ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

ΣΑΝ ΨΕΜΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 15η συνέχεια)

 Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


Αγκαλιάστηκαν και ο Νικολής μπήκε στο ταξί που περίμενε. “Να πάρεις κανένα τηλέφωνο τη μάνα σου”, του φώναξε καθώς ξεκινούσαν. “Μου το υπόσχεσαι;”.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι, άσχετα αν δεν είχε σκοπό να το κάνει με τίποτα.

Περπάτησαν αμίλητοι αρκετή ώρα μέχρι που κατέληξαν σε ένα μπαράκι πίσω από την Μεσογείων. Φάτσες που δεν άρεσαν καθόλου στον Δήμο τους κοιτούσαν περίεργα Το περιβάλλον του φαινόταν απαίσιο, η κάπνα, οι μυρωδιές, οι

φτηνές γυναίκες που έκαναν παρέα σε μεθυσμένους μεσήλικες, του έφερναν ναυτία.

”Θέλω να φύγουμε”, παρακάλεσε τον Πετρή. 

“Βιάζεσαι να βρεθούμε μόνοι;”, τον ρώτησε αυτός προκλητικά.”Εντάξει δυο ποτάκια ακόμα και θα σε πάω στον παράδεισο!”.

Στην κόλαση εννοούσε και ο Δήμος το ήξερε, αλλά θα το έκανε αυτό το ολέθριο ταξίδι, με την υπόσχεση στον εαυτό του πως θα ήταν η τελευταία φορά. Λίγο μετά τις δέκα έφυγαν από το μπαρ και με ταξί έφτασαν στην γκαρσονιέρα. Ο Δήμος παραξενεύτηκε, γιατί δεν ήξερε πως διατηρεί σπίτι ο Πετρής

 “Που πάμε;”, τον ρώτησε με φόβο.

Αντί για απάντηση αυτός άνοιξε την πόρτα και τον έσπρωξε μέσα. 

“Εδώ είναι το παλάτι μου!”, καμάρωσε αφού κάθισε στην μοναδική καρέκλα της μικρής κουζίνας. “Ο δρόμος για τον παράδεισο που σου έλεγα!”. 

Στο τραπέζι υπήρχε ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι και από αυτό γέμισε ένα βρώμικο ποτήρι που ήταν κι αυτό εκεί, ποιος ξέρει από πότε. 

“Μπες να κάνεις ένα μπάνιο, και θα σε περιμένω μέσα” 

Και λέγοντας αυτά τα λόγια έβγαλε τα ρούχα του και εντελώς γυμνός ξάπλωσε ανάσκελα στο διπλό κρεββάτι. 

Ο Δήμος απέφυγε να κοιτάξει προς το μέρος του. Ήδη η ταραχή του ήταν πολύ μεγάλη και τα πόδια του έτρεμαν από πόθο ανάμικτο με αγωνία. Μπήκε στο μπάνιο αλλά δεν γδύθηκε. Στάθηκε απέναντι από τον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλο του. Το χλωμό του πρόσωπο τον έκανε να τρομάξει και ένιωσε τα μάτια του υγρά. Όχι δεν θα ξέφευγε ποτέ από την επιρροή του Πετρή! Υπέφερε και μόνο στην ιδέα πως θα ξανακυλούσε στο βούρκο της ανωμαλίας. Γιατί δεν είχε ψευδαισθήσεις, αυτή η αιμομικτική σχέση ήταν ανωμαλία! Πάλεψε απεγνωσμένα να πάρει μιαν απόφαση. Το κορμί του λαχταρούσε κολασμένα την επαφή, όμως το μυαλό του τον παρότρυνε να φύγει τρέχοντας. Τελικά επικράτησε η φωνή της λογικής. όσο κι αν η επιθυμία του είχε γίνει βασανιστική. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε γρήγορα πριν το μετανοιώσει. 

Ο Πετρής τον κοίταξε έκπληκτος. “Ακόμα δεν έκανες μπάνιο;”, του φώναξε αγριεμένος. Τελείωνε μαλάκα! Δεν βλέπεις πως έχω φτιαχτεί!”.

 Όχι δεν έβλεπε, αλλά φανταζόταν την έξαψη του. 

Ακόμα και η βραχνή του φωνή μαρτυρούσε την προσμονή της συνουσίας. 

“Καλύτερα να φεύγω”, κατάφερε να μουρμουρίσει. ο Δήμος. “Δεν πρέπει να ξαναγίνει!”. Και άγγιξε το πόμολο της εξώπορτας. 

Σαν αίλουρος πετάχτηκε ο Πετρής και τον άρπαξε από τη μέση γυρίζοντας τον προς το μέρος του. “Να φεύγεις!”, του φώναξε έξαλλος. “Με φτιάχνεις καλά καλά και θέλεις να με αφήσεις χαρμάνι;”

Ξαναμμένος προσπάθησε να τον σύρει στην κρεβατοκάμαρα τραβώντας τον από τη ζώνη του παντελονιού του. Όμως ο Δήμος δεν ήταν πια το αδύναμο παιδάκι που το έκανε ότι ήθελε. Με μια γροθιά που τον βρήκε στο σαγόνι, τον έστειλε να σωριαστεί δυο μέτρα πίσω. Λυπήθηκε για αυτή την εξέλιξη, όπως τον είδε να βαστάει το κεφάλι του υποφέροντας, αλλά δεν το μετάνοιωσε. Υποσχέθηκε να μην ενδώσει στον πειρασμό και έπρεπε να κρατήσει τον όρκο του. Μόνο μια τελευταία ματιά στο γυμνό κορμί του επέτρεψε στον εαυτό του. Ίσως αν δεν του φερόταν τόσο άσχημα, αν ήταν λίγο τρυφερός, να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Ευτυχώς όμως η απαίσια συμπεριφορά του, τον οδήγησε να πάρει τη σωστή απόφαση. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε χωρίς να πει άλλη κουβέντα. Στα αυτιά του έφτασε σαν βροντή η απειλητική κραυγή του Πετρή. “Θα μου το πληρώσεις πουστράκι! Πολύ ακριβά, να το θυμάσαι!”.  

Άρχισε σχεδόν να τρέχει στους άγνωστους δρόμους, μέχρι που έφτασε σε κάποιο πιο κεντρικό σημείο. Δεν ήξερε που βρισκόταν και ευτυχώς είχε γραμμένη τη διεύθυνση της θείας του. Σταμάτησε ένα ταξί και σε μισή ώρα έφτανε στο σπίτι. Άνοιξε με το κλειδί που του είχαν δώσει και αθόρυβα για να μην ενοχλήσει μπήκε στο δωμάτιο που τους είχαν παραχωρήσει. Ξαφνιάστηκε όταν είδε τον πατέρα του να κάθεται στην πολυθρόνα, πίστευε πως θα τον βρει να κοιμάται. Ευτυχώς το φως ήταν σβηστό και έτσι θα πέρναγε απαρατήρητη η ταραχή του. 

“Καλώς ήρθες”, τον χαιρέτησε χαμηλόφωνα ο Νικολής. “Πως περάσατε;”.

”Καλά”, απάντησε το ίδιο σιγανά. “Ήπιαμε από μια μπύρα σε μια καφετέρια και κουβεντιάσαμε λίγο”. Αυτό του ήρθε εκείνη την ώρα, γιατί η αλήθεια φυσικά θα τσάκιζε τον πατέρα.

”Ωραία!”, είπε αυτός ανακουφισμένος που δεν είχε συμβεί τίποτα να ταράξει τις σχέσεις των παιδιών του. 

“Λέω να κάτσουμε μια δυο μέρες ακόμη στην Αθήνα”, άλλαξε την κουβέντα. “Να πάμε στην Ακρόπολη, να δούμε τα αξιοθέατα! Πότε θα έχουμε την ευκαιρία να ξανάρθουμε;”. 

Αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να ακούσει ο Δήμος. Όχι πως δεν θα του άρεσε να γνωρίσει την πρωτεύουσα και την ιστορία της. Εκείνο που τον τρομοκρατούσε ήταν πως θα ήταν αναγκασμένος να βρεθεί και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πετρή. 

“Μόνο που δεν θα μπορέσουμε να ξαναδούμε τον αδελφό σου.”, παραπονέθηκε ο Νικολής. “Μέχρι το Σάββατο θα είναι μέσα!”.

”Κρίμα!”, απάντησε με υποκρισία ο Δήμος, που ήρθε η ψυχή του στη θέση της με αυτή την είδηση.


Εδώ συνεχίζετε το μυθιστόρημα: Ολα τα θυμάμαι σου λέω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου