον άκουσε συλλογισμένος. Τι κακό θα μπορούσε να κάνει ο Πετρής στην Αναστασία, και για ποιο λόγο; Να τις έδινε κανένα χαστούκι; Σάμπως και θα ήταν η πρώτη φορά; Συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια, όπως έλεγε κι ο πατέρας. Από τις σκέψεις και την ένταση τους έβγαλε ο Γιωργάκης που πλησίασε κοντά τους. Πάνω κάτω στην ηλικία του Αργύρη, ανιψιός του Κωσταντή και της Μαρουλίτσας. Κρατούσε κι αυτός στο χέρι την αυτοσχέδια σφεντόνα του.
“Πάμε να ρίξουμε κανένα;”, ρώτησε και ο Αργύρης έσπευσε να τον ακολουθήσει. Ο Δήμος παρέμεινε στη θέση του. “Μην ξεμακρύνεται”, τους προειδοποίησε. “Και κοιτάξτε μη σπάσετε κανένα τζάμι!”
.Μεγάλη Τετάρτη αργά το απόγευμα κατέπλευσε το ψαράδικο του Κωσταντή. Ολόκληρο σχεδόν το χωριό περίμενε στον μώλο μιας και όλο και κάποιον δικό τους είχαν στο τσούρμο. Από τους πρώτους κατέβηκε ο Νικολής και αφού φίλησε γλυκά την γυναίκα του αγκάλιασε ένα ένα τα παιδιά του.
“Είσαστε καλά παιδιά τώρα που έλειπα;”, τους ρώτησε καλοσυνάτα. Τα τρία παιδιά απάντησαν με ένα στόμα ναι. Μόνο ο Πετρής έμεινε αμίλητος περιμένοντας ανυπόμονα τη στιγμή που θα έβγαζε ο πατέρας το μάτσο με τα λεφτά και θα τους τα έδινε. Επέστρεψαν όλοι μαζί στο σπίτι και η Αναστασία έσπευσε να του βγάλει τα παπούτσια και να του φέρει τις παντόφλες, ενώ η Υπαπαντή του ετοίμασε τον καφέ.
“Δεν είχαμε και πολύ καλές ψαριές αυτή τη φορά”, παραπονέθηκε ο Νικολής ανάβοντας τσιγάρο. “Συγγνώμη παιδιά μου, αλλά λίγα χρήματα μπορώ να σας δώσω. Μάλλον δεν θα σας φτάσουν για καινούργια ρούχα. Να πάρετε παπούτσια τουλάχιστον”.
Η Αναστασία τον αγκάλιασε τρυφερά. “Μη νοιάζεσαι πατέρα. Περνάμε και με αυτά που έχουμε! Άλλη φορά που θα έχετε καλές ψαριές βλέπουμε!”.
Ο Πετρής φυσικά δεν είχε την ίδια γνώμη. Έριξε μια ματιά γεμάτη οργή στον πατέρα του.
“Εγώ πάντως χρειάζομαι οπωσδήποτε ρούχα!”, είπε άγρια. “Δεν μπορώ να κυκλοφορώ σαν λέτσος!”. “Πάρε και τα δικά μου λεφτά.”, πετάχτηκε πρόθυμα η αδελφή του. “Πιστεύω να φτάσουν, έτσι δεν είναι πατέρα;”.
Ο Νικολής αν ήταν άλλος άνθρωπος θα άστραφτε ένα χαστούκι στον αυθάδη γιο του. Όμως ανέκαθεν υπήρξε ήπιος και χαμηλών τόνων. Λίγο από τον χαρακτήρα του και πολύ περισσότερο από τις δημοκρατικές καταβολές της οικογένειας του. Ξεριζωμένοι οι γονείς του το ΄22 από τα άγια χώματα της Σμύρνης, με τα δυο αγόρια τους πέντε και ενός έτους, κατέληξαν μετά από πολλές δυσκολίες στο νησί. Άφησαν πίσω τους τεράστια περιουσία, και μόλις που κατάφεραν να διασώσουν μερικά τζοβαϊρικά και εκατό χρυσές λίρες. Με αυτή τη σερμαγιά αγόρασαν το μικρό οικόπεδο και έκτισαν τη μεγάλη κάμαρα. Εκεί κοιμόντουσαν, εκεί έτρωγαν, εκεί όλα. Δούλεψε χρόνια κι εκείνος στα καΐκια ώσπου μετά τον πόλεμο ο μεγάλος γιος έφυγε για τη Γερμανία και σε δυο χρόνια πήρε μαζί τους γονείς του. Ο Νικολής δεν θέλησε να ακολουθήσει, καθώς περίμενε το πρώτο παιδί τους, που έμελλε να είναι δυο! Σιγά σιγά έκτισε άλλο ένα μικρότερο δωμάτιο για να κοιμάται με τη γυναίκα του, και μια παράγκα για κουζίνα.
“Όχι κόρη μου”, απάντησε μετά από αρκετή ώρα αφού καταλάγιασε ο θυμός του. “Εσύ είσαι το κορίτσι και έχεις την περισσότερη ανάγκη. Αλλιώς πως θα τυλίξεις τον γαμπρό!”.
“Σε καλό σου πατέρα! Είμαι πολύ μικρή ακόμη! Έχουμε καιρό μπροστά μας!”, του απάντησε χαμογελώντας. Ο Πετρής βγήκε στην αυλή και χτύπησε την πόρτα πίσω του.
“Τι θα κάνουμε μ΄αυτό το παιδί!”, αναρωτήθηκε φωναχτά η Υπαπαντή. “Όσο πάει και γίνεται χειρότερος!”.
“Παιδί είναι θα στρώσει.”, απάντησε ο πάντα διαλλακτικός Νικολής, αν και δεν το πολυπίστευε. Είχε διακρίνει κι αυτός τον δύστροπο χαρακτήρα του, και την κακία που ξεχείλιζε από την ψυχή του. “Θα στρώσει”, επανέλαβε, πιο πολύ για να το πιστέψει ο ίδιος.
“Λοιπόν μικρή, το μεγάλο Σάββατο κατεβαίνουμε στη Χώρα να ψωνίσεις ότι θέλεις!”. Τα δυο μικρότερα αδέλφια παρακολουθούσαν όλη αυτή την ώρα αμίλητα. “Και εσείς θα αγοράσετε δυο υπέροχες λαμπάδες για το Πάσχα!”, τους είπε πρόσχαρα ο Νικολής. “Τις καλύτερες, μ΄ακούτε;”. Πέταξαν από τη χαρά τους τα αγόρια. Χρόνια είχαν να κρατήσουν όμορφη λαμπάδα την Ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου