Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
“Μαριγώ, φύγε κορίτσι μου”, της είπε μαλακά, “δεν χρειάζεται να μείνεις και συ”!
“Όχι θα μείνω”! Επέμεινε.
“Τελειώνει κοπέλα μου”, μπήκε στη μέση ο Λουκάς, “γιατί να είσαι μπροστά, κορίτσι πράγμα! Δυό γυναίκες είναι μέσα, θα έρθουν κι άλλες όπου νάναι. Δεν θα είναι μόνη”! Και τον πήραν πάλι τα κλάματα.
Η Μαριγώ μπήκε στο δωμάτιο αναποφάσιστη. Βαριά
ανάσα σαν βρόγχος, έβγαινε από το στόμα της ετοιμοθάνατης. Αγριεύτηκε! Θέλησε να το βάλει στα πόδια! Η Αργυρώ της έβρεχε το μέτωπο με μια πετσέτα μουσκεμένη στο νερό. Δίπλα καθισμένη στην καρέκλα, η Αγγελική, η μάνα της Καλλιόπης, ίσα που κρατούσε ανοικτά τα μάτια της.”Κι αυτός ο παλιόκαιρος”, είπε ξάφνου η Αργυρώ για να σπάσει την παγωμάρα, “να δεις που δεν θα έρθει καράβι σήμερα”!
“Κι ο Μάρκος”; ρώτησε η Αγγελική που πάσχιζε να μην την πάρει ο ύπνος “Σήμερα δεν είναι νάρθει μαθές”;
“Σήμερα”. Αποκρίθηκε η Αργυρώ, “Λες να την προλάβει”; ρώτησε γυρνώντας προς τη Μαριγώ.
”Ο Θεός ξέρει! Ίσως αυτόν περιμένει και δεν φεύγει”! “
Του αλλουνού, του μικρού δεν του μηνύσανε”, ξανάπε η Αργυρώ, “μεσοπέλαγα είναι, γιατί να τον ταράξουν; άμα πιάσει λιμάνι του το λένε”!
Η Μαριγώ δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Σαν να την κατάλαβε η Αγγελική.
“Σύρε στο καλό κοπέλα μου! Εμείς τον ξέρουμε τον θάνατο, τον συνηθίσαμε! Άντε να χαρείς”! Τρεις δικούς της έθαψε μέσα σε δύο χρόνια. Πεθερό, πεθερά και πατέρα! Πραγματικά τον είχε γνωρίσει καλά το χάρο! “
"Τότε αφού είναι έτσι, ας πηγαίνω. Θα περάσω από την εκκλησιά να ανάψω ένα κερί, να την αναπαύσει ο Θεός”.
“Στο καλό”! Της απάντησαν και οι δυό. Χαιρέτησε τον μπάρμπα Λουκά, έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο.
“Κουράγιο”, του είπε με φωνή σβησμένη από την συγκίνηση,” κουράγιο”! Εκείνος δεν μίλησε, μόνο της χάιδεψε τα μαλλιά και την χτύπησε στην πλάτη Τρέχοντας σχεδόν, βγήκε στο δρόμο. Ο κρύος αγέρας τη συνέφερε κάπως. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται το θάνατο, μα ήταν αδύνατο. Το μυαλό της γυρνούσε αδιάκοπα, στο ξαπλωμένο κουφάρι της κυρά Φωτεινής. Μέχρι χτες ακόμα ήταν ζωντανή. Πονούσε, υπέφερε, μα ήταν ζωντανή! Και μέσα σε λίγες ώρες, έγινε ένα με το κρεβάτι. Το μόνο που την χώριζε από τον θάνατο, ήταν μια μηχανική ανάσα, που με τίποτα δεν μπορείς να την πεις ζωή!
Ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας, σταυροκοπήθηκε μπροστά στο εικόνισμα της Αγίας. Και σκύβοντας προσκύνησε τη γεμάτη τάματα εικόνα Της. “Άγια Μαρίνα μου”, παρακάλεσε, “ανάπαψέ την”!
Η Καλλιόπη της έγνεψε να πάει κοντά της.
“Καλημέρα' της είπε σιγανά, “να χαίρεσαι τη μητέρα σου”!
“Ευχαριστώ”! Της αποκρίθηκε το ίδιο χαμηλόφωνα.
“Στη γριά ήσουνα”;
“Ναι”.
“Τι έγινε; έμαθα πως στοίχειωσε και δε λέει να πεθάνει”!
Ήταν έτοιμη να συνεχίσει την κουβέντα, αλλά τη σταμάτησαν τα επιτιμητικά βλέμματα των χωρικών. Η Μαριγώ στενοχωρήθηκε με τα λόγια της Καλλιόπης. Αυτό το κορίτσι ποτέ δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο εαυτός της. Παρ΄όλα αυτά την αγαπούσε. Ήταν η καλύτερη της φίλη! Κατά βάθος είχε καλή ψυχή, μόνο που ήταν πολύ επιπόλαιη.
Η λειτουργία έφτανε στο τέλος, κάμποσοι πιστοί μαζεύτηκαν μπροστά στην ωραία πύλη, για να μεταλάβουν. Βγήκε ο παπάς κουρασμένος, με το δισκοπότηρο στο χέρι. “Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, προσέλθετε”! Κοινώνησαν με τάξη και ο παπάς έκανε απόλυση. Πήραν οι κοπέλες αντίδωρο από το χέρι του και βγήκαν από την εκκλησία. Ήρθαν κι η Μαρίνα με τον Θανάση. Ευχήθηκαν και τα αδέλφια για τη γιορτή της μάνας.
“Ευχαριστώ παιδιά”, απάντησε.
“Γιορτάζει κι ο Βαγγέλης σήμερα. Ξέρεις, ο Ντούζος ο συμμαθητής μας”!
“Ναι”, απάντησε η Μαριγώ, “δώστε του τις ευχές μου”!
“Μας κάλεσε στη γιορτή του”, πετάχτηκε η Μαρίνα. “Είπε να σε πάρουμε μαζί! Θα μας κατεβάσει ο πατέρας μου με το ταξί, κι ύστερα θα έρθει κατά τις δύο να μας πάρει”! “Θα έρθεις λοιπόν, έτσι δεν είναι”; τη ρώτησε με ενδιαφέρον η Καλλιόπη.
Η Μαριγώ στάθηκε λίγο να σκεφτεί. Όχι πως ήθελε να πάει, μιας και όλα αυτά τα πάρτι τα έβρισκε βαρετά! Μόνο που φοβόταν πως θα άρχιζαν πάλι τα ειρωνικά σχόλια! Μονόχνοτη, σπασίκλα και τέτοια!
“Γιορτάζει η μάνα¨, είπε στο τέλος. “Ύστερα είναι κι η κυρά Φωτεινή, θα πεθάνει από ώρα σε ώρα. Δεν είναι σωστό”!
“Σας τάλεγα εγώ”! Φώναξε θριαμβευτικά η Καλλιόπη. “δεν ξεκολλάει αυτή παιδί μου, από τα φουστάνια της μάνας της”! '
"Έλα Μαριγώ”, παρακάλεσε ο Θανάσης, “να ξεσκάσεις λίγο”!
" Όχι παιδιά”, είπε αποφασιστικά, “μιαν άλλη φορά ίσως. Μα όχι σήμερα”!
“Αφήστε την”, θύμωσε η Καλλιόπη, “Να μου το θυμηθείτε, καλόγρια στο μοναστήρι της Παναγιάς θα τη δούμε, όπου νάναι”!
Οι κουβέντες σταμάτησαν όταν είδαν το Βασίλη, να έρχεται προς το μέρος τους. Τα παιδιά τον χαιρέτησαν και του ευχήθηκαν για τη γυναίκα του. ”Ευχαριστώ παιδιά! Περάστε κι από το σπίτι για κέρασμα”!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου