Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Μ΄αυτά κι αυτά θα αρχίσει η εκκλησιά και μεις θα είμαστε με τις νυκτικές ακόμα μάνα! Συμπάθα μας μπάρμπα, δυο λεπτά να ντυθούμε”.
”Έννοια σας, θα σας περιμένω να πάμε μαζί. Δεν ανοίγω σήμερα το μαγαζί. Ούτε θα το ξανανοίξω Μεγάλη Παρασκευή. Αρκετά τόσα χρόνια δε σεβάστηκα την ημέρα”!
Ντύθηκαν γρήγορα και ξεκίνησαν. Μπροστά η Μαριγώ και πίσω
οι δυο τους. Την έτρωγε τη Βασίλαινα η αγωνία για το όνειρο. Ένας φόβος που δεν μπορούσε να ελέγξει φώλιασε για τα καλά στην καρδιά της .”Εσύ Λουκά, πιστεύεις στα όνειρα”; ρώτησε χαμηλόφωνα.
“Τι να σου πω κυρά μου;” αποκρίθηκε, “άλλοτες βγαίνουν, μα τις πιο πολλές φορές προσπερνάνε! Αυτά που στέλνει ο Θεός βγαίνουν. Ξέρει ο Θεός το μέλλον και το προλέγει, μα στέλνει κι ο σατανάς όνειρα, ψεύτικα για να μας τρομάξει! Που να ξέρεις”!
“Σε καλό να βγει Παναγιά μου΄, ευχήθηκε η Βασίλαινα. Άναψαν τα κεριά τους κι αφού προσκύνησαν κάθισαν στις θέσεις τους. Διαβάστηκαν οι ώρες, τα ευαγγέλια κι έφτασε η στιγμή της αποκαθήλωσης. Ο παπά Λευτέρης κατέβασε το σώμα του νεκρού Χριστού και το απίθωσε σε μια γωνιά του ιερού. Ύστερα περιέφερε το σεντόνι και το ακούμπησε ευλαβικά στον επιτάφιο. Ένας ένας οι χωρικοί, πλησίασαν να προσκυνήσουν. Πλησίασε κι η Μαριγώ και έσκυψε να φιλήσει το ευαγγέλιο, από μιαν ανεξήγητη όμως αιτία, δεν μπόρεσε να ακουμπήσει τα χείλη της επάνω του. Προσπάθησε μάταια και δεύτερη φορά, ώσπου τελικά κατάλαβε πως ο Θεός δεν δεχόταν το φίλημά της!
Ένα συναίσθημα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει την κατέκλυσε. Φόβος ήταν; θυμός, απελπισία; Δεν ήξερε.
Βγαίνοντας από την εκκλησία, το μάτι της Καλλιόπης έπεσε στο νεοφερμένο ανιψιό του Αποστόλη. “Τι παιδί είναι αυτό Χριστέ μου”! Ποιος είναι καλέ αυτός ο κούκλος”!
“Ο άγγελος που φυλάει τον τάφο του Κυρίου”, είπε η Δήμητρα το ίδιο συνεπαρμένη.
Η Μαριγώ στο αντίκρυσμα του ξανάνιωσε εκείνη την ταραχή, που είχε νοιώσει τότε με τον πατέρα της.΄Ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά! “Καλημέρα κορίτσια, καλό Πάσχα”! τις χαιρέτησε ο Αποστόλης. “Από δω ο ανιψιός μου ο Αριστείδης”! Με μια προθυμία που δεν περνούσε απαρατήρητη, τον χαιρέτησαν όλες. Όταν έφτασε η σειρά της Μαριγώς, άπλωσε με δυσκολία το χέρι, μα φωνή δεν έβγαινε από το λαρύγγι της! “Η Μαριγώ που σου έλεγα”, έσωσε την κατάσταση ο Αποστόλης, “η κόρη του Βασίλη”. “Τι κάνεις Μαριγώ”; “Δόξα τω Θεώ”, κατάφερε να ψελλίσει, ενώ έτρεμε ολόκληρη. Μπήκανε θείος και ανιψιός να προσκυνήσουν, κι έμειναν έξω οι κοπελιές να κουτσομπολεύουν. “Σιγανοπαπαδιά!”, φώναξε η Καλλιόπη στη Μαριγώ. “Είχες τέτοιο κελεπούρι και μας το έκρυβες”!
“Δεν το ξέρω το παλικάρι, σήμερα το πρωτοβλέπω. Ήρθε να περάσει το Πάσχα με το θείο του”! “Κοίταξε τες τις λιμασμένες, θα τον φάνε με τα μάτια τους!”, την διέκοψε η Δήμητρα. Πραγματικά όλες οι γυναίκες που τύχαινε να τον συναντήσουν, δεν ξεκολλούσαν τα μάτια από πάνω του. Όλες! Νέες, μεσόκοπες, παντρεμένες!
“Να πηγαίνω εγώ”, είπε ξάφνου η Μαριγώ, καθώς πλησίαζαν προς το μέρος τους ο Αποστόλης με τον Αριστείδη.“Με περιμένουν πολλές δουλειές στο σπίτι”.
“Τι δουλειές;”, απόρησε η Δήμητρα, “δεν κάνουν δουλειές τέτοια μέρα”! Όμως η Μαριγώ είχε ήδη μακρύνει. Έτρεχε σχεδόν για να αποφύγει τη συνάντηση.
“Μαριγώ!, της φώναξε ο Αριστείδης και την ακολούθησε, αγνοώντας τις άλλες κοπέλες.
“Όλο ευγένεια κυρ Αποστόλη ο ανιψιός σου!”, είπε πικαρισμένη η Καλλιόπη.
“Συμπαθάτε τον κορίτσια, θα νομίζει πως έκανε κάτι που την πείραξε”!
”Και σάμπως δεν την πείραξε;”, συνέχισε η Καλλιόπη στο ίδιο ύφος, “Της έδωσε μια κατακούτελη, που είδε τον ουρανό σφοντύλι”! Ο Αποστόλης σήκωσε τα χέρια παραιτημένος. “Εσείς ξέρετε”, τους είπε καλοσυνάτα, “πάει καιρός που δεν αναγνωρίζω πια, τα σημάδια του έρωτα”! Η Μαριγώ ήθελε να σταματήσει, να ακούσει την φωνή του, να δει και πάλι τα μάτια του. Μα αντί γιαυτό, άνοιξε περισσότερο το βήμα της.
Πάλευαν μέσα της το συναίσθημα με την ντροπή αλλά και το φόβο. Την πρόλαβε λίγο πριν φτάσει σπίτι.
“Τι συμβαίνει Μαριγώ;”, τη ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια.” Τόσο απαίσιος είμαι που δεν αντέχεις ούτε δυο λεπτά κοντά μου;”.
”Κάθε άλλο¨, του απάντησε με μια ψυχραιμία που ξάφνιασε και την ίδια”.
“Τότε;”.
“Δεν υπάρχει τίποτα να σου εξηγήσω! Έχω άλλες προτεραιότητες από το να σαλιαρίζω με νεαρούς!”. Ο Αριστείδης έβαλε τα γέλια.
“Ώστε με θεωρείς έναν άμυαλο νεαρό, που δεν αξίζει να χάνεις τον χρόνο σου μαζί μου”;
“Δεν είπα ακριβώς αυτό! Απλά δεν έχω συνηθίσει το φλερτ, και μου φαίνεται σαν κάτι άγνωστο”. “Όλο κάποτε έχουν μιαν αρχή! Πολύ θα ήθελα να την κάνεις μαζί μου”!
“Δεν ξέρω, είμαι επιφυλακτική με τους ανθρώπους, και κυρίως με αυτούς που μπορεί να μην ξαναδώ ποτέ”!
“Αν το θελήσεις θα με βλέπεις όσο πιο συχνά γίνεται”!
“Μεγάλα λόγια, μόλις λίγα λεπτά με ξέρεις”!
“Λίγα λεπτά, που μου φαίνονται όμως σαν να σε ξέρω μια ζωή”!
“Άσε μου λίγο χρόνο! Είμαι άμαθη σου είπα σ΄αυτά”!
Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου