ΜΟΝΑΧΑ ΑΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΖΩΝΤΑΝΟΣ
Γεννήθηκα σε δίσεκτους καιρούς,
με δυο φτερά αδύναμα, για προίκα.
Προσκύνησα, ανόητους θεούς,
κι αγάπες κουρασμένες, μόνο βρήκα.
Δυό λόγια τρυφερά, και μιάν ευχή,
μου έδωσε η μάννα, αδερφομοίρι.
Γυμνό κορμί, σε κρύα εποχή,
φτηνό ποτό, σε βρώμικο ποτήρι.
Σαράντα τόσα χρόνια, στο κουπί,
σ’ ένα σκαρί, που το’φαγε η αρμύρα.
Δε βρέθηκε κανένας να το πει,
σε κείνη την πο@τάνα μου, τη μοίρα!
(Ρ)
Μονάχα από συνήθεια ζωντανός,
υπάρχω, για να μην αδειάζει ο τόπος,
και βλέπω, από αισθήματα αδειανός,
να φεύγουνε τα χρόνια, όπως όπως.
Δείτε επίσης: Το δίλημμα της οδοντόβουρτσας, Aπλή ή ηλεκτρική;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου