Δείτε εδώ τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο
Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα
Είχε να εισπράξει το αντίτιμο της απαίσιας πράξης του, και δεν ήθελε να το καθυστερήσει λεπτό! Μπήκαν για λίγο βαφτισιμιός και νονά να συλλυπηθούν την οικογένεια και έφυγαν κι αυτοί.
”Πολύ κακό αυτό που τον βρήκε τον άμοιρο!”, μονολόγησε η νονά καθώς περίμεναν ταξί. “Παρ΄όλα τα ελαττώματα του, δεν του άξιζε κάτι τέτοιο! Κρίμα.”.
Ο Αργύρης δεν μίλησε. Αν και συμπονούσε τον αδελφό του, αυτή η περίεργη συνομιλία του με τον
άγνωστο νεαρό, του είχε προκαλέσει ερωτηματικά. Ειδικά η φράση “Ακριβώς! Βλέπεις δεν ξεχνιέμαι εύκολα!”, που πρόλαβε να ακούσει τον προβλημάτιζε ιδιαίτερα! Και το ύφος του άγνωστου. που έδειχνε βαθιά θλίψη δεν συμβάδιζε με την χαρά που διέκρινε στο πρόσωπο του, όταν τον είδε κλεφτά στο διπλανό δωμάτιο να καμαρώνει το νεογέννητο. “Μάλλον το μυαλό μου κάνει παράξενες διαδρομές”, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του. “Εξάλλου τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τον θάνατο του παιδιού;”. Δεν εύρισκε σύνδεση, και έτσι αποφάσισε να σταματήσει να σκέφτεται με αυτό τον τρόπο, όσο και αν το προαίσθημα του επέμενε. Ξαναβρήκε τον αδελφό του έστω και κάτω από αυτές τις δραματικές συνθήκες και αυτό ήταν που μετρούσε.
Η μέρα της ορκωμοσίας των νεοσύλλεκτων ναυτών, έφερε αρκετούς συγγενείς στου “Παλάσκα”. Ανάμεσα τους και ο Αργύρης, που με ευχάριστο ξάφνιασμα, είδε εκεί τον Κωσταντή με την Φροσούλα. Είχαν έρθει να επισκεφτούν τον Δήμο, αφού ο δεσμός τους επισημοποιήθηκε πρόσφατα. Λογοδόθηκαν το καλοκαίρι και μετά το τέλος της θητείας του Δήμου, θα παντρευόντουσαν. Το μισό καΐκι είχε τάξει ο Κωσταντής στον γαμπρό για αρχή, και όταν πια σταματούσε ο ίδιος τα ταξίδια, ολόκληρο.
Παρακολούθησαν παρέα την τελετή, και μετά το τέλος της ξεκίνησαν όλοι μαζί για τον Ασπρόπυργο. Σε μια ταβέρνα της περιοχής που ιδιοκτήτης ήταν ένας χωριανός τους, παλιός ναύτης του Κωσταντή. Εκεί ο Αργύρης τους εξιστόρησε την περιπέτεια του Πετρή και τον θάνατο του μωρού του. Πάγωσαν όλοι με τα άσχημα νέα. Άλλο να μην συμπαθείς κάποιον και άλλο να μην λυπάσαι με τις συμφορές του.
Ακόμη και ο Δήμος που είχε κάθε λόγο να τον μισεί πόνεσε πολύ. “Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα”, συλλογίστηκε, και ένας ξαφνικός φόβος τον κυρίευσε. Μήπως και για τον ίδιο η μοίρα επεφύλλασε κανένα άσχημο παιχνίδι; Κι αυτός δεν ήταν ένοχος της φοβερής πράξης; “Όχι!”, προσπάθησε να ησυχάσει το μυαλό του. “¨Εφταιξα ναι, όμως μετάνοιωσα, σε αντίθεση με τον Πετρή”. Με αυτή την σκέψη ηρέμησε κάπως και ήταν καιρός γιατί οι υπόλοιποι τον κοιτούσαν απορημένοι με την σιωπή του.
Κάθισαν στο μαγαζί ως αργά το απομεσήμερο. Ο Αργύρης κοιτούσε συνεχώς το ρολόι του. Σε λίγες ώρες είχε ραντεβού με τα κορίτσια και έπρεπε να βιαστεί. Ο Κωσταντής διέκρινε την ανυπομονησία του.
“Σε αναμμένα κάρβουνα κάθεσαι μικρέ!”, του είπε χαμογελαστός. “Ραντεβουδάκι;”.
”Ας το πούμε και έτσι! Με δυο φίλες για καφέ. Τι λέτε πάμε όλοι μαζί;”.
“Είμαι αρκετά γέρος για να έρθω μαζί σας”, απάντησε ο Κωσταντής. “Θα πάω στο καφενείο των Τηνιακών, να συναντήσω παλιόφιλους. Εσείς μπορείτε να πάτε και να περάσετε καλά!”
Το ζευγαράκι συμφώνησε μάλλον απρόθυμα, χωρίς όμως να το δείξουν φανερά. Ασφαλώς θα προτιμούσαν να μείνουν για λίγο μόνοι, όμως δεν ήθελαν να χαλάσουν το χατήρι του Αργύρη, και έτσι τον ακολούθησαν.
Συνάντησαν την Αγγελική και την Ελπίδα στην πλατεία Μέμου στον Κορυδαλλό. Εκεί είχαν κανονίσει να βρεθούν, για να γνωρίσουν την περιοχή που έμενε ο Αργύρης. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις ο πάγος άρχισε να σπάει. Η Αγγελική μετάνοιωσε που δεν έφερε μαζί το αγόρι της, καθώς την περισσότερη ώρα αισθανόταν ξένο σώμα. Η Ελπίδα είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του Αργύρη και το άλλο ζευγάρι ζούσε τον δικό του έρωτα. Μάταια προσπάθησε αρκετές φορές να ανοίξει θέμα συζήτησης που να συμμετείχαν όλοι. Είναι από αυτές τις στιγμές που τα λόγια βγαίνουν δύσκολα, γιατί τα λένε όλα τα μάτια και οι καρδιές. Έτσι είχε η κατάσταση μέχρι που εντελώς απρογραμμάτιστα είπε κάτι που τους έκανε να την κοιτάξουν με έκπληξη.
“Σήμερα έξω από το σπίτι κάποιος μάλλον μας παρακολουθούσε!Δεν έμοιαζε για μπάτσος αν και είχε κοντό μαλλί. Και μου φάνηκε πως δεν είχε στόχο τον πατέρα μου.”.
“Τότε ποιόν:,ρώτησε ο Αργύρης με απορία.
”Δεν είμαι σίγουρη, αλλά όταν βγήκα να πάω στο πάρκο να βρω το αγόρι μου, με ακολούθησε διακριτικά. Βέβαια δεν έχω ιδέα γιατί το έκανε!”
“Ίσως να κάνεις λάθος”, προσπάθησε ο Αργύρης να την καθησυχάσει. “Εκτός αν έχεις λόγο να υποπτεύεσαι κάτι τέτοιο!”
“Μπα!”, απάντησε, “κανέναν απολύτως!”.
Και όσον αφορούσε την ίδια έλεγε την αλήθεια. Για τον Σταύρο όμως, το αγόρι της υπήρχαν αρκετοί σοβαροί λόγοι. Γιος κομμουνιστή, με θητεία στην Μακρόνησο ο πατέρας ώσπου να υπογράψει την περιβόητη δήλωση μετανοίας, τριτοετής στη Φιλοσοφική και με έντονη πολιτική δραστηριότητα ο ίδιος, ασφαλώς δεν περνούσε απαρατήρητος από τις αρχές ασφάλειας. “Ευτυχώς τελικά που δεν τον έφερα εδώ”, σκέφτηκε με ανακούφιση. “Αν πράγματι έχει μπει στο στόχαστρο των υπηρεσιών του καθεστώτος, τότε πρέπει να προστατέψω τους καινούργιους μου φίλους”.
Η ατμόσφαιρα βάρυνε αρκετά μετά την αποκάλυψη της Αγγελικής, και έτσι όταν ο Δήμος πρότεινε να πάνε για ένα ποτό δέχτηκαν με μεγάλη προθυμία. Στο μικρό μπαράκι που ήταν σχεδόν άδειο αφού ήταν ακόμη πολύ νωρίς, χαλάρωσαν αρκετά και ο έρωτας βρήκε και πάλι το δρόμο του.
”Έχεις τα πιο υπέροχα μάτια του κόσμου!, ψιθύρισε ο Αργύρης στο αυτί της Ελπίδας.“Και τα πιο όμορφα χείλη, και νομίζω πως με έχεις κάνει σκλάβο σου!”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου