ΣΤΕΙΛΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ιστορίες σε εξέλιξη. Κάθε ανάρτηση,συνέχεια της ιστορίας. Η συνέχεια των ιστοριών θα ανεβαίνουν καθημερινά. Μπορείτε να στέλνετε τις δικές σας ιστορίες στο tinios60@gmail.com Με την Ένδειξη για Ανάρτηση

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΛΗΓΕΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (21η συνέχεια)

Δείτε εδώ  τις μέχρι τώρα συνέχειες σε ενιαίο κείμενο

Μπορείτε να αντιγράψετε τα κείμενα και να δημιουργήσετε αρχείο (WORLD ή OPEN OFFICE) ώστε να έχετε ενιαίο το κείμενο και στο τέλος ολοκληρωμένο το μυθιστόρημα


“Σας παρακαλώ, δεν έχω ιδέα τι λέτε”! 

 Ο μπάτσος σήκωσε το χέρι και της έδωσε ένα χαστούκι, που κόντεψε να της σπάσει το λαιμό! Ο Αλεξίου τον κοίταξε αυστηρά κι εκείνος μαζεύτηκε. 

 “Κύριε υπαστυνόμε!, φώναξε ένας τρίτος μπάτσος από τον διάδρομο. “Τον φέρνουν”! 

 Ο Αλεξίου κοίταξε τη Ρηνιώ στα μάτια. “Φαίνεσαι καλό παιδί”, της είπε ήρεμα, “Γιατί θέλεις να μπλέξεις; Είκοσι χρόνια θα φας για εμπορία! Μίλα όσο είναι καιρός”! 

 Δίστασε για λίγο.

Σκέφτηκε με τρόμο την αντίδραση του Δημήτρη αν τον κάρφωνε. 

 “Δεν έχουμε χρόνο¨, την πίεσε ο αστυνόμος, “Από στιγμή σε στιγμή τον φέρνουν”! 

 “Στο καλάθι με τα άπλυτα”, του είπε με σβησμένη φωνή. Έτρεξε ο μπάτσος με τα γάντια και τα έφερε. “Μπράβο κορίτσι μου! Τελικά να δεις που θα γίνουμε καλοί φίλοι”! 

 Εκείνη την στιγμή μπήκαν οι αστυφύλακες με τον Δημήτρη στη μέση. “Του βρήκατε τίποτα;”, ρώτησε ο Αλεξίου τον αρχιφύλακα, κουνώντας τα σακουλάκια κάτω από τη μύτη του! 

 “Ηρωίνη!”, απάντησε. “Εφτά σακουλάκια”! 

 “Ψέματα!”, φώναξε ο Δημήτρης. “”Δεν είχα τίποτα”! 

 Ο υπαστυνόμος τον πλησίασε απειλητικά. Τον άρπαξε απ΄τους γιακάδες και τον τράνταξε. “Δηλαδή καθίκι, λέει ψέματα ο αρχιφύλακας”; 

 “Δεν είχα τίποτα!”, επανέλαβε αυτός. “Αυτή η πουτάνα τα είχε! Εδώ δεν τα βρήκατε”; 

 Ο Αλεξίου χαμογέλασε. “Αγόρι μου!”, του είπε με προσποιητά γλυκό ύφος, “Σου το είχα πει πως θα σε βάλω στο χέρι για τα καλά! Αυτή την φορά δεν καθαρίζεις”! Και ύστερα γυρνώντας στους αστυφύλακες. “Πάρτε τον. Εγώ θα μείνω για λίγο”.

Κάθισε στον καναπέ και άναψε τσιγάρο. “Κερνάς καφέ;”, ρώτησε τη Ρηνιώ. “Σκέτο βαρύ τον πίνω”. Του έφτιαξε καφέ και κάθισε απέναντί του. “Θα αναρωτιέσαι γιατί σε γλίτωσα, έτσι δεν είναι”: Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. “Τα ξέρω όλα για σένα Ρηνιώ! Έψαξα και έμαθα. Ήσουνα βλέπεις καινούργια στην πιάτσα και με ενδιέφερε η περίπτωσή σου”. Η Ρηνιώ αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για τον υπαστυνόμο. Τώρα που τον παρατηρούσε μάλιστα πιο ήρεμη, τον έβρισκε αρκετά ελκυστικό. 

 “Δεν ήθελα να μπλέξω έτσι!”, του εξομολογήθηκε. “Είναι μεγάλη ιστορία”! 

 “Κάποτε θα μου τα πεις όλα!”, της είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά. “Δεν είσαι φτιαγμένη εσύ γιαυτό το λούκι”! Η Ρηνιώ, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά, που έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της. Ο Αλεξίου την πήρε στην αγκαλιά του.


“Μην κλαις καλή μου! Όλα τελείωσαν πια! Τι λες πάμε μια βόλτα μαζί; Αρκετά δουλέψαμε σήμερα”: Βιάστηκε να συμφωνήσει. Κοντά του αισθανόταν ασφάλεια. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, έφτιαξε τα μαλλιά της και τον ακολούθησε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος βιαστικούς ανθρώπους. Όλοι έτρεχαν να προλάβουν τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. 

 “Που θα κάνεις Πάσχα;”, τη ρώτησε ξαφνικά. 

 “Για μένει δεν υπάρχει Ανάσταση πια!”, του αποκρίθηκε πικρά. 

 Την αγκάλιασε τρυφερά. “Για όλους έρχεται η Ανάσταση καρδιά μου! Ακόμα και για τους μπάτσους σαν κι εμένα! Τι θάλεγες να περάσουμε μαζί αυτή την ημέρα”; 

 “Σε ευχαριστώ ειλικρινά! Μα είναι τόσο πολύ για να το δεχτώ”!

 “Δεν είναι αν το θέλεις. Έχω ένα μικρό εξοχικό στο Μπατσί στη Σαλαμίνα. Όχι σπουδαία πράγματα, τρία δωματιάκια με μια κουζίνα. Η γριά μου και η αδελφή μου με τον άντρα της θα είναι μόνο”. 

Δεν του απάντησε αμέσως. Περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί. “Δεν ξέρω καν το όνομά σου!”, του παραπονέθηκε. “Τι βλάκας Θεέ μου!”, απολογήθηκε κτυπώντας το κούτελό του. “Αντώνη με λένε. Είμαι εργένης και τριανταπέντε χρονών”. 

 ”Χαίρω πολύ!”, του είπε χαμογελώντας. “Φαντάζομαι δεν χρειάζονται συστάσεις για μένα”! 

 “Θα έρθεις λοιπόν”; “Μακάρι να μπορούσα! Όμως δουλεύω και σήμερα και αύριο”! 

 “Εννοείς πως θα γυρίσεις σε εκείνο το κωλοχανείο”; “Δεν έχω τίποτα καλύτερο και πρέπει να ζήσω”! “Ξέχασε το! Εγώ είμαι εδώ. Θα σου βρω μια δουλειά τίμια, μα όλα αυτά από βδομάδα”.

 ”Είσαι πολύ καλός! Είσαι σίγουρος πως είσαι μπάτσος”; Γέλασε καλόκαρδα παρασύροντας και τη Ρηνιώ. Περπάτησαν αρκετή ώρα χαζεύοντας τις γιορτινές βιτρίνες.

 “Πρέπει να φύγω τώρα”, της είπε σαν γύρισαν πίσω. “Έχω να κάνω την αναφορά για εκείνον τον μπάσταρδο. Λοιπόν εφτά η ώρα είναι καλά”;

 “Επιμένεις”; 

 “Επιμένω! Εφτά η ώρα σου κορνάρω και έρχεσαι. Εντάξει”; 

 “¨Εντάξει και σ΄ευχαριστώ”! “Μην ξεχαστείς!”, της φώναξε από το ανοικτό παράθυρο, “Στις εφτά”. Κούνησε το χέρι και τον χαιρέτησε χαμογελώντας. Όλα τώρα έμοιαζαν πολύ καλύτερα! Πριν μιαν ώρα δεν είχε να περιμένει τίποτα, και ξαφνικά η μοίρα της άνοιγε διάπλατα την πόρτα της ευτυχίας. Δεν ήθελε να ξανακλειστεί στο σπίτι και έτσι πήρε πάλι το δρόμο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου