ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 8η συνέχεια)

Δείτε εδώ τα προηγούμενα

Η Ρηνιώ μόνη, κατάμονη πήρε το δρόμο για τη δημοσιά. Πίσω της ξανάρχισε το ανάθεμα . Η παπαδιά μακρυά από το πλήθος, κρυμμένη σε μια γωνιά,παρακολουθούσε βουρκωμένη τη σκηνή. Έβλεπε με πόνο το παιδί της ντροπιασμένο, να σέρνει βαρύ το βήμα του προς το άγνωστο, φορτωμένο της κατάρες ολόκληρης της μικρής κοινωνίας. Η καρδιά της μάτωσε να τη βλέπει σε αυτή την κατάσταση. Ήθελε να τρέξει κοντά της. Να την αγκαλιάσει, να

της γλυκάνει τον πόνο!

Δεν τόλμησε όμως. Απόμεινε εκεί, δειλή, άβουλη, να κοιτάζει το σπλάχνο της κυνηγημένο από του κόσμου την κατακραυγή, χωρίς να κάνει μήτε ένα βήμα! Όμως κάποια τόλμησε! Δειλά στην αρχή η Μαριγώ ξέκοψε από τους άλλους. Προσπάθησε η Λεμονιά να την αποτρέψει, μα εκείνη είχε πάρει την απόφασή της. Άνοιξε το βήμα να προφτάσει τη Ρηνιώ, να της δώσει λίγο κουράγιο. Δεν ήξερε με ποιον τρόπο, όμως αυτό δεν την ένοιαζε καθόλου! 

 “Τρελή”! Μονολόγησε η Λεμονιά. “Θα σε σφάξει ο πατέρας σου, κακομοίρα”! 

 Την πρόφτασε στη δημοσιά. “Ρηνούλα”! Την φώναξε. Η Ρηνιώ γύρισε ξαφνιασμένη. Είδε τη φιλενάδα και το πρόσωπό της ημέρεψε! 

 “Φύγε γλυκιά μου”, της είπε ικετευτικά, “το χωριό θα σε κουτσομπολέψει”! 

 “Δεν με νοιάζει”, πείσμωσε εκείνη, “είσαι φίλη μου και σ΄αγαπώ”! 

 Η Ρηνιώ άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τα μαλλιά. Τα μάτια της πήραν πάλι να τρέχουν. Έκλαιγε κι η Μαριγώ, δίχως να το θέλει. Ο πόνος της φιλενάδας έγινε και δικός της. 

 “Που θα πας”; τη ρώτησε με σπασμένη φωνή. 

“Δεν ξέρω”, ομολόγησε, “θα σταματήσω κανένα αυτοκίνητο, να με κατεβάσει στη Χώρα. Ύστερα δεν ξέρω”! 

Θέλησε να ρωτήσει το γιατί η Μαριγώ. Γιατί να γίνουν όλα αυτά; Η Ρηνιώ σαν να κατάλαβε τη σκέψη της.

 “Δεν τον αγαπούσα Μαριγώ μου! Με το ζόρι μου τον έδωσε ο παπάς. Εγώ τον Μηνά αγάπησα! Θέλαμε να παντρευτούμε, να φύγουμε από τούτο τον βάλτο! Θα κατεβαίναμε Αθήνα να δουλέψουμε κι οι δυό, να κάνουμε προκοπή.”Βγάλτο από το μυαλό σου”! Με απόπαιρνε ο πατέρας. “Δεν σε δίνω σ΄αυτόν τον ξεβράκωτο”! Επέμεινα, έκλαψα, μα στο τέλος υπέκυψα στο θέλημά του. Λάθος μου, το παραδέχομαι και τώρα το πληρώνω”!

Απόμειναν βουβές για λίγο. Πρώτη ξαναμίλησε η Μαριγώ. 

 “Τι θα κάνεις τώρα; Πως θα ζήσεις; “Έχω λίγα λεφτά στην τράπεζα, μου φτάνουν για τον πρώτο καιρό. Θα βρω ένα σπίτι, μια δουλειά, πρέπει να ξαναφτιάξω τη ζωή μου”! 

 Ένα φορτηγό, από αυτά που φέρνουν ζωοτροφές στο νησί, φάνηκε από τη στροφή του δρόμου. Του έκανε νεύμα η Ρηνιώ κι ο οδηγός σταμάτησε δίπλα της. “Θα με κατεβάσεις στη Χώρα πατριώτη”;

“Ανέβα”, της απάντησε. Οι δυό φιλενάδες φιλήθηκαν γλυκά. “Γράψε μου μόλις τακτοποιηθείς”. “Θα σου γράψω, καλή μου”! “Στο καλό και να προσέχεις”!

Της χαμογέλασε και ανέβηκε στο φορτηγό, που ξεκίνησε αμέσως. Κούνησε το χέρι η Μαριγώ και χαιρέτησε τη φίλη, που ίσως δεν ξανάβλεπε ποτέ! 


Στο καπηλειό του Λουκά, οι άντρες συζητούσαν ακόμα το κακό που βρήκε το σπιτικό του Γρηγόρη. “Τρία παιδιά είχα”, τους είπε ο παπάς, “δυό γιους και μια κόρη. Από σήμερα έχω μόνο τους γιους. Κόρη δεν έχω πια”! 

Ύστερα κλείστηκε στην εκκλησία, κλείδωσε, μαντάλωσε την πόρτα. Ήθελε να μείνει μόνος με το Θεό. Να μιλήσουν, να εξηγηθούν σαν δυο παλιοί φίλοι. Ο Γρηγόρης, κλείστηκε κι αυτός στο σπίτι. Πολλές παρτίδες με τον Θεό δεν είχε, κι έτσι βάλθηκε να πνίξει τον πόνο του στη ρακή. Γέμιζε το ρακοπότηρο και το κατέβαζε μονορούφι. Μα όσο κι αν έπινε, δεν ημέρευε η ψυχή του. “Κερατάς”, μουρμούριζε διαρκώς, “ ο Γρηγόρης ο Λεκκός κερατάς”! Έφερνε και ξανάφερνε στο μυαλό του τη σκηνή. Τη Ρηνιώ μισόγυμνη στην αγκαλιά του Μηνά και η καρδιά του σφιγγόταν όλο και πιο πολύ. “Θα τους σκοτώσω”, ορκίστηκε στον εαυτό του, “και τους δυό θα τους σκοτώσω”! Χτύπησε με ορμή το χέρι στο τραπέζι και όλα, ποτήρια, κανάτα, τασάκι πατάχτηκαν μακρυά, κομμάτια και θρύψαλα. Ένοιωσε να πνίγεται, το κεφάλι του πονούσε αφόρητα. Πετάχτηκε έξω να τον κτυπήσει ο αέρας και παραπατώντας, πήρε το δρόμο για το βουνό. Έπεσε πάνω στον Βασίλη, που κατέβαινε για το χωριό. Εκείνος τον άρπαξε από το μπράτσο. 

 “Τι είναι ρε Γρηγόρη”; τον ρώτησε απορημένος που τον έβλεπε σε τέτοιο χάλι. Ο Γρηγόρης τον έσπρωξε με βία και συνέχισε το δρόμο του, δίχως να βγάλει άχνα.

“Ρε δεν πας στο διάολο, μαλάκα”! Του φώναξε εξοργισμένος. ”Εγώ φταίω που ασχολήθηκα μαζί σου”! Θυμωμένος με τη συμπεριφορά του, κίνησε πάλι. Παραξενεύτηκε που δεν είδε την πεθερά του στο μπαλκόνι, αλλά δεν πλησίασε να δει. Σαν έφτασε στο καφενεδάκι, σταμάτησε να χαιρετίσει τους φίλους. 

 “Καλησπέρα παιδιά”, Κάθισε δίπλα στον Μανόλη για να ανασάνει λίγο.

 “Τι χαμπάρια ξάδερφε; 

 “Καλά Βασίλη, δόξα τω Θεώ”! Παράγγειλαν ρακή και άρχισαν την κουβέντα. Ο Βασίλης τον ρώτησε για το φέρσιμο του Γρηγόρη.


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου