Από τότε που αρρώστησε η νονά του Αργύρη και έφυγε για την Αθήνα, ένα απλό άσπρο κερί κρατούσαν. Ο νονός του Δήμου, ήταν πιο φτωχός κι από τους ίδιους και έτσι ήταν αδύνατο να μπει σε τέτοια έξοδα. Πρωί πρωί θα ανέβαιναν στον Πύργο για να διαλέξουν τις ομορφότερες!
Ο Πετρής αφού περιπλανήθηκε άσκοπα κάμποση ώρα, κατέληξε στο ακρωτήρι, απέναντι από τον Πλανήτη, το μικρό νησάκι στην είσοδο του όρμου. Άναψε το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Τίποτα δεν του έλεγαν οι γιορτές, αν εξαιρέσεις πως
ήταν οι μοναδικές ημέρες που έτρωγε σαν άνθρωπος. Όμως τώρα μεγάλωσε και αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ήθελε λεφτά για τσιγάρα, για κανένα καφέ, για ρούχα. Να δουλέψει, ούτε που του περνούσε απ το μυαλό! Ούτε εργάτης στα χωράφια, ούτε βέβαια ναυτικός. Τα εύκολα λεφτά τον ενδιέφεραν και αυτά δεν βγαίνουν δουλεύοντας σαν σκύλος! Ήξερε που θα τα βρει και δεν θα αργούσε να το κάνει! Ύστερα έπρεπε να βρει τρόπο να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορμές. Μέχρι τώρα έβρισκε ανακούφιση μόνος, από το Σάββατο όμως οι ανάγκες του πήραν πιο συγκεκριμένη μορφή. Πως θα ήταν αλήθεια αν χάιδευε το αντικείμενο του πόθου του; Και αν ακουμπούσε το ερεθισμένο του όργανο στη μαλακή σάρκα; Η ιδέα τον τρέλαινε! Θα το δοκίμαζε ο κόσμος να χαλάσει και με οποιοδήποτε κόστος! Ξανάφερε στο νου του τη σκηνή με την Αναστασία γυμνή ακουμπισμένη στο τραπέζι, και τον εαυτό του να πλησιάζει για να την αγγίξει. Αυτομάτως η ερωτική του έξαψη υποχώρησε. Όχι γιατί ήταν αδερφή του, τέτοιες αναστολές δεν είχε! Αλλά γιατί ήταν γυναίκα, και τίποτα γυναικείο δεν τον συγκινούσε. Καινούργιες φαντασιώσεις έκαναν την εμφάνιση τους πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Περίεργες,,που όμως ξανάναψαν τον πόθο του. Αυτό ήταν! Τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει!Ο Κωσταντής αυτό το Μεγάλο Σάββατο ξύπνησε νωρίς. Είχε νοσταλγήσει έναν καφέ στην αυλή του, που σπάνια είχε την ευκαιρία να απολαύσει. Κάθισε στην ξύλινη καρέκλα, άναψε τσιγάρο και άνοιξε τη χτεσινή εφημερίδα. Το μάτι του έπεσε στην τραγική είδηση: “Το αμερικανικό υποβρύχιο Θρέσερ βυθίζεται αύτανδρο στη θάλασσα, με απολογισμό 129 νεκρούς.”. “Κρίμα τόσες ψυχές μουρμούρισε με απόγνωση. “Καταραμένη θάλασσα!”. Ύστερα έριξε μια ματιά στις εσωτερικές ειδήσεις. Μια από αυτές του τράβηξε την προσοχή: “Στις οκτώ Απριλίου άρχισαν οι επίσημες συνομιλίες για την εισδοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (CECA).”. “Άντε επιτέλους,!, συλλογίστηκε με ικανοποίηση. “Καιρός να γίνουμε και μεις Ευρωπαίοι!”.
Ένας πόνος στην κοιλιά τον ανάγκασε να σηκωθεί, για να πάει στην τουαλέτα.”Τι κακό είναι αυτό με το που πιω μια γουλιά καφέ!”, χαμογέλασε και έτρεξε βιαστικά μην συμβεί κανένα απρόοπτο.
Ο Πετρής ανασήκωσε με προσοχή το κεφάλι λίγο πάνω από τη χαμηλή μάντρα. Με το που μπήκε ο Κωσταντής σπίτι πήδηξε σαν αίλουρος και με γρήγορες κινήσεις πλησίασε το τραπεζάκι, Άνοιξε το πορτοφόλι, χούφτωσε όσα χαρτονομίσματα πρόλαβε και αστραπιαία ξαναπήδηξε τη μάντρα και έτρεξε προς το σπίτι.
“Εμπα να κάνεις μπάνιο”, του φώναξε η μάνα σαν τον είδε. “Εσύ κι ο Δήμος μείνατε, ο μικρός έκανε πριν λίγο. Άντε γιατί πρέπει να πάω και στου Κωσταντή”.
Του ετοίμασε το νερό, έφερε καθαρή πετσέτα και βγήκε από την κουζίνα. Ο Πετρής έκρυψε πρόχειρα τα λεφτά κάτω από το στρώμα και αφού γδύθηκε μπήκε στη σκάφη. Έξω στη μικρή αυλή τα δυο μικρά καμάρωναν τις καινούργιες τους λαμπάδες. Η Υπαπαντή τους τις πήρε από τα χέρια.
“Θα τις σπάσετε και δεν θα έχετε το βράδυ.”, τους προειδοποίησε και μπήκε στην κάμαρα να τις φυλάξει. Ύστερα φώναξε τον Δήμο να ετοιμάζεται κι αυτός για μπάνιο. Όταν ζεστάθηκε το νερό, άδειασε το παλιό που είχε κάνει μπάνιο ο Πετρής και αφού ξέπλυνε τη σκάφη τη γέμισε και πάλι.
“Έλα και συ να τελειώνω”, είπε. “Με περιμένουν οι άνθρωποι και έχουν τόσες δουλειές!”.
“Μόνος μου θα κάνω”, επέμεινε ο Δήμος. “Ντρέπομαι να με βλέπεις”.
Η Υπαπαντή χαμογέλασε άθελα της. Δίκιο είχε ο μικρός! Κοτζάμ άντρας έγινε πια.
“Εντάξει τότε”, του είπε τρυφερά. “Μόνο κοίτα μη γεμίσεις τον κόσμο νερά!”, και κίνησε για τη δουλειά.
Ο Δήμος μπήκε στη σκάφη και σαπουνίστηκε καλά. Σηκώθηκε όρθιος και ξέβγαλε με το κανάτι το κεφάλι του.
“Κάτσε να σε βοηθήσω να πλυθείς”, άκουσε πίσω του τη φωνή του Πετρή που έβγαινε βραχνή από την ταραχή του. Την ίδια και περισσότερη από όση είχε όταν είδε την Αναστασία. Πήρε το κανάτι και άρχισε να του ρίχνει νερό στην πλάτη. Με το πρόσχημα πως απομακρύνει τις σαπουνάδες κατέβαζε το χέρι όλο και περισσότερο μέχρι που έφτασε στους γλουτούς. Ένοιωθε έτοιμος να εκραγεί!΄
Αυτή η αίσθηση με την επαφή της μαλακής σάρκας,του ήταν εντελώς πρωτόγνωρη, και οι ανάσες του έγιναν γρήγορες και βαριές. Απονήρευτος ο Δήμος δεν παρεξήγησε την επιμονή του αδελφού του στο συγκεκριμένο σημείο του κορμιού του.
“Κρυώνω”, είπε απλά και πήρε την πετσέτα να σκουπιστεί. “Έχεις ακόμη σαπουνάδες”, ψέλλισε ξαναμμένος ο Πετρής, και συνέχισε να τον χαϊδεύει όλο και πιο ξεδιάντροπα, ενώ έτρεμε ολόκληρος από τον πόθο. Αν δεν έμπαινε εκείνη τη στιγμή ο Αργύρης κανείς δεν ξέρει που θα κατέληγε ο ερωτικός παροξυσμός του Πετρή. Έφυγε σαν κυνηγημένος και μπήκε στην κάμαρα. Πήρε τα λεφτά από το στρώμα και βγήκε. Αδύνατον να καταλαγιάσει τις ορμές του! Το κεφάλι του βούιζε, όμως αυτό ήταν το λιγότερο από ότι του συνέβαινε. Τα γεννητικά του όργανα πονούσαν φοβερά από την ανολοκλήρωτη επιθυμία, Αυτή τη φορά ούτε ο μοναχικός δρόμος της αυτοϊκανοποίησης θα του έδινε λύση. Το πρόβλημα ήταν στο μυαλό του και τίποτα δεν θα ανακούφιζε το αρρωστημένο του πάθος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου