ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 9η συνέχεια)

Δείτε εδώ τα προηγούμενα

Του τα διηγήθηκε όλα ο Μανόλης με κάθε λεπτομέρεια. 

 “Κύριε ελέησον”, μουρμούρισε,””Μήτε παπάς μήτε άγγελος γλυτώνει από τα χαστούκια της μοίρας”! Ύστερα γύρισε η κουβέντα στα καθημερινά τους. Τις δουλειές, τα ζώα. Τέλος έριξε ο Μανόλης το θέμα που τον έκαιγε. 

“Η κυρά Φωτεινή, δεν τη βγάζει”, του είπε , Μέρα με τη μέρα την

περιμένουμε.

Ήξερε πως τη συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτή τη γυναίκα ο Βασίλης και προσπάθησε να τον συγκινήσει. Του μίλησε για την αρρώστια της, το πως την τρώει ώρα με την ώρα. Λύγισε ο Βασίλης, την συμπόνεσε! 

 “Αμάν Μανόλη, μου μαύρισες την ψυχή”! 

 “Και η δική μου η ψυχή μαύρη είναι! Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι”! 

 “Σαν τι”; 

 Πιάστηκε από το ενδιαφέρον του ο Μανόλης και του το έφερε απέξω απέξω. 

 “Κάποιον να βρίσκαμε να την προσέχει. Λίγες μέρες της μείνανε, μπορεί και ώρες”! 

 “Καλά τα λες”, συμφώνησε, “μα έχεις τίποτα στο νου σου”; 

 “Έχω! Τη Μαριγώ”! 

 Τινάχτηκε ξαφνιασμένος . 

 “Είσαι καλά ξάδερφε! Κορίτσι πράγμα να το στείλω φάτσα με τον θάνατο”! 

 “Ψυχικό θα κάνετε! Κι αυτά μέσα στη ζωή είναι! Ύστερα, αν το θέλει κι η ίδια”! 

 Έσκυψε το κεφάλι ο Βασίλης, δεν μπορούσε να αποφασίσει. Πάλι δεν του πήγαινε να αρνηθεί. Να την αφήσει μονάχη τούτες τις τελευταίες της ώρες! 

 “Άλλος δεν υπάρχει να βοηθήσει”; έκανε μια τελευταία προσπάθεια. 

 “Ποιος; Βρίσκεις άλλονε”; 

 Δεν έβρισκε, το αποφάσισε.

”Ας είναι”, υποχώρησε, “μα μόνο αν το θέλει κι η Μαριγώ”! 

 “Ούτε λόγος! Μπράβο ρε Βασίλη, να συγχωρεθεί η μανούλα σου”!



Η μέρα του Ευαγγελισμού ξημέρωσε συννεφιασμένη. Ένας βαρύς, μουντός ουρανός σκέπαζε το χωριό. Λυσσομανούσε ο Βοριάς, κι έκανε τα λιγοστά δέντρα να λυγίζουν ως τα κάτω. Η Μαριγώ σηκώθηκε νωρίς κι αφού συμμάζεψε το σπίτι,έκανε ένα γρήγορο ντους και ετοιμάστηκε για το σπίτι της κυρά Φωτεινής. Βάρυνε από χτες το απόγευμα και ο γιατρός που φώναξαν, σήκωσε τα χέρια. “Ο Θεός ξέρει”, τους είπε,”σήμερα- αύριο, πάντως ζωή δεν έχει”! Της έκανε μιαν ακόμα ένεση για τους πόνους. Αργά το βράδυ έπεσε σε κώμα. Στέρεβαν οι ώρες της! Η Βασίλαινα μπήκε εκείνη την ώρα στο σπίτι. Κάθισε μαζί με δυό τρεις άλλες γυναίκες να συμπαρασταθούν στην άρρωστη, αλλά κυρίως στο Λουκά. 

 “Μέγας είσαι Κύριε! Χειμώνιασε πάλι”! Κι ύστερα γυρνώντας στη Μαριγώ: “Σηκώθηκες μάτια μου”; Η Μαριγώ την αγκάλιασε τρυφερά. 

 “Χρόνια πολλά μανούλα”! 

 “Σε ευχαριστώ παιδί μου”! 

 “Πως είναι”; τη ρώτησε αν και ήξερε την απάντηση. 

 “Πως να είναι; αποθαμένη, μα δεν το παραδέχεται! Ήρθε κι ο παπάς και την κοινώνησε”. 

 Η Μαριγώ κίνησε να φύγει με την καρδιά βαριά! 

 “Κάνε κουράγιο καλή μου”! Άγριος ο θάνατος, μα μην σκιαχτείς! Θα έρθω και εγώ μετά τη Λειτουργία”. 

 Πήρε τον δρόμο με την ψυχή μαύρη, σαν τον ουρανό από πάνω της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον θάνατο. Δυο φορές ακόμα τον είδε από κοντά. Της γιαγιάς πρώτα, της μάνας του πατέρα, που πέθανε πενήντα οκτώ χρονών από εγκεφαλικό, κι ύστερα τέσσερα χρόνια αργότερα, του παππού από τη μεριά της μητέρας. Όμως και οι δυό πέθαναν στο νοσοκομείο στη Σύρα. Έτοιμους τους έφεραν κατευθείαν στην εκκλησία. Τούτη τη φορά όμως ήταν αλλιώς! Ο θάνατος φτερούγιζε γύρω από το κρεβάτι, τον ένιωθες, έπαιζε με τους επισκέπτες, λες και τους κορόιδευε, όπως κι εκείνοι τον κοροϊδεύουν στα γλέντια τους! Παρακάλεσε την Παναγιά να την βρει πεθαμένη. Έτρεμε στη σκέψη να πεθάνει στα χέρια της! 

Έφτασε στο σπίτι και μπήκε στη μικρή αυλή. Ο σκύλος ο Μαυρίκος μήτε που κουνήθηκε από τη θέση του, όπως τις άλλες φορές που της έκανε χαρές. Ένοιωθε κι αυτός θαρρείς, το κρύο χέρι του χάρου να χαϊδεύει το σπιτικό. Βρήκε το Λουκά ξενύχτη, με κόκκινα τα μάτια. Θες από την αγρύπνια, θες από το κλάμα. Καθόταν στην κουζίνα και κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. 

“Ήρθες παιδί μου;”, της είπε κουρασμένα, 

 “Ήρθα, καλημέρα μπάρμπα”! 

 “Καλημέρα;”, χαμογέλασε πικρά, “όχι και τόσο, μα πάλι να μου πεις, η καλημέρα του Θεού είναι”! 

 Η Αργυρώ ξεπρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας, που οδηγούσε στο δωμάτιο της άρρωστης.


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου