ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 13η συνέχεια)

Δείτε εδώ τα προηγούμενα

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Τις νύχτες που όλοι στο σπίτι κοιμόντουσαν, ο Δήμος ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια έφερνε και ξανάφερνε με τη φαντασία του τη Φροσούλα γυμνή δίπλα του. Και εκείνος να την χαϊδεύει και να την φιλάει παντού. Στα μάτια, στα χείλη, στο στήθος. Να εξερευνά το παρθένο της κορμί και να την κάνει δική του με έναν τρόπο που δεν θα την πλήγωνε, όπως είχε πληγώσει αυτόν η ζωώδης ορμή που τον είχε αντιμετωπίσει ο ίδιος του ο αδελφός!

Αυτή η θύμηση τον βασάνιζε. Η επιθυμία να

ξαναβρεθεί ερωτικά μαζί του είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Τώρα πια μόνο οργή ένιωθε για τον Πετρή και μια φοβερή αγωνία μήπως όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους, άφησαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην ψυχή και το σώμα του. Πόσο θα ήθελε να μοιραστεί τον πόνο του με κάποιον! Όμως και μόνο η σκέψη τον τρομοκρατούσε. Κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Και πως θα μπορούσε άλλωστε! Δεν είχαν βρεθεί πολλοί στη δική του θέση. Αν και η σχέση του με τον Θεό ήταν σχεδόν τυπική, αυτή τη νύχτα αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει μαζί του.

”Αν και Εσένα θα έπρεπε να ντρέπομαι περισσότερο από όλους, τελικά μόνο Εσύ μπορείς και πρέπει να με ακούσεις! Δεν χωράνε δικαιολογίες, Εσύ τα ξέρεις όλα όπως λένε! Έφταιξα, ίσως λιγότερο από τον αδελφό μου, πάντως έφταιξα! Σε ικετεύω, μην γίνει αυτό το έγκλημα αιτία να χάσω ότι αγαπώ τόσο πολύ!”.

Όταν τελείωσε αυτή την ιδιότυπη προσευχή ηρέμησε, και ένας ατάραχος ύπνος ήλθε να βάλει τέλος στις αναπολήσεις του.


Τον ξύπνησε η φωνή της Υπαπαντής που ζητούσε από τον Αργύρη να μην τσιμπολογάει το κρέας που μόλις είχε βγάλει από τον ξυλόφουρνο. Σάββατο σήμερα και το απόγευμα θα αρραβώνιαζαν την Αναστασία. Καλεσμένο στη χαρά τους όλο το χωριό και το φιλόξενο σπιτικό του Κωσταντή θα υποδέχονταν τους καλεσμένους.

Σηκώθηκε αργά και αφού έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του μπήκε στην κουζίνα. Ένας οργασμός δημιουργίας επικρατούσε παντού και όλα ήταν ανάστατα. Μόνο ο Νικολής δεν συμμετείχε και έπινε τον καφέ του στην αυλή. Έφτιαξε μόνος και τον δικό του, γιατί θα ήταν γαϊδουριά να το ζητήσει απ τις γυναίκες που είχαν τόσες δουλειές, και κάθισε δίπλα στον πατέρα.

“Την Δευτέρα θα κατέβω στην Αθήνα να βρω τον Πετρή και λέω να σε πάρω μαζί μου”, του είπε ο Νικολής, αφού ήπιαν τον καφέ τους.

“Μα νόμιζα πως ήταν στον Έβρο”, απόρησε ο Δήμος που δεν του φάνηκε καλή ιδέα να ξανασυναντήσει τον αδελφό του.

“Πήρα τηλέφωνο και μου είπαν πως πήρε μετάθεση στο επιτελείο. Αποφασίσαμε με τη μάνα σου να πάω και είπα να μην είμαι μόνος μου”.

Αναγκάστηκε να συμφωνήσει αν και η διαίσθηση του του έλεγε να μην το κάνει. Οι πληγές του έδειχναν να έχουν επουλωθεί, γιατί θα έπρεπε να ξαναματώσουν;

Δεν φοβόταν τόσο τον Πετρή μιας και θα ήταν μαζί με τον πατέρα, όσο τον εαυτό του.

Την αδυναμία του να διαχειριστεί αυτά που θα ένιωθε όταν τον συναντούσε μετά από τόσο καιρό.

Μπορεί προς το παρόν να είχε σβήσει από το μυαλό του η επιθυμία να βρεθεί μαζί του, όμως ακόμη δεν ήταν σίγουρος πως είχε ξεπεράσει το πάθος του. Βέβαια τώρα υπήρχε στη ζωή του η Φροσούλα που της έδινε νόημα και προοπτική και αυτό ήταν στα υπέρ του..

Από την άλλη, πως θα αντιδρούσε ο Πετρής; Αν εξακολουθούσε να του αρέσει το σεξ με άντρες, τότε υπήρχε πρόβλημα.

Σκέφτηκε πως ίσως οι φόβοι του να ήταν υπερβολικοί. Μετά από τόσους μήνες και με τη μεσολάβηση του στρατιωτικού μπορεί να είχαν επέλθει δραστικές αλλαγές στον χαρακτήρα του. Στο κάτω κάτω η Αθήνα δεν είναι κανένα χωριό και οι γυναίκες δεν είναι σπάνιο είδος όπως εδώ!

Κάπως ηρέμησε με αυτές τις σκέψεις αν και πολύ θα ήθελε να αποφύγει αυτό το ταξίδι.

Ευτυχώς το βραδάκι οι χαρές του αρραβώνα, το γλέντι που ακολούθησε, αλλά κυρίως η παρουσία της αγαπημένης του, τον έβγαλαν από τη δύσκολη πραγματικότητα.

Άμαθος όπως ήταν στο ποτό, δεν άργησε να έρθει στο κέφι. Και όπως ήταν αναμενόμενο δύσκολα άφηνε χορό που να μην τον χορέψει με τη Φροσούλα. Μετά βίας επέτρεψε σε δυο παλικάρια από τη Χώρα να χορέψουν μαζί της καναδυό χορούς.

“Λες να συμπεθερέψουμε παλιόφιλε!”, είπε γελώντας ο Κωσταντής, που δεν του διέφυγε η εκκολαπτόμενη σχέση.

“Μα είναι παιδιά ακόμη!”, αντέτεινε ο Νικολής. “Κι ο Δήμος μου είναι μικρότερος της”.

“Και τι μ΄αυτό Νικολή. Οι πρώτοι ή οι τελευταίοι θα είναι με διαφορά ηλικίας; Σάμπως και ο πατέρας μου τρία χρόνια μικρότερος δεν είναι από τη μάνα μου;”

Δεν είχε αντίρρηση για μια τέτοια εξέλιξη ο Νικολής, κάθε άλλο. Καλύτερο γάμο δεν μπορούσε να φανταστεί για τον γιο του. Όμορφη κοπέλα η Φροσούλα, καλό παιδί, και ο Κωσταντής όλα γι αυτήν τα προόριζε! Έλα όμως που ο μικρός δεν είχε μια σταθερή δουλειά και τον περίμενε και σε λίγο το στρατιωτικό. “Δε βαριέσαι”, συλλογίστηκε. “Ότι είναι να έρθει, θα έρθει!”.


Η αδελφή της Υπαπαντής η Γιώτα με τον άντρα της τον Σπύρο, καλοδέχτηκαν πατέρα και γιο. Όσο κι αν επέμενε ο Νικολής να πάνε σε ξενοδοχείο, δεν δέχτηκαν κουβέντα. Το σπίτι ήταν σχετικά μεγάλο και τώρα που τα παιδιά πήραν το δρόμο τους, υπήρχε αρκετός χώρος. Μόνο σαν έμαθε η Γιώτα το λόγο της άφιξης τους στην Αθήνα τα μάτια της σκοτείνιασαν. Είχε μάθει μέσες άκρες τα καθέκαστα από την αδελφή της και η άσχημη γνώμη που είχε για τον Πετρή, εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο. Δεν θέλησε να πει τίποτα για αυτά που ήξερε, γιατί είχε ορκιστεί στην Υπαπαντή να κρατήσει το μυστικό, όμως η οργή την έπνιγε. Η περιέργεια της δεν της επέτρεψε να μείνει για πολύ σιωπηλή.

“Μα καλά, τόσον καιρό δεν ήρθε καθόλου να σας δει;”, ρώτησε με υποκριτικό ενδιαφέρον.


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου