Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Πήρε με αργά βήματα το δρόμο για τον Πύργο. Ήθελε να αγοράσει τσιγάρα και στο χωριό το απέφευγε, πόσο μάλλον που θα έδινε ολόκληρο πενηντάρικο. Ένα από τα τρία που άρπαξε του Κωσταντή. Πάντως δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα, γιατί ο πατέρας πολύ σπάνια ανέβαινε στον Πύργο, και πάντα ο ίδιος του αγόραζε τσιγάρα.
Ο Κωσταντής αναστατωμένος μετρούσε και ξαναμετρούσε τα λεφτά στο πορτοφόλι του. Του έλειπαν
αρκετά, αν και δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσα ακριβώς. Σίγουρα όμως θυμόταν περισσότερα πενηντάρικα. Το ποσόν μπορεί να μην ήταν υπερβολικό, αλλά θεωρούσε μεγάλη γρουσουζιά να χάνονται πράγματα μέσα στο ίδιο του το σπίτι! Κανείς ξένος δεν μπήκε σήμερα σπίτι, και η γυναίκα του και η Φροσούλα η ψυχοκόρη του ήταν υπεράνω υποψίας. Ή μήπως όχι; Την φώναξε κοντά του και με όσο πιο διακριτικό τρόπο μπορούσε την ρώτησε.Η Φροσούλα τον κοίταξε με κάποιο φόβο. Από το παράθυρο της κουζίνας είχε δει τον Πετρή να σκαρφαλώνει τη μάντρα και να ψάχνει το πορτοφόλι. Δεν θα το αποκάλυπτε όμως όσο κι αν αγαπούσε τον Κωσταντή, και όσο κι αν φοβόταν πως οι υποψίες θα στρέφονταν πάνω της. Τον καλόβλεπε τον Πετρή! Ένα χρόνο την περνούσε και αν και δεν της έδινε καμία σημασία, αυτή τον συμπαθούσε πολύ. Κάπου στο βάθος του μυαλού της ονειρευόταν πως μια μέρα θα γινόταν άντρας της. Και ο Δήμος της άρεσε αλλά της έπεφτε λίγο μικρός.
“Δεν έχω ιδέα πατέρα.”, του απάντησε τελικά. “Ήμουν στην κουζίνα και ετοιμάζαμε με τη μάνα τα κουλουράκια για το φούρνο”.
Ο Κωσταντής δεν επέμεινε άλλο. Από τριών χρονών την είχαν κοντά τους μετά τον θάνατο του πατέρα της σε ναυάγιο στη Μαύρη θάλασσα. Ορφανή και από μητέρα που πέθανε στη γέννα, κατέληξε στην αδελφή του πατέρα της, που όμως είχαν τρία δικά τους παιδιά, και δεν τα έφερναν βόλτα. Αποφάσισαν με την γυναίκα του, να την πάρουν μαζί τους, μιας και δικά τους παιδιά δεν αξιώθηκαν. Δεν την υιοθέτησαν ποτέ, αν και πάντα το είχαν στο νου τους.
Την κηδεμονία της είχαν η θεία με τον άντρα της και αυτό, μαζί με κάποιες σπάνιες επισκέψεις, ήταν η μόνη συμμετοχή τους στην ανατροφή της. Κάκισε τον εαυτό του και μόνο που σκέφτηκε πως θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο! “Κάπου θα μου παράπεσαν”, απολογήθηκε. “Θα ψάξω να δω”. Μπήκε πάλι στο σπίτι και αφού καλημέρισε την Υπαπαντή που μόλις έμπαινε κίνησε για το καφενείο.
Ο Πετρής μπορεί να πλήρωσε τα τσιγάρα, όμως δυό χούφτες καραμέλες και τρεις χαλβαδόπιτες πρόλαβε να τις χώσει βιαστικά στις τσέπες του! Περιπλανήθηκε για λίγο στα γραφικά σοκάκια. Οι μυρωδιές από τα καλούδια που ψήνονταν στον μοναδικό φούρνο, έσπαζαν την μύτη! Άνοιξε μια χαλβαδόπιτα και την μασούλησε με ικανοποίηση. Αν τον έβλεπε η μάνα του θα της ερχόταν ταμπλάς! Υποτίθεται πως νήστευε και τη νύχτα θα κοινωνούσε. Τέτοια προβλήματα ο Πετρής δεν είχε! Έκανε ότι ήθελε και λογαριασμό δεν έδινε σε κανένα. Ούτε σε Θεό ούτε και σε ανθρώπους!
Δυο τρία χρονάκια να ενηλικιωθεί και μην τον είδατε! Δεν το είχε σκοπό να βαλτώσει εδώ.
Η Αθήνα τον περίμενε και αυτό ήταν το μεγάλο του όνειρο. Υπήρχε βέβαια και ο στρατός, άλλο μανίκι, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Θα το υπέμενε κι αυτό και ύστερα θα ζούσε τη ζωή του! Άναψε τσιγάρο και πήρε το δρόμο για την επιστροφή. Δυο γεροντάκια που έπιναν τον καφέ τους στην πλατεία, κούνησαν με αποδοκιμασία το κεφάλι.
“Αμούστακο παιδί και να καπνίζει!”, μονολόγησε ο γεροντότερος. “Α, ρε κατακαημένε Νικολή μπουμπούκι που έβγαλες!”.
Γύρισε και τους κοίταξε ειρωνικά. “Αντέστε στο διάολο κωλόγεροι”, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Λίγο πιο κάτω τέσσερα αγοράκια έπαιζαν κρυφτό. Τα γυμνά τους πόδια που δεν κάλυπταν τα κοντά τους παντελονάκια, ερέθισαν τις ανώμαλες ορέξεις του Πετρή. Να μπορούσε να ξεμονάχιαζε κανένα στην ερημιά και ύστερα ότι ήθελε ας γίνει! Το ξανασκέφτηκε και το μετάνοιωσε αμέσως! Τον ήξεραν όλοι και θα κατέληγε στο αναμορφωτήριο. Μέχρι να φτάσει στο χωριό κάπνισε πέντε τσιγάρα προσπαθώντας να καταλαγιάσει τον πόθο του. Πράγμα που δεν κατάφερε! Με τεντωμένα τα νεύρα μπήκε στην κουζίνα. Κανείς άλλος δεν ήταν σπίτι. Τα μικρά κάπου θα έπαιζαν και ο Νικολής με την Αναστασία ήταν στη Χώρα για τα ψώνια. Κοίταξε με περιφρόνηση το παλιό μπλε σκούρο κοστούμι που του είχε κρεμάσει η μάνα για το βράδυ και ορκίστηκε στον εαυτό του, πως θα πουλούσε και την ψυχή του στο διάβολο, φτάνει να γίνει πλούσιος! Πολύ πλούσιος!
Η Πασχαλιά ξημέρωσε ηλιόλουστη, αλλά το ελαφρύ βοριαδάκι που σπάνια λείπει από την Τήνο, δεν άφηνε τον καιρό να ζεστάνει.
Στο σπιτικό του Κωσταντή οι ετοιμασίες για το μεσημεριανό τραπέζι έχουν αρχίσει από νωρίς. Το αρνάκι μπήκε στον ξυλόφουρνο, και τα υπόλοιπα κρέατα-μπριζόλες, συκωταριές, μπιφτέκια- περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους.
“Λοιπόν Νικολή τι λες, δεν ήρθε η ώρα να ανάψουμε τη φωτιά;”, ρώτησε ο Κωσταντής. “
'Έτσι νομίζω φίλε, δέκα κοντεύει η ώρα”, απάντησε πίνοντας την τελευταία γουλιά του καφέ του.
Η Αναστασία με την Φροσούλα στην κουζίνα καθάριζαν τις πατάτες και οι δυο γυναίκες έκοβαν τα μαρούλια και τα κρεμμυδάκια για τις σαλάτες. Μόνο τα τρία αγόρια κάθονταν άπραγα, περιμένοντας ανυπόμονα να έρθει η ώρα του φαγητού. Ο Πετρής καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Οι ερωτικές του ορμές έκαναν τα μηνίγγια του να κτυπάνε τόσο δυνατά που φοβόταν μην τα ακούνε οι άλλοι και ο ερεθισμός του δύσκολα μπορούσε να κρυφτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου