ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 14η συνέχεια)

 Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα

“Δεν έχει και πολλά χρήματα”, προσπάθησε να τον δικαιολογήσει ο Νικολής, “μας παίρνει όμως συχνά τηλέφωνο. Αλλά είπαμε να έρθουμε μήπως χρειάζεται κάτι και ντρέπεται να μας το πει!”.

Η άχαρη κουβέντα τερματίστηκε με την παρέμβαση του Σπύρου. “Τέλειωνε γυναίκα, νύχτωσε πια και οι άνθρωποι θα είναι θεονήστικοι!”.

Με το που ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, ο Νικολής με τον Δήμο

ετοιμάστηκαν για το Πεντάγωνο. Ο Σπύρος προσφέρθηκε να τους πάει μιας και δεν ήταν και πολύ μακρυά από την δουλειά του.

Στις οκτώ περίπου βρίσκονταν στην πύλη. Ζήτησαν από τον Αλφαμίτη να ειδοποιήσει τον Πετρή, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Δεν ήταν συνηθισμένο να έρχονται συγγενείς για επίσκεψη στο επιτελείο και δεν είχε σκοπό να φάει καμιά καμπάνα. Ευτυχώς ο Αξιωματικός πύλης που του ανέφερε το περιστατικό ήταν πιο συγκαταβατικός. Αφού άκουσε πως έρχονταν από τόσο μακρυά, έδωσε εντολή να τους βοηθήσει.

Σε λίγα λεπτά ο Πετρής ήλθε κοντά τους. Είχε χαμηλωμένο το κεφάλι και μουρμούρισε μια καλημέρα μέσα από τα δόντια του. Ο Νικολής τον αγκάλιασε τρυφερά και τον φίλησε στο μάγουλο. Δύσκολο παιδί, αλλά παιδί του! Το αίμα νερό δεν γίνεται.

“Τι κάνεις αγόρι μου; Πως τα περνάς;”, τον ρώτησε με γλυκιά φωνή. “Καλά είμαι”, απάντησε κοφτά, θυμωμένος που τους έβλεπε ξαφνικά μπροστά του. Τον Νικολή κυρίως γιατί για τον μικρό έκανε άλλες σκέψεις. Τις γνωστές!

Κανόνισαν να βρεθούν το απόγευμα που είχε έξοδο και διανυκτέρευση, σε ένα ταβερνάκι κάτω από τον Λυκαβηττό που πήγαινε συχνά. Τους έδωσε τη διεύθυνση και γύρισε στην υπηρεσία του. Δηλαδή για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους στη λούφα του. Με τα ανύπαρκτα πνευματικά του προσόντα, αλλά με τα ιδιαίτερα επαρκή σωματικά είχε δημιουργήσει αρκετές συμπάθειες. Έτσι βρέθηκε κλητήρας στο δεύτερο γραφείο. Κάποιες αποστολές εγγράφων σε άλλα γραφεία, κανένας καφές στους αξιωματικούς, και αυτά ήταν όλα. Τα οικονομικά του πήγαιναν αρκετά καλά. Είχε μάθει κάτι λίγα οπό βαψίματα και τον προτιμούσαν αξιωματικοί και πολιτικό προσωπικό για τίποτα μερεμέτια. Εξάλλου πάντα υπήρχε και ο άλλος τρόπος που του απέφερε πολλά περισσότερα. Ο λοχαγός, του είχε νοικιάσει μια γκαρσονιέρα εκεί κοντά και έτσι δεν ξόδευε δραχμή πέρα από τη διασκέδαση του.

Τελευταία ο Ταξίαρχος του κλάδου που τον συμπαθούσε, του έκανε μια πρόταση. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε με απόσπαση στην ΚΥΠ και τον ήθελε κοντά του. Χρειάζονταν εκεί πράκτορες σε μικρή ηλικία για να τους ρίξουν ανάμεσα σε φοιτητές, γιατί υπήρχαν φήμες για αναταραχές στον χώρο της παιδείας. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία του είπε για επαγγελματική αποκατάσταση μετά τη θητεία του. Δεν του φάνηκε άσχημη ιδέα. Το καθεστώς είχε εδραιωθεί και μετά την αποπομπή του βασιλιά όλοι πίστευαν πως θα έμενε στην εξουσία για πάρα πολλά χρόνια. Ίσως και για πάντα! Γιατί λοιπόν να μην εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία για να αναρριχηθεί; Ο μόνος του ενδοιασμός είχε να κάνει με το παρελθόν του.

Δεν ήταν ότι καλύτερο και ασφαλώς θα το ανακάλυπταν τα τσακάλια των μυστικών υπηρεσιών Τότε ακόμη δεν ήξερε πως αυτό δεν ήταν και τόσο απαγορευτικό για το σκοτεινό κόσμο τους!


Η ατμόσφαιρα στην γραφική ταβέρνα δεν ήταν και η ιδανική, όσο κι αν προσπαθούσε ο Νικολής να σπάσει τον πάγο. Ο Πετρής απαντούσε μονολεκτικά στις ερωτήσεις του και αυτό όχι σε όλες. Για παράδειγμα σε ότι αφορούσε την προσωπική του ζωή και την οικονομική του κατάσταση παρέμενε σιωπηλός ανακατεύοντας ανόρεχτα το πιάτο του. Ώσπου ο Νικολής αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα.

“Δεν πιστεύω γιε μου να εξακολουθείς να κάνεις αυτά τα αισχρά που μου είπε η μάνα σου!”, πέταξε σαν βόμβα, αλλά αν ήλπιζε να αιφνιδιάσει τον Πετρή, έπεσε έξω! Την περίμενε την ερώτηση και ήταν προετοιμασμένος.

“Δεν ξέρω τι ακριβώς σου είπε”, απάντησε. “Πάντως μια φορά έγινε μόνο κι αυτό γιατί είχα ανάγκη τα λεφτά!”.

Με αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι με το κρασί και το ήπιε μονορούφι, αποφεύγοντας να τους κοιτάξει, τον Δήμο κυρίως, που ήταν ο μόνος που ήξερε πολλά παραπάνω. Έμειναν ως αργά το βράδυ χωρίς να αλλάξει κάτι δραματικά. Τυπικές κουβέντες που οι περισσότερες δεν εύρισκαν ανταπόκριση από τον Πετρή, που δεν έβλεπε την ώρα να τελειώνει με αυτή την αγγαρεία. Ζήτησαν τον λογαριασμό που πλήρωσε ο Νικολής δίχως να δεχτεί την χειρονομία του Πετρή να τους κεράσει.

“Εσύ τα χρειάζεσαι τα χρήματα, έχεις πολύ κανάλι ακόμα!”, του είπε βάζοντας του στην τσέπη μερικά χαρτονομίσματα.

Δεν έκανε τον κόπο να τον ευχαριστήσει καν. Τέτοιες ευαισθησίες δεν υπήρχαν στη δική του πραγματικότητα.

”Με ταξί θα κατέβετε; Υπάρχει πιάτσα στη Λεωφόρο.”, τους είπε καθώς έφευγαν.

“Με τι άλλο; με τα λεωφορεία θα μπερδευτούμε, δεν ξέρουμε και πολλά από την Αθήνα”, απάντησε ο Νικολής. “Και εσύ θα γυρίσεις πίσω;”

“Όχι τώρα, αργότερα”, είπε ψέμματα αφού θα κοιμόταν στην γκαρσονιέρα.”Θα κάνω καμιά βόλτα, ίσως και ένα ποτό και μετά. Αλήθεια Δήμο θέλεις να πάμε μαζί;”, πρότεινε δήθεν αδιάφορα.” Θα σε βάλω εγώ σε ταξί να γυρίσεις”. Ο Δήμος κοίταξε τον πατέρα με την ελπίδα να φέρει αντίρρηση. Είχε έλθει η ώρα που φοβόταν τόσο! Σκέφτηκε να αρνηθεί την πρόταση, όμως δεν είχε τη δύναμη να το κάνει. Ο εφιάλτης ξαναγύριζε και δεν μπορούσε ή μάλλον ακόμα χειρότερα, δεν ήθελε να τον σταματήσει!

“Να τον προσέχεις τον μικρό!”, τον συμβούλεψε ο Νικολής. “Και μην τον ξενυχτήσεις. Αύριο πρωί φεύγουμε για Τήνο”.

“Μην ανησυχείς, μια δυο ωρίτσες το πολύ. Έντεκα εντεκάμιση θα είναι σπίτι”.


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου