Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Δεν πρόκειται να σε πιέσω. Μου αρκεί που δεν με απορρίπτεις”!
Η Μαριγώ του χαμογέλασε και έτρεξε να χωθεί στο σπίτι. Μπερδεμένα αισθήματα την κυρίευαν. Της άρεσε ο Αριστείδης. Κάπως έτσι είχε ονειρευτεί τον άντρα που θα αγαπούσε. Όλα αυτά όμως πριν δει με άλλο μάτι τον πατέρα της. Όσο κι αν προσπαθούσε να ξεχάσει ότι συνέβη, το σοκ που δέχτηκε όταν κατάλαβε πως έκανε λάθος για τα αισθήματά του, την γέμιζε οργή. Και εξάλλου δεν ήταν σίγουρη πως είχε ξεπεράσει τα δικά της αισθήματα απέναντί του! Στην κουζίνα
η Βασίλαινα συζητούσε με τον άντρα της.“Το έσφαξες το αρνί”;
“Αύριο θα το σφάξω. Ο Αποστόλης λέει να το κάνουμε στη σούβλα. Ξέρει ο ανιψιός του απ΄αυτά. Είπα και της μάνας σου να έρθει”.
“Καλά έκανες, μην είναι κι αυτή μονάχη”!
Πίσω στην εκκλησία, η Καλλιόπη δεν μπορούσε να χωνέψει το ενδιαφέρον του Αριστείδη για την Μαριγώ. “Κοίτα που θα μας φάει τον παίδαρο η ξενέρωτη!”, μουρμούρισε όλο οργή. “Αμ δε, έχουνε γνώση οι φύλακες”!
“Ζηλεύεις πουλάκι μου;”, την πείραξε η Μαρίνα.
“Δε μας παρατάς και συ!”, τη αποπήρε και έφυγε θυμωμένη. Ταραγμένη πήρε το δρόμο για το σπίτι. “Θα σας δείξω εγώ ποια είναι η Καλλιόπη!”, μονολόγησε. “Σκυλάκι θα τον κάνω, να τρέχει από πίσω μου! Σιγά μη φοβηθώ αυτή την άσχετη”!
Ο ουρανός σιγά σιγά καθάρισε. Το απόγευμα πια γαλάζιος,, λαμπερός, σκέπαζε το χωριό. Γλυκό, ανοιξιάτικο ήρθε το σούρουπο. Η καμπάνα καλούσε τους πιστούς στην εκκλησία. Οι υπέροχες ψαλμωδίες της Μεγάλης Παρασκευής, ξεχύνονταν από τα μεγάφωνα, για όσους δεν χωρούσαν μέσα. Γύρω από τον επιτάφιο οι κοπέλες του χωριού, μικρές και μεγαλύτερες στέκονταν κρατώντας καλαθάκια γεμάτα ροδοπέταλα. Περίμεναν την ώρα να ψάλλουν τα Εγκώμια. Έθιμο παλιό στο χωριό που τηρείται με ευλάβεια χρόνια τώρα.
“Η ζωή εν τάφω, κατετέθεις Χριστέ”, άρχισε να ψάλλει με τη βραχνή του φωνή ο παπά Λευτέρης. Πήραν τη φάλτσα φωνή του τα κορίτσια και την μετουσίωσαν! Άγγελοι θαρρείς και υμνούσαν το νεκρό Θεό! Γλυκιές, καθάριες οι φωνές τους, ανέβαζαν τις μελωδίες στα ουράνια. Να ακούσει ο Χριστός, να απαλύνει ο πόνος των καρφιών και των αμαρτιών των ανθρώπων! Παρασυρμένη από την θαυμάσια ποίηση του μελωδού η Μαριγώ, ξέχασε για λίγο τα εγκόσμια που τη βασάνιζαν. Ξεχώριζε, όπως πάντα η φωνή της, αν και αυτή τη φορά δεν την έντυνε το θείο συναίσθημα όπως άλλες φορές. Κανείς δεν κατάλαβε τη διαφορά. Πολλοί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους, στο άκουσμα της φωνής της! Μέχρι κι ο Σπύρος ο ψάλτης, σπουδαγμένος στη βυζαντινή μουσική και καλλίφωνος όπως λένε όλοι, δεν τολμούσε να σιγοντάρει.
Φοβόταν να μπει ανάμεσα στις αγγελικές ψαλμωδίες. Ο Αριστείδης δεν είχε ποτέ πολλές σχέσεις με την εκκλησία. Άθεος ίσως όχι, αδιάφορος όμως σίγουρα. Τώρα στεκόταν κι αυτός μαγεμένος, κοιτώντας στα μάτια τη Μαριγώ, βυθισμένος στην έκσταση των στιγμών, για πρώτη φορά στη ζωή του. Η ακολουθία πλησίαζε στο τέλος της. Όλοι έτοιμοι για την περιφορά. Βγήκαν μπροστά οι λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα, που κρατούσαν τα αγόρια. Ο Βασίλης, όπως κάθε χρόνο, πήρε τον Σταυρό. Κανέναν άλλο δεν άφηνε από παλικάρι ακόμα. Η Καλλιόπη μάκρυνε από τις άλλες και πλησίασε τον Αριστείδη.
“Τι κάνεις;”, τον ρώτησε γλυκά.
“ Μια χαρά!¨, της απάντησε, “Συγχαρητήρια για την ωραία σου φωνή”!
“Ευχαριστώ! Σου άρεσε πραγματικά”;
“Πρώτη φορά ένοιωσα έτσι σε εκκλησία! Θέλω να με πιστέψεις. Κι η Μαριγώ όμως ψέλνει υπέροχα”! Ένα αγκάθι ζήλιας τρύπησε την καρδιά της. Ξέχασε την ιερότητα της στιγμής και τα βλέμματα των χωρικών.
“Καλή είναι.”, είπε στεγνά.
“Που είναι τώρα;”, ξαναρώτησε ο Αριστείδης. Ετοιμάζονταν να απαντήσει, όταν πρόσεξε τη μάνα της να της γνέφει αγριεμένη.
“Θα τα πούμε μετά”, του είπε βιαστικά.
“Θα έρθεις στην περιφορά, έτσι δεν είναι;”.
“Θα έρθω”.
Η Αγγελική άρπαξε την κόρη της από το μπράτσο.
“Δεν ντρέπεσαι λίγο!”, τη μάλωσε αυστηρά. Βγαίνει ο επιτάφιος και συ χαριεντίζεσαι με τον νεαρό! Να σε δει ο πατέρας σου κακομοίρα!”.
“Αει παράτα μας Αγγελική”, συλλογίστηκε η Καλλιόπη. “Κι αν με δει, θα με κάνει ντα!”.
“Που ήσουνα καλέ;”, τη ρώτησε η Δήμητρα σαν επέστρεψε κοντά τους.
“Όπου θέλω ήμουνα!”, απάντησε θυμωμένη. “Από πότε θα δίνω λογαριασμό, που πάω και τι κάνω;”. “Σιγά Καλλιόπη και παραπήρες φόρα μου φαίνεται!”, την έκοψε η Μαρίνα.
“Ησυχάστε πια!”, τους φώναξε με έντονο ύφος η Μαριγώ. “Όλο το χωριό σας ακούει!”. Σταμάτησαν τις κουβέντες γιατί σήμανε η καμπάνα, την έξοδο του επιταφίου. Αργά αργά κίνησε η πομπή, για να κάνει το γύρο του χωριού. Η μυρωδιά του λιβανιού, ανάμικτη με το άρωμα των λουλουδιών και τις φλόγες των κεριών, γέμιζε τη γλυκιά βραδιά κατάνυξη.
“Πως πάει μάνα;”, ρώτησε η Βασίλαινα τη γριά, που κούτσα κούτσα ακολουθούσε κι αυτή την περιφορά. “Δεν βαριέσαι κόρη μου!”, αποκρίθηκε. “Από εδώ και πέρα μαζεύω υπογραφές!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου